Δημιουργός: Γκρεγκ Ντάνιελς
Παίζουν: Στιβ Καρέλ, Τζένα Φίσερ, Τζον Κραζίνσκι, Ρέιν Γουίλσον
Το «The Office (U.S.)» ξεκίνησε ως μία περιορισμένης εμβέλειας μεταφορά της ομότιτλης βρετανικής μίνι σειράς και με την πρώτη σεζόν του δημιούργησε την πεποίθηση ότι η πορεία που πρόκειται να διαγράψει θα κινηθεί στα όρια της αναμενόμενης μετριότητας που μαρτυρούν οι προδιαγραφές του ως υπερατλαντικού ριμέικ. Ένα mockumentary για έναν βαρετό εργασιακό χώρο μίας καθόλου σπουδαίας εταιρίας διανομής χαρτιού στο επαρχιώτικο Σκράντον της Πενσιλβάνια. Ένα sitcom γυρισμένο ως single camera setup που δε θα αφορά τις περιπέτειες κάποιας παρέας νεοϋορκέζων τριαντάρηδων αλλά τον βίο και την πολιτεία μίας ετερόκλητης ομάδας ανθρώπων που δεν διαθέτει κάτι το φανταχτερό. Σαν αυτή που θα συναντούσε κανείς αν έμπαινε σε ένα γραφείο μίας μέσης εταιρίας.
Πώς λοιπόν κατέληξε να αγαπιέται παράφορα μία τέτοια σειρά; Πώς οι λέξεις «Dunder Mifflin, this is Pam» κατάφεραν να ηχούν σαν πρόσκληση σε ένα ακόμα εικοσάλεπτο πάρτι, δεκτικό άπειρων επανεπισκέψεων, ανάμεσα στις πολυπληθείς τάξεις των οπαδών της; Οπωσδήποτε οφείλει πολλά σε έναν από τους πιο αστείρευτους βασικούς πρωταγωνιστές που έχει γνωρίσει η τηλεόραση. Ο Μάικλ Σκοτ του Στιβ Καρέλ ξεκίνησε ως απομίμηση του Ντέιβιντ Μπρεντ που κρατούσε τα ηνία στο βρετανικό original. Ένας αρκετά επιθετικός και κυνικός περιφερειακός διευθυντής ο οποίος εμφανίζει μία σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ που στρέφεται συχνά εναντίον των υπαλλήλων του.
Ελάχιστα επεισόδια μετά, όμως, άρχισε να μεταμορφώνεται με γρήγορους ρυθμούς σε αυτό που έμελλε να λατρευτεί από τους τηλεθεατές σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης: ένα άτακτο παιδί στο σώμα ενός σαραντάρη ενήλικα που λυγίζει υπό το βάρος κάθε πιθανής ευθύνης και σκορπάει αθέλητα των πανικό στο πέρασμά του. Ένας χαρακτήρας που ταιριάζει γάντι στο παρουσιαστικό του σπουδαίου κωμικού που τον ενσαρκώνει, ο οποίος εμπιστεύεται την αυτοσχεδιαστική του έφεση και κατορθώνει να διατηρήσει ένα αφελές σπινθηροβόλο ύφος.
Ο Μάικλ Σκοτ αδυνατεί να συγκρατήσει το γέλιο του σε στιγμές όπου ακούγεται εντελώς ανάρμοστο. Αποτυγχάνει να αντιληφθεί το προσβλητικό της συμπεριφοράς του ακόμα και όταν του επισημαίνεται ευθέως. Έχει ανάγκη να τον αγαπούν όλοι οι θαμώνες του γραφείου, να τον επευφημούν, να τον εμπιστεύονται σαν τον καλύτερο φίλο τους και να μεριμνούν γι’ αυτόν λες και είναι το κέντρο του κόσμου τους. Με τα δικά του λόγια, «Do I need to be liked? Absolutely not. I like to be liked. I enjoy being liked. I have to be liked, but it’s not like this compulsive need to be liked, like my need to be praised».
Δε μπορεί να προσαρμοστεί σχεδόν σε καμία ενήλικη συνθήκη και αυτή η έμφυτη αποστροφή του προς τους τύπους τον εκθέτει καθημερινά, ιδίως όταν αναγκάζεται ή αφελώς προθυμοποιείται να μπει σε ενήλικα καλούπια («And I knew exactly what to do. But in a much more real sense, I had no idea what to do»). Απορρίπτει αυτόματα κάθε όριο της πολιτικής ορθότητας δίχως να το αντιλαμβάνεται, ενώ οι προσπάθειές του να επανέλθει σε μία πρέπουσα στάση στέφονται με έξαλλη αποτυχία. Γίνεται συχνά το αντικείμενο χλεύης, κατορθώνοντας να εθελοτυφλεί με αξιοζήλευτη προσήλωση δεχόμενος έντονες επικρίσεις. Λεονταρίζει όπου τον παίρνει, ασκεί μία άκακη πλην παράλογη εξουσία στους υπαλλήλους του για να επιβεβαιώνει τη θέση ισχύος του και πλήττει αφάνταστα με τα πάσης φύσεως κύρια καθήκοντα συνεπάγεται η θέση του περιφερειακού διευθυντή, όπως ο μόχθος για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.
Αντίθετα, πρωταρχικό του μέλημα είναι η ευδαιμονία του ίδιου και των υπαλλήλων του. Αυτοανακηρυσσόμενος ως «world’s best boss» πασχίζει να διαμορφώσει ένα ασφαλές και οικείο περιβάλλον για όλους, συχνά πετυχαίνοντας ακριβώς το αντίθετο. Παραμένει όμως πάντα ένας απροσάρμοστος και καλοπροαίρετος αρχηγός μίας ομάδας ανθρώπων, πιστός μέχρις εσχάτων υπερασπιστής των συμφερόντων τους, ακόμα και αν αδυνατεί να τα προσδιορίσει με σαφήνεια. Ένας αφελής ηγέτης που διακωμωδείται ασύστολα αλλά διατηρεί μία θαυμάσια πίστη ότι όλα τα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν με μία συνάντηση στο θαυματουργό conference room του γραφείου όπου επιχειρεί να επιμορφώσει τους υπαλλήλους του για διάφορα καίρια ζητήματα συμπεριφοράς, παράγοντας σπαρταριστά αποτελέσματα.
Γύρω από τον Μάικλ Σκοτ απλώνεται ένα από τα λαμπρότερα ensemble casts που γνώρισε η τηλεόραση και απαρτίζεται από τους υπαλλήλους του, χωρισμένους στους τομείς καθηκόντων του καθενός (γραμματέας, πωλητές, λογιστήριο, ασκούμενος) και τον υπεύθυνο ανθρώπινου δυναμικού, τον Τόμπι. Ο τελευταίος συγκεντρώνει την εμπάθεια και το μένος του αφεντικού, αφού δεν εμπίπτει στην «εξουσία» του και του στερεί την ψευδαίσθηση της παντοκυριαρχίας στον εργασιακό χώρο. Παράλληλα, συχνά εμφανίζονται τα ηγετικά στελέχη της μητρικής εταιρίας που εδρεύει στη Νέα Υόρκη και οι επαφή τους με τον Μάικλ χαρίζουν άπλετο γέλιο χάριν της αγωνίας του να φανεί σοβαρός. Τέλος, αρκετές φορές ο αρχηγός της ομάδας επισκέπτεται την αποθήκη της εταιρίας και δρα λες και είναι σκανταλιάρικο παιδί σε σχολική εκδρομή.
Η καρδιά όμως της σειράς πάλλεται εντός του γραφείου. Εκεί συμβαίνει αυτό που κάνει το «The Office» ξεχωριστό, εκεί γνωρίζει ο θεατής τους χαρακτήρες και δένεται μαζί τους. Η καταπληκτική γραμματέας Παμ που συγκροτεί ένα κεντρικό δίδυμο με τον πωλητή Τζιμ, με την κατάφωρη αμοιβαία έλξη τους να συναντά αρκετά εμπόδια στους πρώτους κύκλους της σειράς. Ο γραφικός Ντουάιτ, μανιακός ακόλουθος του αφεντικού που κατακλύζεται από παράξενες αντικοινωνικές ιδέες και μία ανυπέρβλητη αίσθηση καθήκοντος. Ο Ράιαν, που ξεκινά από ασκούμενος και περνά από διάφορες θέσεις μες στην εταιρία αποσπώντας αδιάκοπα τον θαυμασμό του Μάικλ. Παρότι χωρίς τον αρχηγό η σειρά θα έμοιαζε με απλώς διασκεδαστικό συνονθύλευμα ιστοριών (όπως ήταν δηλαδή στις δύο σεζόν μετά την αποχώρησή του), η συνδρομή πάντων στην ιδιαιτερότητα του συνόλου υπήρξε ανεκτίμητη.
Πέραν αυτών, υπάρχει ένα θαυμάσιο σύνολο χαρακτήρων που είναι μεν μονοδιάστατοι, συμπληρώνουν ωστόσο καταπληκτικά την εικόνα της ζωής στο γραφείο του παραρτήματος της Ντάντερ Μίφλιν στο Σκράντον. Αρκετοί δε από αυτούς υπήρξαν και επιφανή μέλη της συγγραφικής ομάδας της σειράς, όπως η Μίντι Κάλινγκ (Κέλι), ο Μπ. Τζ. Νόβακ (Ράιαν) και ο Πολ Λίμπερστάιν (Τόμπι), ενώνοντας τις δυνάμεις τους με σεσημασμένους κωμικούς συγγραφείς όπως ο Ρίκι Ζερβέις και ο Στίβεν Μέρτσαντ, οι οποίοι βρίσκονται πίσω από το πρωτότυπο αγγλικό υλικό, ο Μάικλ Σουρ και φυσικά ο βασικός showrunner Γκρεγκ Ντάνιελς.
Το «Office» ως sitcom διαθέτει τα δικά του μοτίβα που διατρέχουν όλη τη σειρά, με κυριότερο την ανάπτυξη της σχέσης Παμ και Τζιμ, τις φάρσες που σκαρώνουν οι δύο τους στον Ντουάιτ ή και άλλα που εντοπίζονται σε περιφερειακούς χαρακτήρες της σειράς. Διαθέτει guest stars που κάνουν πολύ αστεία δουλειά, αν και όχι όσους συνήθως βρίσκει κανείς στις αμερικανικές κωμικές σειρές αυτοτελών επεισοδίων. Τελικά όμως δε βασίζεται σε τίποτα από αυτά, διότι αφηγηματικός πυρήνας και μήτρα των σπαρταριστών καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα είναι η διακωμώδηση –άλλοτε κατά τις επιταγές τις cringe κωμωδίας και άλλοτε με πολλή αγάπη– της εργασιακής καθημερινότητας του μέσου ανθρώπου.
Μάλιστα, η σειρά δείχνει να ατονεί όταν ποντάρει πολλά σε στοιχεία όπως αυτά, όπως έδειξε η άστοχη αναβάθμιση του ρόλου του Τζιμ. Ακολούθησε βέβαια την επιταγή του εκτιναγμένου starmeter του Τζον Κραζίνσκι, ο οποίος στην καριέρα του που ακολούθησε απέδρασε πάντως επιτυχώς από τα δεσμά του τόσο επιτυχημένου χαρακτήρα του.
Οι ζωές των χαρακτήρων του «Office» δεν είναι σπουδαίες και τρανές, οι περιπλανήσεις τους τούς οδηγούν κυρίως από το σπίτι στη δουλειά και πίσω, τα παράπονά τους δε φαντάζουν εξωπραγματικά για τον μέσο άνθρωπο. Η ρουτίνα τους γίνεται αντιληπτή από τον θεατή και μοιάζει με τη δική του. Παράλληλα, η συγγραφική ομάδα καταφέρνει να εντάξει στο κωμικό ύφος της σειράς και εντελώς αληθινά άγχη και αγωνίες της εποχής.
Η φήμη των απολύσεων, η συναισθηματική αντίφαση της ταυτόχρονης ανάγκης ένταξης σε ένα λειτουργικό πλαίσιο συνεργασίας και διατήρησης ενός αυστηρά προσωπικού χώρου, οι στόχοι που πρέπει να εξασφαλιστούν για να ληφθεί το αντίστοιχο οικονομικό αντάλλαγμα, και πολλά άλλα θέματα τα οποία αντιμετωπίζει ένας σημερινός εργαζόμενος. Ταυτόχρονα με όλα τα παραπάνω, το απολαυστικό sitcom αντλεί υλικό και από διάφορα κοινωνικά στερεότυπα, σατιρίζοντας εύστοχα τις αντιφάσεις της σύγχρονης εποχής σε μία σειρά θεμάτων (όπως η πρόσληψη της σεξουαλικής ελευθερίας από ένα σύνολο ανθρώπων ή οι φυλετικές προκαταλήψεις που ενυπάρχουν ανάμεσά τους).
Η σειρά αποπνέει την αίσθηση ότι κανείς εκεί μέσα δεν δουλεύει πραγματικά ∙ ο καθένας από εμάς, όμως, ενθυμούμενος τις ημέρες της εργασίας του στο γραφείο, δε θα σταθεί περισσότερο στις απίθανες φάσεις που έχουν προκύψει από τις ανθρώπινες προστριβές, τις κακοτοπιές που αντιμετωπίστηκαν τότε με τρόμο και έκτοτε η ανάμνησή τους φέρνει άκρατο γέλιο, τις σαρκαστικές αστοχίες στη θεώρηση των καταστάσεων, ή εκείνη τη μία φορά που παραμέλησε τα καθήκοντά του γιατί ο διπλανός του είχε την ανάγκη του; Το «Office» είναι ο θρίαμβος όλων εκείνων των στιγμών που η ανίκητη ρουτίνα μοιάζει να διανθίζεται στιγμιαία με χαβαλέ, των καθημερινών ασήμαντων νικών του χιούμορ που τελικά δίχως να το καταλάβει κανείς τροφοδοτούν τη ζωή του στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της.
Είναι αλήθεια αυτό που συχνά αναφέρει ο Μάικλ: οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύεις σε μόνιμη καθημερινή βάση είναι με έναν τρόπο μία άλλη οικογένεια. Δεν μπορείς να τους διαλέξεις με βάση το κατά πόσο ταιριάζετε, είσαι αναγκασμένος να συνυπάρχεις μαζί τους, εξαρτάσαι σε έναν βαθμό από αυτούς δίχως να το έχεις επιλέξει. Και η οικογένεια του «Office», με pater familias τον Μάικλ Σκοτ, προσέφερε και εξακολουθεί να προσφέρει (αλήθεια, είναι εντυπωσιακό το πόσο δεν έχει παλιώσει η σειρά στο μεγαλύτερο μέρος της) ένα ασφαλές μέρος για εκατομμύρια τηλεθεατών που οι ζωές τους δε μοιάζουν με αυτές των πρωταγωνιστών που συναντούν στα υπόλοιπα αμερικανικά sitcoms. Καλύτερα όλων το έθεσε η Παμ αποχαιρετώντας το κοινό: «There’s a lot of beauty in ordinary things. Isn’t that kind of the point?». That’s what she said.