Σκηνοθεσία: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Παίζουν: Νίκος Κουρής, Λευτέρης Βογιατζής, Αλεξία Καλτσίκη
Διάρκεια: 94′
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος διασκευάζει το ομότιτλο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου και ολοκληρώνει την «αθηναϊκή» του τριλογία, η οποία άνοιξε με το «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» και συνεχίστηκε με το «Αθήνα – Κωνσταντινούπολη». Σε αυτό τον τρυφερό και αγχολυτικό επίλογο, μας προ(σ)καλεί να περιπλανηθούμε, να πάρουμε τους δρόμους, να γευτούμε καρπούς και οσμές, να εστιάσουμε στο άνθος που πεισματικά ξεπροβάλλει στην τσιμεντένια πλάκα, να αιχμαλωτίσουμε εκείνη την αόρατη ουσία των πραγμάτων που ολοένα και συχνότερα μας διαφεύγει.
Με εντονότατη νοσταλγική διάθεση και τόνο γλυκόπικρο, ο Παναγιωτόπουλος αναπολεί μία εποχή που φαντάζει μακρινή και αλλοτινή, αναζητεί με ανθεκτικό πείσμα τις καταβολές του, τις θύμησες και τις εμπνεύσεις του, ανατρέχει στο σινεμά που τον γαλούχησε, προσφέρει μία αφθονία κινηματογραφικών αναφορών. Κοινότυπα και χιλιοπερπατημένα δρομολόγια αποκτούν μία χροιά σχεδόν παραμυθένια, κωμικά ενσταντανέ χρωματίζουν ένα κάδρο που προοριζόταν για μουντό και γκρίζο.
Σε παράλληλο φόντο, ο Παναγιωτόπουλος εξερευνεί τη μυστηριακή φύση της σχέσης μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος, με το δεύτερο να αποκτά ζώσα ταυτότητα και να συμπαρασύρει τον πρώτο στη διαδικασία της δημιουργίας. Σε ένα φαινομενικά αταίριαστο δίδυμο ο μελαγχολικός, μειλίχιος, ευπρεπώς θλιμμένος συγγραφέας συμπορεύεται με τον απροσάρμοστο, αλλοπρόσαλλο, σχεδόν από άλλο πλανήτη πεζοπόρο ήρωα του, ωσότου διασταυρωθούν οι δρόμοι τους και πέσουν οι τίτλοι τέλους. Ο δοκιμιακός λόγος και τα υπαρξιακά – καλλιτεχνικά πορίσματα αντιπαραβάλλονται με τα απλοϊκά ευφυολογήματα και τους λαϊκούς αστεϊσμούς, το μελάνι της σελίδας με την εικόνα των γραφόμενων. Σε μία ευφυή και πρωτότυπη σύλληψη, η προσωποποιημένη Μούσα δεν μπορεί να αρθρώσει ούτε λέξη και προσφέρει την έμπνευση μέσα από την ευεργετική της βουβαμάρα, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα πως όταν «μιλάμε στον εαυτό μας» μάλλον περισσότερο «ακούμε τον εαυτό μας». Η ιστορία λοιπόν εξυφαίνεται μέσα στην ιστορία και ομοίως το σινεμά θρέφεται μέσα στο σινεμά, με το έξοχο εύρημα του παραθύρου να λειτουργεί ως οθόνη εντός της οθόνης.
Η μοναδική παραφωνία ή μάλλον ατονία εντοπίζεται δυστυχώς στην καίρια αυτή μετάβαση από τη μία διάσταση στην άλλη, από το εμβρυακό υγρό της συγγραφής και του επί χάρτου μυθοπλαστικού σχεδιασμού στον παλμό και σφυγμό των εικονοποιημένων διαστάσεων της έμπνευσης. Η κρίσιμη στιγμή του περάσματος στην αντίπερα όχθη, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, χαρακτηρίζεται από μία στατικότητα, από μία δραματουργική επαναληψιμότητα, από μία αδυναμία εύρεσης διόδων πιο υποδόριων και απολαυστικών από την αμεσότητα του λόγου. Κάθε ράθυμος και ενδοσκοπικός περίπατος δίχως προορισμό είναι απολαυστικός αλλά εύλογα σε κάποια στιγμή ξεφουσκώνει και αν δεν υπάρξει κάποια αφορμή επανεκκίνησης θα λήξει δίχως καλά καλά να το αντιληφθούμε. Η σκανδαλώδης βέβαια ευχέρεια χρήσης της κινηματογραφικής γλώσσας από τον Παναγιωτόπουλο απορροφά τους κραδασμούς την ώρα της μεταπήδησης, εγγυάται την ομοιογένεια και τον σταθερό υγιή ρυθμό και αποτρέπει (μερικώς) τον κίνδυνο της αποσπασματικότητας. Όπως και να έχει, τα όποια ανοιχτά ζητήματα προσανατολισμού και σκοποθεσίας δεν μπορούν να μας στερήσουν αυτή τη βόλτα γευσιγνωσίας και αναμόχλευσης.
Δείτε σχετικά: εδώ.