Σκηνοθεσία: Ματιέ Κασοβίτς
Παίζουν: Βενσάν Κασέλ, Σαΐντ Ταγκμαουί, Ουμπέρ Κουντέ
Διάρκεια: 98′
«Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που πηδά από ένα κτίριο με 50 ορόφους στο κενό. Ενόσω πέφτει, για να πάρει κουράγιο, επαναλαμβάνει ασταμάτητα στον εαυτό του: μέχρι εδώ όλα πάνε καλά, μέχρι εδώ όλα πάνε καλά, μέχρι εδώ όλα πάνε καλά… Δεν μετρά όμως η πτώση, αλλά η πρόσκρουση». Μια φωνή μειλίχια και πένθιμη αφηγείται το παραπάνω γνωμικό, την ώρα που ένα κοκτέιλ μολότοφ προσγειώνεται στον πλανήτη από το υπερπέραν. Αμέσως μετά, εικόνες αρχειακού υλικού από αληθινές ταραχές και συγκρούσεις ανάμεσα διαδηλωτές και αστυνομικούς στο Παρίσι, με συνοδεία το Burnin’ and Lootin’ του Μπομπ Μάρλεϊ, κατακλύζουν την οθόνη.
Το La Haine του τότε 29χρονου (!) Ματιέ Κασοβίτς έσκασε σαν βόμβα στο Φεστιβάλ Καννών του 1995, χαρίζοντας στον νεαρό σκηνοθέτη το Βραβείο Σκηνοθεσίας, ενώ ο πολιτισμικός του αντίκτυπος στη Γαλλία ήταν τόσο ισχυρός που οδήγησε τον τότε πρωθυπουργό της χώρας, Αλέν Ζιπέ, να οργανώσει ειδική προβολή της ταινίας για το υπουργικό συμβούλιο, με την παρουσία όλων να κρίνεται υποχρεωτική. Ο Κασοβίτς, παρεμπιπτόντως, είχε γράψει το σενάριο της ταινίας έχοντας επηρεαστεί από ένα αληθινό τραγικό περιστατικό: στις 6 Απριλίου 1993, ο 17χρονος Ζαϊρινός Μακομέ Μ’Μποολέ δολοφονήθηκε με πυροβολισμό εξ επαφής στη διάρκεια ανάκρισης σε αστυνομικό τμήμα του Παρισιού, όπου είχε οδηγηθεί κατηγορούμενος για κλοπή τσιγάρων από ένα ψιλικατζίδικο…
Το La Haine, ένα τραχύ και παλλόμενο οδοιπορικό νεανικού angst, παρουσιάζει σε γραμμική συνέχεια περίπου 20 ώρες από τη ζωή τριών νεαρών που κατοικούν σε ένα από τα υποβαθμισμένα παρισινά προάστια που μαστίζονται από τη φτώχεια και τη βία. Ο Βινς, ο Ουμπέρ και ο Σαΐντ, γεννημένοι στη Γαλλία από μετανάστες γονείς, μιλούν τη γαλλική ως μητρική γλώσσα, είναι και με τη βούλα πολίτες του γαλλικού κράτους, αλλά ποτέ δεν έχουν νιώσει ενταγμένοι στην ντόπια κοινωνία. Δεν μοιράζονται κανένα συνεκτικό ιστό και το μόνο αίσθημα πατρίδας που φυλάσσουν μέσα τους είναι ο μεταξύ τους δεσμός.
Ο Βινς (ο Βενσάν Κασέλ στο ξεπέταγμά του), με εβραϊκές-ανατολικοευρωπαϊκές ρίζες, είναι ο οξύθυμος της παρέας, έτοιμος να λύσει το ζωνάρι του ανά πάσα στιγμή και να στραφεί κατά δικαίων και αδίκων. Αντλεί τα πρότυπά του από την αμερικάνικη ποπ κουλτούρα (οι αναφορές των ηρώων δεν προέρχονται από τη Γαλλία, γεγονός απόλυτα λογικό καθότι κανείς τους δεν νιώθει Γάλλος), την οποία χρησιμοποιεί ως παράδειγμα προς μίμηση για κάθε ξέσπασμα θυμού και παράνομη πράξη, όπως στη θρυλική σκηνή μίμησης του Ρόμπερτ Ντε Νίρο από τον Ταξιτζή του Μάρτιν Σκορσέζε ή στην αστεία παραπομπή στον ΜακΓκάιβερ καθώς προσπαθεί να κλέψει ένα αμάξι. Ο Βινς κατακλύζεται από σουρεαλιστικές εικόνες, όπως την αγελάδα που ξαφνικά ξεπροβάλλει σε ένα στενό της γειτονιάς, δείγμα πως ονειροβατεί και φαντασιώνεται ασταμάτητα, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως είναι κάποιος άλλος, παλεύοντας να φορέσει ένα δανεικό κοστούμι που δεν είναι στα μέτρα του.
Παρεμπιπτόντως, η σκηνή-φόρος τιμής στο Taxi Driver αποτελεί υπόδειγμα μαστοριάς και εφευρετικότητας, καθώς στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καθρέφτης: ο Κασοβίτς χρησιμοποιεί έναν stunt man, τον οποίο κινηματογραφεί από πίσω καθώς περπατά, την ίδια στιγμή που ο Κασέλ περιμένει αθέατος, στο βάθος του κάδρου. Η κάμερα προχωρά πάνω από τον ώμο του stunt man και αντικρίζει τον Κασέλ κατάματα, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση πως πρόκειται για το ένα και αυτό άτομο, το οποίο μιλά στον εαυτό του στον καθρέφτη. Ο Βινς λοιπόν, όπως γίνεται φανερό από πολύ νωρίς, είναι ο αληθινός καταλύτης της πλοκής, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας καλλιεργείται μια υπόκωφη αγωνία για το αν θα εξαπολύσει την αυτοκαταστροφική βία που έχει συσσωρεύσει μέσα του.
Ο Ουμπέρ είναι ο δεύτερος της παρέας, ένας ερασιτέχνης πυγμάχος με ρίζες από την Καραϊβική, ο οποίος διοχετεύει τη δική του ένταση στον σάκο του μποξ, με αποτέλεσμα να είναι ο λιγότερο θερμόαιμος του τρίο, λειτουργώντας συχνά ως αντίβαρο στην οξυθυμία του Βινς. Ο Σαΐντ, από την άλλη, ένας beur όπως αποκαλούν στη Γαλλία τους μετανάστες τρίτης γενιάς με παππούδες από το Μαγκρέμπ, είναι η «κόλλα» της παρέας, μιας και είναι εκείνος (παρότι δεν του φαίνεται) που χαρίζει στην τριάδα την αίσθηση ομάδας. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, αυτή η φαινομενικά ετερόκλητη παρέα θα δώσει τον κεντρικό τόνο: οι δεσμοί σε αυτό τον κόσμο ξεχασμένο από θεό, ανθρώπους, κράτος, πολιτικούς και μίντια σμιλεύονται με βάση το κοινό ριζικό, μακριά από τους διαχωριστικούς φραγμούς που γεννούν η θρησκεία και η καταγωγή.
Το La Haine κατορθώνει στα 98 λεπτά της διάρκειάς του να χτίσει μια κλιμακούμενη ένταση που ψήνεται σε χαμηλή φωτιά, δίχως να καταφεύγει κάθε τρεις και λίγο σε προσχηματικές εκρήξεις ή εντάσεις. Στην πραγματικότητα, η πλοκή περισσότερο δρομολογείται από μια αίσθηση αδράνειας και αδιεξόδου, παρά από γεγονοτικές αφορμές. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, εξάλλου, η συνεχής υπενθύμιση της ώρας με τη συνοδεία ενός απειλητικού τικ-τακ παραπέμπουν σε μια ωρολογιακή βόμβα που απειλεί να εκραγεί. Η αρχική σπίθα είχε ανάψει, πάντως, από πολύ νωρίς. Ένας νεαρός φίλος των τριών ηρώων πέφτει σε κώμα μετά από επίθεση από τις δυνάμεις καταστολής και ο Βινς βρίσκει το όπλο που έχασε ένας απο τους αστυνομικούς στη διάρκεια των ταραχών. Η εκδικητική μανία θα τον κυριεύσει και τα πάντα δείχνουν να κρέμονται από μια κλωστή.
Το La Haine ξεψαχνίζει τα συστατικά στοιχεία της ταυτότητας τριών ηρώων που αναζητούν απεγνωμένα μια οποιαδήποτε αίσθηση του ανήκειν. Εύλογα λοιπόν, η ταυτότητά τους γίνεται νοητή μέσα από την ανθρωπογεωγραφία του ζωτικού χώρου, η οποία παράγει εμπειρίες, διλήμματα, αποφάσεις, συγκρούσεις και διαπροσωπικές σχέσεις. Στον μικρόκοσμο των τριών φίλων ο χρόνος διαστέλλεται ορισμένες φορές βασανιστικά, ενώ η έλλειψη διεξόδων και προοπτικής κάνει την κάθε μέρα να μοιάζει με αδειανό σπίτι ύστερα από μετακόμιση. Παρόλα αυτά, η ψυχική τους σύνδεση με αυτό το μουντό και άχρωμο σκηνικό είναι χειροπιαστή, γνήσια και πέρα για πέρα αληθινή. Ο Κασοβίτς, στο πρώτο σκέλος της ταινίας που εκτυλίσσεται αποκλειστικά στα παρισινά προάστια, σκιαγραφεί υποδειγματικά τις βαθύτερες ρίζες των ηρώων του, ποντάροντας πάνω απ’ όλα στη χρήση της γλώσσας και των πολιτισμικών αναφορών.
Το La Haine πιάνει τον παλμό μιας κάστας ανθρώπων που έχει πλάσει τους δικούς της κώδικες συμπεριφοράς, οι οποίοι φυσικά αποτυπώνονται πιο ξεκάθαρα απ’ οπουδήποτε στη λεκτική επικοινωνία. Τα verlan που κυριαρχούν στην ταινία (σαν να λέμε τα δικά μας «ποδανά» των 90s που άλλαζαν θέση στις συλλαβές των λέξεων), τα ρούχα, τα κουρέματα και φυσικά η μουσική (μνημειώδης η σκηνή του break dance) είναι το ταυτοτικό DNA μιας γενιάς που ζει έτη φωτός μακριά από την καρτποσταλική Πόλη του Φωτός. Το εκπληκτικό εναέριο πλάνο (μία ακόμη βιρτουζιτέ από τον Κασοβίτς) στη σκηνή με τον DJ, όπου η κάμερα διαπερνά σαν στοργικός θεός τα ψωριάρικα πάρκα, τις γκρίζες πολυκατοικίες και τους ξεθωριασμένους δρόμους, με το mix που ζευγαρώνει το ραπ τραγούδι Nique la Police (Fuck the Police) και τη φωνή της Εντίθ Πιαφ να επικυρώνει το τελικό επιμύθιο. Όσο πνιγηρός κι αν είναι περίγυρος, αυτός δεν παύει να είναι ο τόπος τους, η προσωπική τους πατρίδα με την οποία έχουν αναπτύξει δεσμούς σχεδόν βιολογικούς.
Το δεύτερο κομμάτι της ταινίας μάς μεταφέρει στην καρδιά του Παρισιού, με τον τόνο να αλλάζει απότομα μέσα από κοφτά πλάνα και ευρυγώνιους φακούς που εντείνουν τον αποπροσανατολισμό και τη σύγχυση, αλλά κι ένα θολό βάθος πεδίου που συσκοτίζει το τοπίο και αφαιρεί κάθε συνοχή ή οικειότητα. Την ίδια στιγμή, κάδρα γεμάτα τομές και εγκοπές αφήνουν την υπόνοια ότι οι ανθρώποι σε αυτά τα χλιδάτα μέρη δεν ζουν ως ενιαίο σύνολο αλλά ως διασκορπισμένες μονάδες. Το μόνο που απομένει ως αναγνωριστικό σημάδι της «άλλης πλευράς» στην οποία έχουν βρεθεί οι τρεις φίλοι είναι το λαμπερό σύμβολο της πόλης, ο Πύργος του Άιφελ που ξεχωρίζει από απόσταση. Σε έναν έξοχο και υπαινικτικό συμβολισμό που προοικονομεί τη συνέχεια, τα λαμπιόνια θα σβήσουν σιγά σιγά, βυθίζοντας το κάδρο (και το κοντινό μέλλον) στο απόλυτο σκοτάδι.
Πλέον, το έδαφος είναι ολότελα ξένο και οι τρεις φίλοι είναι ανεπιθύμητοι εισβολείς που θα εισπράξουν απόρριψη από τους συντεταγμένους φορείς (αστυνομία), τον μισαλλόδοξο όχλο (skinheads ακροδεξιοί), αλλά και την υποτιθέμενα ευαιασθητοποιημένη κλίκα των διανοούμενων-καλλιτεχνών. Ο Βινς, ο Ουμπέρ και ο Σαΐντ, στο φινάλε της περιπέτειάς τους, θα δουν τα πρόσωπά τους κατακερματισμένα και διακεκομμένα (όπως ακριβώς και η ίδια τους η ύπαρξη, δηλαδή) στο ρεπορτάζ ενός καναλιού για τα επεισόδια στα banlieues, σε μια γιγαντοοθόνη στον έρημο σταθμό των τρένων. Mια ακόμη ένδειξη, δηλαδή, ότι η επίσημη αλήθεια δεν βλέπει ποτέ την ευρύτερη εικόνα, αλλά απομονώνει τα επιμέρους κομμάτια του παζλ, βγάζοντας βιαστικά, εύκολα και αυθαίρετα συμπεράσματα. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο το πεπρωμένο τούς χτυπά την πόρτα: το παιδί που είχε πέσει σε κώμα άφησε την τελευταία του πνοή. Το τικ-τακ ακούγεται πλέον όλο και πιο δυνατά, σαν χτύπος μιας καρδιάς έτοιμης να διαλυθεί σε χίλια κομμάτια.
Κι όμως, έστω και για μια στιγμή, τα φαινόμενα δείχνουν να απατούν. Ο Βινς ξεκαβαλικεύει τη φαντασίωση του vigilante τιμωρού και αποδέχεται με νηφαλιότητα μια «ήττα» που ισοδυναμεί με θρίαμβο. Παρότι οργισμένος και πικραμένος, παραδίδει το όπλο στον νηφάλιο Ουμπέρ, έτοιμος να γυρίσει σπίτι του πιο ήρεμος από ποτέ, ύστερα από αυτό το ταξίδι συμπυκνωμένης αυτογνωσίας και ωρίμανσης. Αυτή η ιστορία, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια δυσοιώνη αυτοεκπληρούμενη προφητεία: μια ολέθρια στιγμή είναι αρκετή για να ακυρώσει ό,τι έχει προηγηθεί. Το γνωμικό που ακούσαμε στην αρχή δεν ήταν κάποια εξιστόρηση για το παρελθόν, αλλά μια παραβολή για τα μελλούμενα. Είναι η ιστορία μιας κοινωνίας σε ελεύθερη πτώση. Γιατί το μίσος έλκει το μίσος σαν μαγνήτης. Γιατί το μίσος είναι σαν ιός χωρίς εμβόλιο.