Prisoners (2013)

Σκηνοθεσία: Ντενί Βιλνέβ

Παίζουν: Χιου Τζάκμαν, Τζέικ Τζίλενχαλ, Πολ Ντέινο, Mελίσα Λίο, Βαϊόλα Ντέιβινς, Μαρία Μπέλο, Τέρενς Χάουαρντ

Διάρκεια: 153′

Στο πένθιμο και γκρίζο σύμπαν του The Prisoners, οι βασικοί χαρακτήρες, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος, μοιάζουν φυλακισμένοι σε έναν λαβύρινθο (θα επανέλθουμε αργότερα σε αυτό) χτισμένο από ανεπούλωτα τραύματα και αγιάτρευτες εμμονές, μπλεγμένοι σε έναν φαύλο κύκλο που μετακυλίει ασταμάτητα τον πόνο και εμποδίζει τη λύτρωση. Σε μια επαρχιακή πόλη της Πενσιλβάνια που δεν κατονομάζεται ποτέ, στην καρδιά της αμερικανικής Rust Belt, με άλλα λόγια στη μυθολογική και ταυτοτική ραχοκοκαλιά των ΗΠΑ, ο Ντενί Βιλνέβ φέρνει τους ήρωές του αντιμέτωπους με τον πιο ανίκητο αντίπαλο: το σκοτεινό τέρας που φωλιάζει στον καθένα μας και ορμά στην επιφάνεια όποτε μας χτυπήσει την πόρτα η ουρανοκατέβατη συμφορά. 

Ο Ντόβερ Κέλερ (ο Χιου Τζάκμαν στη μάλλον κορυφαία στιγμή της καριέρας του), με το επώνυμο που διόλου τυχαία σημαίνει ​​​​​​​​υπόγειο στα γερμανικά, βλέπει τους πιο μύχιους φόβους του να γίνονται πραγματικότητα, σαν μια αυτοεκπληρούμενη δυσοίωνη προφητεία. Ιδεοληπτικά προσηλωμένος στον ερχομό μιας σαρωτικής καταστροφής, ο Κέλερ είναι προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο, από πυρηνικό ολοκαύτωμα μέχρι κάποια ξαφνική επέλαση των ζόμπι ή τη Δευτέρα Παρουσία, βυθισμένος στην αφελή σιγουριά ότι δεν θα πιαστεί ποτέ απροετοίμαστος. Βαθιά θρησκευόμενος, όπως μαρτυρούν τόσο οι συχνές προσευχές όσο και τα καμουφλαρισμένα αλληγορικά σύμβολα (ξυλουργός στο επάγγελμα, το όνομα της συζύγου του είναι Grace), ο Κέλερ αυταπατάται πως είναι επαρκώς θωρακισμένος για την αναπόφευκτη αναμέτρηση με το Κακό. 

Στην περιπαικτικά συμβολική Ημέρα των Ευχαριστιών (ίσως η πιο χυδαία γιορτή στο αμερικανικό εορτολόγιο), η εξαφάνιση της μικρής του κόρης θα πυροδοτήσει μια ελεύθερη πτώση στο ατελείωτο κενό. Στερημένος από το καταφύγιο της πίστης και τυφλωμένος από την απώλεια, o Κέλερ ξαναβρίσκει τους παλιούς του δαίμονες (αλκοόλ), επωμίζεται τον ρόλο του αυτόκλητου δικαστή και τιμωρού, αποκηρύσσει κάθε ηθικό ενδοιασμό και διολισθαίνει σε μια προσωπική κόλαση. Η ειρωνεία, όπως είναι φανερό, είναι αμείλικτη. Όσο προνοητικοί κι αν φανούμε, όσο και να μηρυκάζουμε την κοσμοθεωρία και τη στάση ζωής ότι προσευχόμαστε για το καλύτερο και αναμένουμε το χειρότερο, τίποτα δεν μπορεί να αναχαιτίσει τον αιφνιδιασμό του πόνου και της οργής.

Ο ντετέκτιβ Λόκι (ο Τζέικ Τζίλενχαλ και ο Βιλνέβ φτιάχνουν ένα ντουέτο φωτιά το 2013 με το Prisoners και το Enemy), με το αστραφτερό βλέμμα του μοναχικού λύκου και το απροσπέλαστο πρόσωπο, είναι η εξισορροπιστική δύναμη απέναντι στην ολική κατάρρευση του Κέλερ. Χωρίς την παραμικρή πληροφορία για το παρελθόν ή τις ρίζες του, με εξωτερικά στοιχεία που αφήνουν μονάχα νύξεις ή υπόνοιες παρά διαφωτίζουν (παγανιστικά τατουάζ στον λαιμό, μασονικά δαχτυλίδια, ασφυκτικά κουμπωμένα πουκάμισα, γενικότερα αταίριαστη όψη για αστυνομικό ανθρωποκτονιών), ο Λόκι είναι μια καλοκουρδισμένη μηχανή επαγωγικής σκέψης, ολότελα (ίσως και αυτοκαταστροφικά) αφοσιωμένη στην επίλυση του μυστηρίου. Φυσικά, και πάλι η ονοματοδοσία είναι κάθε άλλο παρά συμπτωματική. Ο Λόκι, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες θεότητες στη σκανδιναβική μυθολογία, είναι ετυμολογικά συνδεδεμένος με τους κόμπους και τις θηλιές, άρα και ο καταλληλότερα εξοπλισμένος για να κόψει τον γόρδιο δεσμό ενός φαινομενικά άλυτου αινίγματος. 

Με θαυμαστή αφηγηματική οικονομία και υπαινικτικότητα, ο Βιλνέβ φέρνει στην επιφάνεια τον καταγωγικό δεσμό του τραύματος που ενώνει τους δύο βασικούς χαρακτήρες, αλλά και τους διαφορετικούς δρόμους που επέλεξαν στην πορεία. Ο Κέλερ, ψυχαναγκαστικά τακτικός και επιμελής στο δικό του σπίτι, έχει παραμελήσει εμφατικά το πατρικό του, το οποίο μετατρέπεται σταδιακά σε τόπο βασανιστηρίων, παίρνοντας κατά κάποιον τρόπο τη σκυτάλη από την οδυνηρή ανάμνηση των παιδικών του χρόνων, όταν είδε τον πατέρα του να αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια του. Η πληγή, όπως φανερώνει το σπίτι-ερείπιο που αρνείται πεισματικά να επιδιορθώσει, παραμένει ορθάνοιχτη. Μονάχα στο τέλος της διαδρομής, όταν θα βρεθεί κυριολεκτικά και μεταφορικά εγκλωβισμένος στο πιο εφιαλτικό σενάριο που σιγοτρώει το μυαλό του, ο Κέλερ θα ανακτήσει τον βασικό πυλώνα της ύπαρξής του: τη διττή πίστη στη θεϊκή πρόνοια και στην ανθρώπινη εφευρετικότητα. 

Η πηχτή, σχεδόν παραμορφωτική, φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς και και το μουσικό score του Γιόχαν Γιόχανσον, θαρρείς βγαλμένο από κάποια αποκρυφιστική τελετή, προσδίδουν στην αμερικανική ενδοχώρα μια μυστικιστική αύρα. Η αποκαμωμένη φύση (γυμνά δέντρα, ένα τοπίο χλωμό, που η ομορφιά του έχει αρχίσει να πιάνει αράχνες) γίνεται ένα με την ψυχική διάθεση των ηρώων. Οι στοιχειωμένες ανθρώπινες φιγούρες, πολύ συχνά  καδραρισμένες πίσω από διάφανες, γυάλινες και υγρές επιφάνειες, σέρνουν τη σκιά τους στην ομίχλη, παραδομένοι σε μια ατμόσφαιρα ολοκληρωτικής ήττας. Η υπονοημένη οικονομική κατάρρευση μιας άλλοτε εύρωστης περιοχής. Ο ξεπεσμός του πατρικού μύθου της προστασίας, η σκοτεινή όψη της άνευ όρων μητρικής αγάπης. Η εκδίκηση που αναζητούν οι λαβωμένοι άνθρωποι από έναν άσπλαχνο και σαδιστή θεό. Η διασάλευση της ηθικής τάξης, ο πειρασμός της αποκτήνωσης, η οριστική απώλεια της ασφάλειας και του ελέγχου. Η διαιώνιση του λάθους, οι αμαρτίες και τα κρίματα που κληροδοτούνται. 

Στην πραγματικότητα, τόσο οι δύο βασικοί ήρωες (ο Κέλερ μέσα από μια διαδικασία συντριβής και αυτογνωσίας, ο Λόκι μέσα από την ιερή αποστολή και ικανότητα να ξετρυπώνει την τάξη στο χάος που απλώνεται μπροστά του) όσο και οι δορυφορικοί χαρακτήρες της ταινίας πασχίζουν να βρουν τον μίτο που θα τους οδηγήσει στην έξοδο από έναν υπαρξιακό δαίδαλο. Σταδιακά, το προαιώνιο αρχέτυπο του λαβύρινθου (επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα πιο ανύποπτα κάδρα της ταινίας) ξεφεύγει από τα στενά όρια της πλοκής (στην οποία ούτως ή άλλως ταιριάζει γάντι) και αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές μας, ως μεταφορά για την αιώνια αναζήτηση μιας προσωπικής και επώδυνης αλήθειας. Στο κέντρο του Prisoners, ύστερα από αμέτρητες διακλαδώσεις και κρυμμένα τούνελ, δεν βρίσκεται μόνο το κλειδί του μυστηρίου, αλλά και το πασπαρτού για όλα εκείνα τα ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση ή ημερομηνία λήξης. Ο τρόμος του αγνώστου και το βάδισμα στα τυφλά. Ο δρόμος που χάνεται και η αγωνία της επιστροφής. Η υπόκωφη κραυγή για βοήθεια. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑