Σκηνοθεσία:Μάρτιν Σκορσέζε
Παίζουν:Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζέρι Λιούις, Σάντρα Μπέρναρντ
Διάρκεια:109′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Βασιλιάς για μια Νύχτα”
Υπάρχουν κωμωδίες και κωμωδίες. Κάποιες είναι απλώς σαχλές και άχαρες, κάποιες καθρεφτίζουν το επίπεδο του κοινού τους γυρεύοντας να το διασκεδάσουν, άλλες στοχεύουν στα ταπεινότερα των ενστίκτων κι άλλες στα ευγενέστερα (αν και, εδώ που τα λέμε, ευπρέπεια ή σεμνοτυφία στο χιούμορ δεν χωράει). Σε μερικές ιδιαίτερες κωμωδίες όμως –κι αυτές είναι που απαντώνται πιο σπάνια- το χαμόγελο παγώνει στα χείλη, το γέλιο μοιάζει περισσότερο με αμυντικό μηχανισμό μπροστά σε μια αόριστα ενοχλητική κατάσταση. Ο Σκορσέζε, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζουν αρκετοί, δεν μας συστήθηκε ετεροχρονισμένα σαν μάστορας –και- αυτής της κατηγορίας με το The Wolf of Wall Street. Είχε προηγηθεί αυτός εδώ ο κωμικοτραγικός «βασιλιάς» που κι αν έχει την κωμωδία στον τίτλο του, φλερτάρει περισσότερο με την απελπισία, τη θλίψη και τη μελαγχολία.
Σε ένα από τα υποτιμημένα αριστουργήματά του Μάρτυ, λοιπόν (σπάνια αναφέρεται το The King of Comedy, όταν μιλούν για τις κορυφαίες στιγμές της φιλμογραφίας του –γεγονός που αποδεικνύει πόσο λίγο το έχουν αντιληφθεί), ένας σαρωτικός Ντε Νίρο, στην καλύτερη του φάση, ενσαρκώνει τον επίδοξο stand up comedian και λιγάκι σαλεμένο Ρούπερτ Πάμπκιν. Ο Πάμπκιν δεν αμφιβάλλει. Είναι πεπεισμένος πως μπορεί να γίνει το νέο μεγάλο αστέρι της κωμωδίας.
Οι άλλοι δεν το ‘χουν καταλάβει. Αυτός όμως θα φτάσει στα άκρα για να τους ανοίξει τα στραβά τους. Ξεκινώντας από το ίνδαλμα του (ιδανική επιλογή ο Τζέρι Λιούις), τον αλαζόνα Τζέρι Λάνγκφορντ, που αντιστέκεται στην άνοδό του, όπως πάντα το παλιό στο νέο. Που αρνείται να παραδεχτεί το ταλέντο του γιατί απειλείται από αυτό. Είναι έτσι όμως ή όλα αυτά είναι απλά δικαιολογίες στο θολωμένο μυαλό του Πάμπκιν που δε θέλει να αποδεχτεί την –έτσι κι αλλιώς πάντα διαφεύγουσα- αλήθεια;
Αυτό θα μείνει στην κρίση του θεατή, γιατί το The King of Comedy ανήκει στη συνομοταξία των ταινιών εκείνων όπου η περιρρέουσα αμφισημία δεν προκύπτει απλώς και μόνο μέσα από αφηγηματικά τρικ ικανά να προετοιμάσουν τις πιο εντυπωσιακές (παρότι κούφιες τελικά) ανατροπές στην πλοκή, αλλά παίρνει τις διαστάσεις μιας ευρύτερης, σκηνοθετικής υποδήλωσης για τον κόσμο, την κοινωνία, τον άνθρωπο και τις ζωοδότρες ψευδαισθήσεις που τον σπρώχνουν να επιμένει και να προσπαθεί, ακόμα κι όταν όλα του αποδεικνύουν ότι βρίσκεται σε δεινή θέση, ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν χώρος σ’ όλη την επικράτεια του πραγματικού, για να εγκατασταθεί και να ζήσει όπως θα ήθελε. Έτσι, ο Πάμπκιν γίνεται το σκοτεινό είδωλο του καθενός, η απευκταία περίπτωση, ο εφιάλτης της καταβύθισης στην τρέλα που όλοι παλεύουν να αποσείσουν προκειμένου να πιστέψουν στον κοινωνικό ρόλο που έχουν διαλέξει ή τους έχει επιβληθεί, στην αναγκαιότητα του, στη σημασία του.
Αν ο Ντε Νίρο, με το εξόχως λεπτοδουλεμένο παίξιμό του (αποχαλινωμένος κοινωνιοπαθής και τραγικός ήρωας του νεώτερου μιντιακού αφηγήματος) προκαλεί τέτοια αμηχανία, τέτοια θλίψη, ακόμα και φόβο συχνά, με την ασυλλόγιστη αισιοδοξία του, τον τρόπο που ματαιοπονεί αλλά δεν το βάζει κάτω, την ανατριχιαστική προσήλωσή του σ’ ένα όνειρο που βλέπει μονάχα ο ίδιος, είναι γιατί στο πρόσωπό του αναγνωρίζουμε μυριάδες ημίτρελους της διπλανής πόρτας: κωμικοτραγικά «ψώνια» με τη λαχτάρα της αναγνώρισης, τηλεοπτικούς διάττοντες αστέρες που εμμένουν πεισματικά στο «αναμφισβήτητο» της αξίας τους, τόσους και τόσους κακομοίρηδες που χάνουν τα μυαλά τους από υπερβολική εμπιστοσύνη στις ικανότητες τους που η «ρουφιάνα» κοινωνία δεν αναγνωρίζει.
Κι όταν όλα δείχνουν ότι το The King of Comedy, θέλει να θρηνήσει για τα καταγέλαστα απορρίμματα του Αμερικανικού Ονείρου, τα φτωχά ανδρείκελα που κατάπιαν αμάσητο το παραμύθι της «επιτυχίας», της «διασημότητας», της «λάμψης», του εύκολου πλουτισμού (κάτι για το οποίο πληρώνουν πετώντας τις σάρκες τους στα θηρία της αγοράς, εκθέτοντας τη γύμνια του φιλόδοξου παραληρήματος τους, στα μάτια των αποστασιοποιημένων παρατηρητών με τα επιτιμητικά βλέμματα), μια απότομη αλλαγή στον τόνο, την ατμόσφαιρα και τις εξελίξεις, μας αναγκάζει να εγκαταλείψουμε κάθε εύκολη ερμηνεία του έργου.
Αυτή η δισυπόστατη, επαμφοτερίζουσα κατακλείδα του φιλμ, ταιριάζει τέλεια με την απροσδιοριστία του κοινωνικοπολιτικού συστήματος που κριτικάρει, αποδίδοντας στην εντέλεια την παρανοϊκή του δομή και λειτουργία, αυτήν που του επιτρέπει να διαφεύγει και να ανασυντάσσεται, όταν όλα προμηνύουν την κατάρρευσή του.
Να τι μας λέει ο Σκορσέζε: ο καπιταλισμός παράγει ψυχωτικούς, αλλά δεν τους συντρίβει μόνο, συχνά τους αναβαθμίζει σε λαϊκά είδωλα, τους μετατρέπει, όντως, σε «βασιλιάδες». Ιδού η μεγαλοφυΐα της στρατηγικής του, ιδού γιατί συχνά μοιάζει ανίκητος. Οι «τρελοί» του (όσοι δηλαδή καταφέρνουν να επιζήσουν), είναι αυτοί που θα τον υπερασπιστούν, όταν οποιαδήποτε άλλη μέθοδος αποδεικνύεται ατελέσφορη. Θα τον υπερασπιστούν προβάλλοντας το επιτυχημένο (;) παράδειγμά τους στους πολλούς που τον αρνούνται, στους απογοητευμένους, τους οργισμένους, τους δυνάμει καταστροφείς του. Έτσι ώστε, η μεγάλη μάζα των δυσαρεστημένων να βρει κίνητρα για να υπομείνει λίγο ακόμα την αδικία, ενδεχομένως και να την ενισχύσει εμπλεκόμενη με εντονότερη θέρμη στους μηχανισμούς συντήρησης και αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης.
Δεν μπορώ να φανταστώ πιο καλά κεκαλυμμένο δράμα για την ψύχωση να είσαι κάποιος, απ’ αυτό το υπέροχο έργο. Το ότι μπορεί και λειτουργεί ταυτόχρονα σαν, πικρή έστω, κωμωδία, πιστώνεται ασφαλώς στη σκηνοθετική ιδιοφυΐα του δημιουργού της. Ο Σκορσέζε, σε πρώτο επίπεδο, μιλάει για την επίμοχθη αναζήτηση της ταυτότητας και τον υπαρξιακό πανικό που τη συνοδεύει. Κάνει όμως και μια κατάμαυρη σάτιρα των, τηλεοπτικά διαμορφωμένων, κοινωνικών ηθών που παραμένουν ίδια μέχρι σήμερα και ακόμα αναπνέουμε τον μολυσμένο αέρα τους. Κι είναι τέτοια η λεπτότητα των χειρισμών του, που δυσκολεύεσαι να πεις αν το αστείο αφορά τον παρακμιακό βασιλιά ή τους περιχαρείς υπηκόους (αφού όλοι γονατίζουμε μπροστά στην Εικόνα) της ιδιότυπης Αυλής που είναι ο παγκόσμιος πολιτισμός του φαίνεσθαι.