Σκηνοθεσία: Ζακ Κρέγκερ
Πρωταγωνιστούν: Τζούλια Γκάρνερ, Τζος Μπρόλιν, Όστιν Έιμπραμς, Μπένεντικτ Γουόνγκ
Διάρκεια: 128′
Ένα δροσερό βράδυ στο Μέινμπρουκ της Πενσιλβάνια, στις 02:17 ακριβώς, όλα τα παιδιά μιας τάξης του δημοτικού πλην ενός σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και χάθηκαν στο σκοτάδι του γειτονικού άλσους. Η δασκάλα του τμήματος, ο πατέρας ενός εκ των αγνοουμένων, ένας αστυνομικός και ο διευθυντής του σχολείου, μεταξύ άλλων, αναζητούν μια απάντηση στο αίνιγμα της ξαφνικής απουσίας των δεκαεπτά μαθητών. Παράλληλα, το μόνο παιδί που έμεινε πίσω μοιάζει να μη μπορεί να σταθεί αρωγός στις έρευνές τους.
Το Weapons εκκινεί και αναπτύσσεται σαν ένα σκοτεινό παραμύθι. Μια παιδική φωνή μας ενημερώνει συνοπτικά για τα γεγονότα που θεμελιώνουν τον μύθο του φιλμ, σαν μια φανταστική διήγηση από εκείνες που συνήθως οι ενήλικες εκφωνούν και τα παιδιά ακούν με προσήλωση. Αυτή είναι μόνο η αρχή μιας πλήρους αντιστροφής ρόλων, καθώς στην ταινία οι ενήλικες μοιάζουν συνεχώς ανήμποροι και βυθισμένοι στις δικές τους ηθικολογίες, μικρότητες, καιροσκοπίες και κερδοσκοπίες. Αντίθετα, οι μικροί είναι αυτοί που καλούνται να δώσουν τη λύση σε ένα πρόβλημα που έχει παραλύσει τους κατεξοχήν ιθύνοντες μιας εύρυθμης κοινωνίας.
Στο προ τριετίας Barbarian, που δε βρήκε τον δρόμο για τις ελληνικές αίθουσες αλλά συζητήθηκε όσο ελάχιστες ταινίες τρόμου των τελευταίων ετών, είχαν διαφανεί καθαρά τόσο οι αδυναμίες στη γραφή του Ζακ Κρέγκερ όσο και η σκηνοθετική του δεξιοτεχνία. Σε εκείνη την περίπτωση, η πρωτότυπη αρχική ιδέα και η εξαιρετική αντίληψη του δημιουργού για τον χρονισμό του τρόμου και τη σταδιακή επέλαση της αμφιβολίας υποσκελίστηκαν από ένα αμήχανο σενάριο που βασίστηκε υπέρ το δέον σε κακές επιλογές των χαρακτήρων και μια εικονογραφία που έχασε προδήλως το μέτρο και τον τόνο της ταινίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Κρέγκερ βρήκε ένα απροσδόκητο γιατρικό για τα τρωτά του σημεία, πειράζοντας αρκετά τη συνταγή. H εστίαση του Weapons μοιράζεται σε πολλούς χαρακτήρες, η πορεία των οποίων τέμνεται, δημιουργώντας την αίσθηση ότι κλωθογυρίζουν διαρκώς γύρω από το ίδιο σημείο, ενώ παράλληλα η πλοκή αναπτύσσεται με υπομονή και ακρίβεια.
Με αυτόν τον τρόπο, οι μονοδιάστατοι ενήλικες του έργου λειτουργούν περισσότερο σαν αρχέτυπα, με τα προσεκτικά διαλεγμένα επαγγέλματά τους να φανερώνουν σχεδόν ό, τι χρειάζεται να ξέρουμε για αυτούς. Ο διευθυντής που προσπαθεί να αποσείσει τις ευθύνες από πάνω του, ο τοξικοεξαρτημένος περαστικός που πασχίζει να βρει εύκολη λύση στα οικονομικά του αδιέξοδα, ο διεφθαρμένος αστυνομικός που ασφυκτιά από τις προσωπικές του επιλογές είναι κομμάτια ενός παζλ που φανερώνει σταδιακά τη μεγάλη εικόνα. Άνθρωποι, δηλαδή, που πασχίζουν να τη βγάζουν καθαρή, σκεπτόμενοι αποκλειστικά τους εαυτούς τους και έχουν κάνει τον κόσμο, ο καθένας από το μετερίζι του και στον βαθμό που του αναλογεί, ένα αβίωτο μέρος για παιδιά.
Η αλήθεια είναι πως, για ακόμα μια φορά, τα πάντα ξεκινούν και τελειώνουν στο βασικό εύρημα που ωθεί την ταινία. Η εξαφάνιση των παιδιών, ως επίκεντρο του τρομακτικού μυστηρίου, δεν οδηγεί την ιστορία σε κάποια ιδιαίτερα δημιουργική κατάληξη. Είναι, ωστόσο, διανθισμένη με στολίδια που κάνουν όλη την πορεία συναρπαστική. Η καρπεντερική ειρωνεία απέναντι στις καλά τακτοποιημένες ζωές της μικρής πόλης, όπου οι πάντες έχουν μετατραπεί σε δυσλειτουργικές μονάδες. Ο φαρισαϊσμός των κατοίκων που βλέπουν στο πρόσωπο της δασκάλας μια σκοτεινή φιγούρα που εμπλέκεται στην εξαφάνιση των παιδιών, αλλά διαρκώς νιώθουμε ότι η μετατροπή της σε αποδιοπομπαίο τράγο έχει να κάνει με τις προσωπικές της επιλογές και το γεγονός ότι είναι μια γυναίκα χωρίς οικογένεια και σύντροφο. Το αλλόκοτο που κερδίζει διαρκώς έδαφος, σαν σε διήγημα του Στίβεν Κινγκ, καλωσορίζοντας ένα κακό που ορθώνεται ανίκητο μπροστά στα έντρομα μάτια μικρών και μεγάλων που το αντικρίζουν.
Ωστόσο, ακόμα και αν η αφηρημένη αλληγορία της ταινίας γεννά εύλογες ενστάσεις περί του κατά πόσο ο Κρέγκερ απλώς ενέταξε διάφορα συμβολικά στολίδια στο φιλμ, αδιαφορώντας για το συμπαγές του αφηγηματικού του πυρήνα, τίποτα δεν διαταράσσει τον αγνό, αποτελεσματικό και σαρωτικό τρόμο που γεννά και κάνει το στέρνο να πάλλεται. Το Weapons είναι γεμάτο από εικόνες που χαράσσονται στον νου, με πρώτη και καλύτερη το τρέξιμο με τα άκαμπτα χέρια όσων βρίσκονται υπό τη φρικτή επήρεια του Κακού. Υπάρχει κάτι το συνταρακτικό στην όψη ανθρώπων που αποστερούνται πλήρως τη συνείδησή τους και κινούνται μανιασμένα σαν τηλεκατευθυνόμενα άψυχα όντα. Χάρη, λοιπόν, στην ικανότητα του δημιουργού που επαναφέρει στον κατάλληλο χρόνο τα μοτίβα του και δε φοβάται να συνδυάσει τον τρόμο με τις κωμικές εκλάμψεις, προκύπτει ένα horror movie που σπανίζει, ακριβώς επειδή δεν επιχειρεί να σκαρφαλώσει στο Έβερεστ των φιλοσοφικών και υπαρξιακών αναζητήσεων. Όσα εν τέλει επιχειρεί ο Κρέγκερ, τα φέρνει εις πέρας και με το παραπάνω, υπενθυμίζοντας τη χαμένη αρετή της λιτότητας στο σινεμά του τρόμου, αυτή που παράγει το κινηματογραφικό ανάλογο μιας τρομακτικής ιστορίας που ακούγεται γύρω από μια φωτιά ένα βράδυ σε κάποια παραλία.