Better Call Saul

Δημιουργοί: Vince Gilligan, Peter Gould

Πρωταγωνιστούν: Bob Odenkirk, Jonathan Banks, Michael McKean, Rhea Seehorn, Michael Mando

Δίκτυο: AMC

“Only two things I know about Albuquerque – Bugs Bunny should’ve taken a left turn there.
And give me a hundred tries, I’ll never be able to spell it.”

Με τον όρο «spin – off» στην τηλεόραση εννοούμε μια σειρά που βασίζεται στην ιστορία ή τους χαρακτήρες μιας άλλης, προϋπάρχουσας σειράς. Αυτό, όταν θέλουμε να κρατήσουμε τους τύπους. Γιατί αν είμαστε ειλικρινείς, με τον όρο αυτό συνήθως εννοούμε αυτό που στην Ελλάδα λέμε «αρπαχτή». Μια επιτυχημένη σειρά τελειώνει και οι δημιουργοί βρίσκουν τρόπο να εκμεταλλευτούν λίγο ακόμα τη χήνα με τα χρυσά αυγά φτιάχνοντας άλλη μια σειρά που ασχολείται με κάποιον (ή κάποιους) από τους χαρακτήρες της αυθεντικής. Για ευνόητους λόγους, σπάνια το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Όποιος θυμάται το Joey, καταλαβαίνει.

b94cd358-e1fe-2637-fd86-43e0f2f5cc82_BCS_101_UC_0604_0749_AW.0

Το Better Call Saul είναι spin – off μιας από τις καλύτερες σειρές στην ιστορία της τηλεόρασης, του Breaking Bad. Ως εκ τούτου, ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα ήταν από μέτριο ως αδιάφορο. Κακό δεν θα μπορούσε να είναι, λόγω χαρακτήρων και συντελεστών. Αλλά ναι, έμοιαζε στα μάτια μου μια προσπάθεια να ξεζουμίσουμε λίγο ακόμα το Breaking Bad. Οκτώ επεισόδια αργότερα, στέκομαι (δε με βλέπετε, αλλά στέκομαι) ενώπιον σας μετανιωμένος.

mike

Δεν ξέρω ακόμα αν πρόκειται για αριστούργημα, αλλά είναι σίγουρα αξιόλογο, προσεγμένο και επ’ ουδενί αρπαχτή. Οι δύο δημιουργοί, Vince Gilligan και Peter Gould, υπεύθυνοι και για το έπος του Walter White, προσεγγίζουν σε μεγάλο βαθμό το ύφος και το ρυθμό του Breaking Bad, προσαρμόζοντας ωστόσο τον τόνο σε κάτι πιο διασκεδαστικό, πιο ανάλαφρο. Και κάνουν την έξυπνη επιλογή: αφήνουν το τρομακτικό ταλέντο του Bob Odenkirk να τους πάρει στις πλάτες του.

better-call-saul-episode-102-post-tuco-cruz-jimmy-odenkirk-980

Ο Odenkirk, ο τύπος που ενσάρκωσε τον Saul Goodman στο Breaking Bad κατορθώνοντας να κυριαρχήσει/κλέψει/σαρώσει κάθε σκηνή στην οποία έμπαινε με τις μπάντες, φτύνοντας τετρακόσιες λέξεις το λεπτό, είναι πια σεσημασμένος: δεν μας ξαφνιάζει το ερμηνευτικό του εύρος, ούτε και η ανεξήγητη αγάπη που τρέφει για αυτόν ο φακός. Απαλλαγμένος από την πίεση που προκαλεί η ανάγκη να λάμψεις έχοντας περιορισμένο χρόνο και σκηνές σε κάθε επεισόδιο, όπως συνέβαινε στο πλευρό του Bryan Cranston, απολαμβάνει κάθε στιγμή της νέας εμπειρίας. Η κάμερα δεν ξεκολλάει από το μονίμως κουρασμένο, αγχωμένο και προβληματισμένο του πρόσωπο και εκείνος σολάρει ανεμπόδιστος, παραδίδοντας μια ξεχωριστή ερμηνεία. Δίπλα του, ένας από τους σκληρότερους σκληρούς της σύγχρονης τηλεόρασης: ο Jonathan Banks αναβιώνει τον Mike Ehrmantraut και αποδεικνύει το πόσο διαβολεμένα καλός ηθοποιός είναι, ιδιαίτερα στο έκτο, βασισμένο πάνω του επεισόδιο, όπου είναι συγκλονιστικός (και αυτό είναι understatement).

better-call-saul-episode-106-post-mike-banks-980

Αυτό όμως που δίνει το κάτι παραπάνω, είναι ότι η σειρά αποφεύγει την πεπατημένη της «πηγής» της. Θα μπορούσαμε να βλέπουμε τις περιπέτειες του Saul Goodman και να μας διασκεδάζουν οι μονόλογοι του Odenkirk. Όχι, κύριοι. Η πλοκή τοποθετείται 7 χρόνια νωρίτερα. Ο Saul δεν είναι (ακόμα) Saul, ο Mike κόβει εισιτήρια στο πάρκινγκ των δικαστηρίων και, κάπου στην Αλμπουκέρκη, ο Walter White πιθανότατα διδάσκει τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων στους μαθητές του. Μία κομπίνα τη φορά, βλέπουμε έναν κάποιον James McGill να «μεταμορφώνεται» στον Saul Goodman. Ιδρωμένος, κουρασμένος, πασχίζοντας να βρει έναν τρόπο να εκμεταλλευτεί το «ταλέντο» του. Και στην πρώτη παρατυπία που αποδίδει (μετά από ουκ ολίγες περίεργες περιπτώσεις…), στέκεται πάνω από μερικές δεσμίδες δολάρια και μονολογεί: «πάνω σε αυτήν την πέτρα θα χτίσω την εκκλησία μου». Η διαδρομή προβλέπεται άκρως ενδιαφέρουσα. Κι εγώ θα την ακολουθήσω.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑