Σκηνοθεσία: Πάολο Σορρεντίνο
Πάιζουν: Μάικλ Κέιν, Χάρβει Καϊτέλ, Ρέιτσελ Βάις, Πολ Ντέινο, Τζέιν Φόντα, Παλόμα Φέιθ, Μαρκ Κόζελεκ
Διάρκεια: 118′
Τέλη του 2013. Ο Πάολο Σορεντίνο, δίχως ποτέ να προειδοποιήσει επαρκώς τον κινηματογραφικό κόσμο, μοιράζεται μαζί του την Τέλεια Ομορφιά. Κοινό και κριτικοί στέκουν εμβρόντητοι και οι απολύτως δικαιολογημένοι διθύραμβοι δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να χωρέσουν το μέγεθος του θαύματος που επέτυχε ο Ιταλός. Ο Σορεντίνο είχε καταφέρει το ακατόρθωτο∙ να αναβιώσει μια κινηματογραφική φιλοσοφία, να επικοινωνήσει ευθέως με τον Φελίνι και να περπατήσει δίπλα του στις λεωφόρους της παρακμάζουσας Αιώνιας Πόλης. Για να απαλλαγεί από τα φαντάσματα του ίδιου του μεγαλείου του, απαιτούνταν πολύ μεγάλο καλλιτεχνικό βάθος, που με την εν λόγω ταινία του δείχνει ότι το διαθέτει.
Αρχικά, μας συστήνει τον Φρεντ Μπάλιντζερ, έναν επιτυχημένο συνθέτη και μαέστρο που έχει προ πολλού αποσυρθεί, τόσο από τη μουσική όσο και από την ίδια τη ζωή. Ξοδεύει τον καιρό του σ’ ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο στις Άλπεις, έχοντας για συντροφιά τον συνομήλικο και επί σειρά ετών φίλο του διάσημο σκηνοθέτη Μικ Μπόιλ. Και ενώ ο πρώτος επιθυμεί πάση θυσία να διατηρήσει την απόστασή από την Τέχνη του παρά τις επίμονες προτάσεις, ο δεύτερος βιώνει μια δημιουργική έξαρση και δηλώνει πως ετοιμάζεται για το magnum opus του, παρά τα χρόνια που μόνο προς το αντίθετο συνηγορούν.
Μέσα από την αλληλεπίδραση του αντιθετικού ζεύγους, που πότε αγγίζουν τα κωμικά όρια του θεϊκού διδύμου των Muppets και πότε προκαλούν με σαγηνευτική φυσικότητα τη συγκίνηση του θεατή, φανερώνεται περίτεχνα η σύγκρουση δύο αντιλήψεων σχετικά με την αδυσώπητη γραμμικότητα του χρόνου. Παρατηρώντας τους υπόλοιπους ιδιαίτερους θαμώνες του ξενοδοχείου, οι δύο συνεπιβάτες στο ταξίδι του χρόνου αναπολούν τα περασμένα, υμνούν τις χαμένες τους ευκαιρίες και στοχάζονται πάνω στη δημιουργία, τη μοναξιά, την ομορφιά και την παρακμή.
Ο Σορεντίνο δεν παραθέτει μια δοκιμιακού χαρακτήρα ανάλυση περί νιότης και γήρατος, αλλά περισσότερο μια τρυφερή ωδή στον υπεράχρονο και υπεράνθρωπο φόβο του θανάτου. Ο φόβος μπροστά στο υπερβατικά αναπόφευκτο, πανανθρώπινος και προαιώνιος, στα μάτια του Σορεντίνο είναι φόβος για την ίδια την ύπαρξη και την ανεπάρκειά της. Ο άνθρωπος, oν πεπερασμένο, τρομοκρατείται μπροστά στην ίδια του την ατέλεια, καθώς φέρει ένα καίριο εγγενές ελάττωμα, τελεί δηλαδή σε πλήρη αδυναμία συμφιλίωσης με το φυσικό του τέλος.
Ο τρόμος αυτός, που προκαλείται από τη βέβαιη γνώση του τέλους του και τη μεταφυσική ελπίδα αποφυγής αυτού, είναι ικανός να τον παραλύσει και είναι αυτός που του υπαγορεύει κάθε του πράξη, είτε αυτή τείνει προς την αποδοχή της έσχατης μοίρας είτε προς την στιγμιαία επικράτηση επί του αναπόδραστου. Διαθέτοντας πενιχρά μέσα στον αγώνα έναντι της Φύσης, όπως ο Έρωτας ή η Τέχνη, ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ηττάται εις το διηνεκές. Συμπληρωματικά με το πεπερασμένο της ύπαρξης, η αίσθηση ότι κανείς δεν υπάρχει να επιδοκιμάσει ή να τιμωρήσει τις επιλογές του ανθρώπου είναι αυτή που μετατρέπει το Θεό στα μάτια του σε αποθέωση της μοναξιάς, γυμνό από εχέγγυα ορθότητας, καθήκοντα διαρκούς γνώσης και ύψιστου απονεμητή της δικαιοσύνης. Η σκέψη αυτή, μολονότι δίνει την αίσθηση της αλαζονείας, στην ουσία είναι η συνειδητοποίηση του ανθρώπου ότι δεν είναι σπουδαίος ή έστω σημαντικός, παρά αποτελεί, όπως και όσοι αγάπησε, γοήτευσε και απογοήτευσε, έναν ακόμα κομπάρσο στο σισσύφειο έργο της ύπαρξης.
Σε μια τέτοια αδιέξοδη πραγματικότητα, ο Θεός μπορεί να εμφανιστεί μόνο με μία αμφίεση. Αυτήν της Τέλειας Ομορφιάς, έμβιας ή μη, που τίποτα δεν ορά αλλά τα πάντα πληροί και στέκει πάντα σαν αχνό φως στο σκοτάδι της υπαρξιακής κενότητας. Με τον τρόπο αυτό την αποτυπώνει ο Σορρεντίνο και την παρουσιάζει σαν όπιο που καταναλώνεται με μανία από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, στην προσπάθειά του να λησμονήσει τη θνητότητα και τη συνεπαγόμενη έλλειψη νοήματος στο βίο και την πολιτεία του.
Ο Φρεντ Μπάλιντζερ, προσπαθώντας να επιβιώσει από έναν επιβεβλημένο από τη δύση του βίου απολογισμό που ούτε αρχικά επιθυμεί ούτε και αντέχει, φέρει εαυτόν σε κατάσταση μόνιμης και ολικής απάθειας, ένα είδος εσωτερικού κώματος εν είδει κίβδηλης αντίστασης στην ισοπεδωτική πορεία της ζωής, με σκοπό να μηδενίσει την έκθεση σε εξωτερικό κίνδυνο. Ο Μικ Μπόιλ, αντιθέτως, αρνείται σε μεγάλο βαθμό να αναγνωρίσει την επέλευση της φθοράς του χρόνου και εθελοτυφλεί υποκρινόμενος πως αγνοεί τη ματαιότητα, με αποτέλεσμα να διάγει μια ζωή που δεν είναι μεν αποστειρωμένη, όπως του συντρόφου του, είναι δε πολύ πιο ανισόρροπη και εύθραυστη. Και είναι αυτή η ποιοτική διαφορά στην νοοτροπία των δύο που φέρνει τελικά πιο κοντά στη λύτρωση τον Μπάλιντζερ, παρότι φαίνεται πιο δυστυχής.
Ο Μπόιλ, έχοντας φοβικά απορρίψει τη βεβαιότητα του θανάτου και προσπαθώντας να την υπερνικήσει, αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η ζωή έχει αυταξία, η ίδια είναι το νόημα, και το πεπερασμένο είναι αυτό που της προσδίδει την ουσία της, συνειδητοποίηση η οποία είναι ακόμα ανοιχτή στον Μπάλιντζερ που δύναται ανά πάσα στιγμή να λύσει εαυτόν από τα δεσμά της αδράνειας, επειδή ακριβώς δεν έχει ακόμη ενδώσει στο υπαρξιακό αδιέξοδο. Η λύση του φυσικά δε μπορεί να είναι πανηγυρική και λυτρωτική, θα διαθέτει όμως τη μεγαλύτερη αρετή∙ θα είναι ανθρώπινη.
Ο λάτρης του σινεμασκόπ Σορεντίνο μεταχειρίζεται τα εκφραστικά μέσα με τρόπο λογοτεχνικό. Η προσεγμένη στην εντέλεια μουσική και κυρίως οι ονειρικές εικόνες φτιάχνουν ένα λυρικό πλαίσιο που επιτρέπει στο θεατή να γίνει κοινωνός της ουσίας του έργου και όχι απλώς να μαγευτεί από το εικαστικό αποτέλεσμα. Φυσικά, το καθηλωτικό οπτικά σύνολο, έτι μία φορά έργο του σπουδαίου Λούκα Μπιγκάτσι, αποτελεί μία από τις μεγαλειώδεις αρετές της ταινίας, σε κανένα σημείο όμως δεν αφήνεται προς αυτοεξυπηρέτηση.
Αντίστοιχος τόνος δίνεται και στις ερμηνείες, όλες μετρημένες και ακριβείς, με τον Μάικλ Κέιν ως Μπάλιντζερ και τον Χάρβεϊ Καϊτέλ ως Μπόιλ να αναβλύζουν αμεσότητα και οικειότητα, τη Ρέιτσελ Βάις στον λειτουργικό ρόλο της κόρης του Μπάλιντζερ να ανταποκρίνεται επαρκώς και τον πάντα εντυπωσιακό χαμαιλέοντα Πολ Ντέινο να αποδίδει θεσπέσια έναν νεαρό ηθοποιό, θαυμαστή των δύο γηραιών καλλιτεχνών, που αντιμετωπίζει το δικό του τέλμα, χαρακτήρα κλειδί για την εξέλιξη της πλοκής.
Οι δύο κεντρικοί ήρωες αντιμετωπίζονται όπως ο Αντώνιος στο Καβαφικό ποίημα: Καλούνται να μην λιποψυχήσουν μπροστά στο νομοτελειακό τέλος που οδυνηρά καταφτάνει, να μην ενδώσουν στις αναμνήσεις και τα μάταια όνειρά τους, να ακούσουν «με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου». Να σταθούν δηλαδή «σα θαρραλέοι» μπροστά στο χρόνο που τους υπερβαίνει και τους καθορίζει.
Η Νιότη για τον Σορεντίνο είναι ανεξάρτητη της φυσικής ηλικίας, είναι η επιθυμία για ζωή. Επικίνδυνη, χαοτική αλλά συνάμα μοναδική επιλογή του ανθρώπου πριν επιστρέψει στην πάγκοινη μήτρα της ανυπαρξίας. Το Youth δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα διαμάντι, κόσμημα της σύγχρονης φιλμογραφίας, ώριμο τέκνο της ευαισθησίας και της καλλιτεχνικής μεστότητας του δημιουργού της.