Σε μία από τις πιο κομβικές σκηνές του φιλμ, ο κεντρικός ήρωας θέτει ένα ετυμολογικό ερώτημα στους φοιτητές της τάξης που διδάσκει: από πού κρατάνε οι γλωσσικές ρίζες του ρήματος «μεταφράζω»; Το τελικό πόρισμα ταξιδεύει πολύ μακρύτερα και κάπου πολύ πιο σκοτεινά από τις αρχικές απαντήσεις της ερμηνείας, της εξήγησης, της μεταφοράς νοήματος, χτίζοντας το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ταινίας και συμπληρώνοντας τον –όλο νόημα– τίτλο της. Κάθε αλλαγή, μετάβαση και μεταμόρφωση, ιδίως όταν συνεπάγεται την άγρια αναμέτρηση με το τραυματικό παρελθόν, περνά αναγκαστικά μέσα από «Αυτά που σκοτώνεις» στην πορεία.
Ο Αλί επιστρέφει στη γενέτειρά του, στην κεντρική Ανατολία, έπειτα από μια μακρά παραμονή στις ΗΠΑ, όπου σπούδασε και δίδαξε λογοτεχνία. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, είναι φανερό πως είναι σαν ψάρι έξω από το νερό, ψυχικά αποξενωμένος από τις καταγωγικές ρίζες μιας κοινωνίας που έχει μάθει να ζει κάτω από τη σκιά μιας δεσποτικής-πατριαρχικής επιβολής, η οποία εκδηλώνεται τόσο σε επαγγελματικό-κοινωνικό όσο και σε προσωπικό-οικογενειακό επίπεδο. Αφενός, τα τεράστια λάβαρα του Κεμάλ στο πανεπιστήμιο, παρέα με την αδιαφιλονίκητη παντοκαθεδρία των (απαρέγκλιτα ανδρικών) λογοτεχνικών τοτέμ, που δεν αφήνουν χώρο για την παραμικρή φρεσκάδα και παρέκκλιση. Αφετέρου, η θαρρείς ελέω θεού εξουσία ενός (πιο ερντογανικού) πατέρα, που διαφεντεύει σωματικά και πνευματικά τη σύζυγο και τις κόρες του.

Ολόγυρά του, ο Αλί βλέπει τα πάντα να έχουν τον δικό τους φαύλο και στρεβλό τρόπο λειτουργίας, που μασκαρεύεται σαν ενδημική κανονικότητα: από το ελαττωματικό φωτοτυπικό και τα μονίμως χαλασμένα υδραυλικά, μέχρι το εθιμικό δίκαιο της παρανομίας, δωροδοκίας και καταστρατήγησης κάθε τυπικού και άτυπου κανόνα. Την ίδια στιγμή, το –ο θεός να το κάνει– περιβόλι που έχει κληρονομήσει-φορτωθεί ερήμην του δρα σε διπλό συμβολικό ταμπλό. Από τη μια, καθρεφτίζει την ηθική ξεραΐλα ενός άνυδρου περίγυρου, αλλά και την ανάγκη του Αλί να σκάψει βαθιά μέσα σε ένα πηγάδι από ανείπωτα και απωθημένα μπας και βρει το φως στην άκρη του τούνελ. Από την άλλη, αποτυπώνει την απόλυτη ματαίωση αρσενικότητας που βιώνει ως βαρίδι ντροπής: τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα των εξετάσεων γονιμότητας, που αποκρύπτει συστηματικά από τη σύντροφό του, θα πυροδοτήσουν μια εσωτερική έκρηξη χωρίς επιστροφή.
Το μοτίβο της «μετάφρασης», της απόδοσης δηλαδή μιας συνθήκης σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, δεν διαπερνά απλώς την αλληγορική ραχοκοκαλιά της ταινίας, αλλά δείχνει συνάμα να ταιριάζει γάντι και με την αληθινή ζωή του σκηνοθέτη. Ο Ιρανός Αλιρέζα Χατάμι, που ζει και εργάζεται στον Καναδά, τοποθετεί μεν την ιστορία του στη σύγχρονη Τουρκία, δίνει όμως την αίσθηση πως το σκηνικό θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφερθεί αυτούσιο και αυτοστιγμεί στην πατρίδα του. Επιπλέον, κλείνει έμμεσα το μάτι και στη δική του καλλιτεχνική ταυτότητα – αρκεί να θυμηθούμε πως το ντεμπούτο του (Oblivion Verses, 2017) είχε γυριστεί στη Χιλή και στα ισπανικά, με άλλα λόγια σε έναν ξένο τόπο και σε μια ξένη γλώσσα.

Ο Χατάμι φροντίζει ευθύς αμέσως να υπονοήσει το καθεστώς ενός μόνιμου και ανομολόγητου εφιάλτη, στην πρώτη από τις δύο εμφανείς παραπομπές στο σύμπαν του Ντέιβιντ Λιντς. Ήδη από την εναρκτήρια σκηνή αφήγησης του τρομακτικού ονείρου, ίσα που διακρίνουμε το νιόπαντρο ζευγάρι, πίσω από το παραμορφωτικό τείχος ενός τζαμιού και μέσα από το πηχτό σκοτάδι της κουζίνας. Στο ίδιο πνεύμα, το περιβόλι του Αλί, περικυκλωμένο από απειλητικά βουνά στη μέση του πουθενά και μαστιγωμένο από έναν ρυπαρό ήλιο, μοιάζει να υπάρχει μονάχα στη φαντασία του. Διόλου τυχαία, εξάλλου, τον βλέπουμε συνεχώς να βρίσκεται εκεί από πριν, χωρίς να έρχεται από κάπου, ούτε να αποχωρεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ομοίως, όταν ο Αλί τρυπώνει στα μουλωχτά στο πατρικό σπίτι για να κατασκοπεύσει τον πατέρα του, κρύβεται σε μια αυτοσχέδια (και κάπως μαγικά αόρατη) κρυψώνα, από την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεμυτίσει χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Ωστόσο, είναι η δεύτερη –και πέρα για πέρα αναπάντεχη– λιντσιανή νύξη που χαρίζει στην ταινία τον υπαρξιακό της πυρήνα, μιας και το εύρημα του ουρανοκατέβατου δυισμού δεν σηματοδοτεί απλώς το πέρασμα σε μια εναλλακτική πραγματικότητα, αλλά συγχρόνως φέρνει στο φως τις αφανέρωτες ενοχές και παραλείψεις του βασικού χαρακτήρα. Το alter ego του Αλί, ένας άνθρωπος άξεστος, αγροίκος και επιθετικός, σε πλήρη δηλαδή αντίθεση με το ευαίσθητο και comme il faut προφίλ που είχαμε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα αναμοχλεύσει τις πιο επώδυνες διαπιστώσεις.
Θα εξομολογηθεί έστω και με πνιχτή φωνή όσα του πλακώνουν την καρδιά. Θα παραδεχτεί έμμεσα τις δικές του παρελθοντικές ατιμίες. Θα συνειδητοποιήσει τον εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως διδακτισμό που έδειξε απέναντι στις αδελφές του. Θα ανακαλύψει ότι ο τυραννικός πατέρας του –όπως μάλλον κάθε άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο– είχε αναλαμπές νοιαξίματος, που καταπνίχτηκαν από πολύ νωρίς. Θα αντιληφθεί ότι το απόστημα της διαγενεαλογικής βίας πρέπει επιτέλους να κοπεί από τη ρίζα. Θα σκοτώσει όλα εκείνα που οφείλει να σκοτώσει μέσα του προκειμένου να «επιστρέψει» αλλαγμένος. Και θα μάθει, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, πως όσο βαθιά κι αν θάψεις τις πληγές σου, εκείνες θα επιστρέψουν απέθαντες για να σου χτυπήσουν την πόρτα, κάποια ατελείωτη νύχτα.













