Ο Τζιμπρίλ Ντιοπ Μαμπετί γεννήθηκε τον Γενάρη του 1945, σε μία κωμόπολη λίγο έξω από την πρωτεύουσα της Σενεγάλης, το Ντακάρ. Αποφοιτώντας από την Σχολή Υποκριτικής του Ντακάρ, ξεκίνησε να εργάζεται ως ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο Daniel Sorano (που πήρε το όνομά του από τον μεγάλο Γάλλο ηθοποιό Ντανιέλ Σορανό, που γεννήθηκε στο Ντακάρ), ωσότου απεβλήθη για πειθαρχικούς λόγους. Ως είθισται, τα ασυμβίβαστα πνεύματα δεν καλουπώνονται εύκολα και μόλις απαγκιστρωθούν από τις συμβάσεις, μεγαλουργούν.
Σε ηλικία 24 ετών, και χωρίς την παραμικρή επίσημη εκπαίδευση ή μόρφωση επί της σκηνοθεσίας, ο Μαμπετί σκηνοθετεί την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, το Contras’ City και ένα χρόνο αργότερα καταξιώνεται, όχι σε εισπράξεις και εισιτήρια, αλλά στις σινεφίλ συνειδήσεις, με το μικρού μήκους διαμαντάκι Badou Boy. Το 1973, αποκτά παγκόσμια φήμη με το αντισυμβατικό, ολόφρεσκο, ελεγειακό και συμπαγές την ίδια στιγμή, Touki Bouki, το οποίο προβλήθηκε και βραβεύτηκε στα Φεστιβάλ των Καννών και της Μόσχας, της ίδιας χρονιάς.
Σαν άλλος Τέρενς Μάλικ, αμέσως μετά αυτή την επιτυχία, ο Μαμπετί χάνεται από σκηνοθετικού προσώπου Γης, για να εμφανιστεί 19 χρόνια αργότερα, με το σπαρακτικά απαισιόδοξο Hyènes. Αυτή έμελλε να είναι η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του Μαμπετί, ο οποίος δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη μικρού μήκους τριλογία που είχε στα σκαριά και η οποία (θα) έφερε τον τίτλο Tales of Little People. Ο Μαμπετί αποχαιρέτησε τα εγκόσμια τον Ιούλιο του 1998, την εποχή που βρισκόταν, δηλαδή, στο στάδιο του μοντάζ του δεύτερου φιλμ της τριλογίας, με τίτλο The Little Girl who Sold the Sun, το οποίο είχε πάρει τη σκυτάλη από το Le Franc (1992).
Το αληθινά συναρπαστικό στοιχείο του -τόσο λιτού, αλλά συνάμα τρομακτικά περιεκτικού- έργου του Μαμπετί έγκειται στο ότι υπερβαίνει τις καθιερωμένες διαχωριστικές γραμμές του αφρικάνικου σινεμά της εποχής του, τόσο όσον αφορά την ενδό-αφρικανική θεώρηση όσο και ως προς την Δυτική οπτική. Ο Μαμπετί υψώνει την πλοκή, τα δρώμενα, τις συγκρούσεις και τους χαρακτήρες των ταινιών του πέρα από τον πατροπαράδοτο αφρικανικό αλυτρωτισμό, εισάγοντας νέες θεματικές, αλλά κυρίως εμπλουτίζοντας τα παλαιότερα μοτίβα των αποικιοκρατικών πληγών και της μάχης μεταξύ αφρικανικής ταυτότητας και ξενόφερτης κουλτούρας.
Ταυτόχρονα, όμως, κινείται και σε μονοπάτια που απομακρύνονται από την ψυχαναγκαστική –και κατά βάθος συμπλεγματική- αναγκαιότητα της σαγήνης του Δυτικού θεατή, ο οποίος αποζητά σταθερά και με λύσσα καρτποσταλικές εικόνες Τρίτου Κόσμου, πάντα έτοιμος να εκπλαγεί με την ύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών από τον κυρίαρχο δικό του και πάντα πρόθυμος να απαλύνει τις υποδόριες τύψεις με πρόχειρα ψυχολογικά μπαλώματα. Οι ταινίες του Μαμπετί δεν διστάζουν να αναμείξουν στυλ, τονικότητες και συμβάσεις τόσο από τη βαθιά κι ανεξερεύνητη αφρικανική παράδοση όσο και από τα αναπόφευκτα πολιτισμικά δάνεια ευρωπαϊκής προέλευσης, με αποτέλεσμα ο Μαμπετί να μην θεωρείται αυθεντικός «Αφρικανός δημιουργός» μήτε από την αφρικανική επίσημη γραμμή μήτε από τη θεωρητική ευρωπαϊκή κριτική. Γεγονός που συνιστά μάλλον ύψιστο γαλόνι, παρά ψεγάδι στο βιογραφικό του…
Η φιλμογραφία του Μαμπετί χαρακτηρίζεται από μία παλλόμενη και διαπεραστική απαισιοδοξία, δίχως το ευχολόγιο μιας ακαθόριστης και σχεδόν μεταφυσικής μελλοντικής λύτρωσης. Παράλληλα, όμως, αυτός ο βαθύς και τραχύς πεσιμισμός δεν πάσχει από τη μεμψιμοιρία κάποιου κισμέτ, από τη συνήθη αδιόρατη απόδοση της δυστυχίας σε δυνάμεις ντετερμινισμού και προκαθορισμού. Ο Μαμπετί εξερευνά τη φύση του ανθρώπου μέσα από συνθήκες κοινωνικού και πολιτιστικού αταβισμού, μέσα από την αδιάκοπη διαπλοκή μεταξύ των επιλογών, σταθμίσεων και συμπεριφορών των ανθρώπων και των συνθηκών, των πλαισίων και των συστημάτων εντός των οποίων διαβιούν οι άνθρωποι. Ο Μαμπετί εξέφρασε όλα τα παραπάνω με ατόφια και βροντερή κινηματογραφική γλώσσα, επαληθεύοντας συστηματικά την ατάκα που ξεστόμιζε συχνά-πυκνά: το σινεμά είναι εκείνη η μαγεία που τίθεται στην υπηρεσία των ονείρων.