Πρώτη ταινία του θεματικού κύκλου “Η αδιάκριτη γοητεία της ηδονοβλεψίας” των προβολών του cinedogs.gr στο “Οξυγόνο”
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο ηδονοβλεψίας»
Σκηνοθεσία: Μάικλ Πάουελ
Παίζουν: Κάρλχαϊντς Μπεμ, Άνα Μάσεϊ, Μαξίν Όντλεϊ, Μόιρα Σίρερ
Έτος: 1960
Διάρκεια: 101΄
Ξέρεις ποιο είναι το πιο τρομακτικό πράγμα στον κόσμο; Ο φόβος
Ένα μικρό μάθημα ζωής από τον ηδονοβλεψία…
Το 1960 ήταν η χρονιά του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Η ταινία «Ψυχώ» έσπασε τα ταμεία και πλέον μνημονεύεται απ’ όλους ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες του μεγάλου σκηνοθέτη, ενώ η σκηνή του ντους αποτελεί σημείο αναφοράς στη μυθολογία της ηδονοβλεψίας. Την ίδια χρονιά η ταινία «Ο ηδονοβλεψίας» του Μάικλ Πάουελ σπρώχτηκε κάτω από το χαλί, θάφτηκε και προσπάθησε να ξεχαστεί. Ίσως παραήταν νοσηρή για τα δεδομένα της εποχής. Ίσως παραήταν ενοχλητική. Θα έπρεπε να περάσουν χρόνια για να πάρει τη θέση που της αξίζει, στο πάνθεον των εγκεφαλικών και τολμηρών ταινιών, ένα σκηνοθετικό κομψοτέχνημα που στην καλύτερη περίπτωση σε κάνει να νιώσεις άβολα.
Ο Μαρκ Λιούις είναι ο ντροπαλός ματάκιας που έχοντας τον φακό ως προέκταση του ματιού του προσπαθεί να απαθανατίσει τον απόλυτο τρόμο στα μάτια των θυμάτων του. Ανίκανος να συνδεθεί ουσιαστικά με οποιονδήποτε άνθρωπο παρά μόνο μέσω των εικόνων, μένει δέσμιος του πάθους του και αναζητά την εξιλέωση μέσω της τελειότητας που δεν θα έρθει ποτέ. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο παιχνίδι ηδονοβλεψίας, αφού τι είναι τελικά ο η φωτογραφία και ο κινηματογράφος αν όχι μια συγκαλυμμένη ικανοποίηση των ηδονοβλεπτικών μας φαντασιώσεων; Ωσάν άλλοι ματάκηδες, εμείς οι θεατές, απολαμβάνουμε την άνοδο και την πτώση των χαρακτήρων, τρυπώνουμε στις πιο μύχιες σκέψεις τους και στις πιο προσωπικές στιγμές και δεν ικανοποιούμαστε παρά μονάχα όταν αυτοί ξεγυμνώνονται μπροστά μας, ψυχή και σώμα. Και ξέρετε κάτι ακόμα; Λατρεύουμε την κινηματογραφική προσομοίωση του θανάτου, λατρεύουμε να απωθούμαστε από τη θανάτωση των θυμάτων, λατρεύουμε να προσμένουμε με απέχθεια το επόμενο έγκλημα.
Ο Μάικλ Πάουελ έχει πλήρη συναίσθηση του κινηματογράφου ως κλειδαρότρυπα και σε αυτό το παιχνίδι θέτει τον πρωταγωνιστή του ως ηδονοβλεψία μέσα σ’ ένα όχημα ηδονοβλεψίας. Σε μια ανατριχιαστική στη σύλληψη σκηνή ένα από τα ανυποψίαστα θύματα κοιτάζει τον Λιούις μέσα από το μάτι της κάμερας, ενώ ο τελευταίος κινηματογραφεί την κοπέλα καθώς αυτή τον παρατηρεί. Ο Μαρκ Λιούις κινηματογραφεί τα θύματά του, καθώς αυτά αντλούν ναρκισσιστική ευχαρίστηση από το φιλάρεσκο μάτι της κάμερας. Αυτός ο ναρκισσισμός, όμως, είναι και η τιμωρία τους, αφού σύντομα η απόλαυση μετατρέπεται στον απόλυτο τρόμο της βεβαιότητας του θανάτου. Παρόλα αυτά υπάρχει ένα πρόβλημα: ο ηδονοβλεψίας ποτέ δεν μπορεί να μείνει απόλυτα ικανοποιημένος, αφού η μεγαλύτερη φαντασίωσή του και η απόλυτη ουτοπία, δεν είναι άλλη από το να δει τον εαυτό του με τον ίδιο τρόπο που τον βλέπουν οι άλλοι, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί αυτός να παρατηρεί τους άλλους.
Για να το θέσουμε απλά: είμαστε εγκλωβισμένοι στα μάτια μας… Κι όσο ο Λιούις δεν μπορεί να αποδεχτεί αυτήν την αλήθεια, η λύτρωση μπορεί να έρθει μονάχα μέσα από την αυτοκαταστροφή.