Σκηνοθεσία: Κεν Κουάπις
Παίζουν: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Νικ Νόλτε, Έμα Τόμσον
Διάρκεια: 104’
Αρχικά, ας δώσουμε τα θερμά μας συγχαρητήρια στο σαΐνι που σκέφτηκε να αποδώσει τον πρωτότυπο τίτλο A Walk in the Woods ως Ταξίδι στην Αλαμπάμα, για πολλούς λόγους. Πρώτον, κατορθώνει να εξαφανίσει πλήρως κάθε εικόνα και συνειρμό που αποπνέει ο πρωτότυπος τίτλος. Δεύτερον, δεν αρκείται σε κάτι ουδέτερα παραπλανητικό, αλλά προχωρά ακόμη μακρύτερα, παραπέμποντάς μας κάπου ολότελα διαφορετικά. Διότι, όταν βλέπει κανείς στον τίτλο της ταινίας την πολιτεία της Αλαμπάμα, το πρώτο πράγμα που αναμένει να αντικρίσει είναι μια ιστορία που εξελίσσεται στον αμερικάνικο νότο. Καμία μα καμία σχέση. Τρίτον, είτε δεν είδε την ταινία είτε δεν μπήκε στον κόπο να ανοίξει ένα χάρτη. Οι δύο φίλοι και πρωταγωνιστές της ιστορίας κατάγονται από την πολιτεία της Άιοβα και ξεκινούν ένα ταξίδι από την πολιτεία της Τζόρτζια, με επιθυμητό τελικό προορισμό την πολιτεία του Μέιν, στα σύνορα με τον Καναδά. Η λέξη «Αλαμπάμα», εκτός αν έπαθα κάποια πρόσκαιρη ναρκοληψία βλέποντας την ταινία, δεν αναφέρεται σε καμία στιγμή από κανέναν…
Με πρώτη ύλη το ομότιτλο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του ταξιδιωτικού συγγραφέα Μπιλ Μπράισον, το A Walk in the Woods προσπαθεί μάταια να αποδώσει τη λεπτή ειρωνεία του τίτλου του. Ότι δηλαδή δεν περιορίζεται σε μία απλή βόλτα στο δάσος μεταξύ δύο παλιόφιλων (ο ένας εκ των δύο ενσαρκώνει τον συγγραφέα), αλλά εκτείνεται σε ένα road movie συμφιλίωσης με τον χρόνο, τελικού επαναπροσδιορισμού των αξιών, ξεψαχνίσματος των αναμνήσεων και αποδοχής του τελικού ριζικού του ανθρώπου. Μόνο που για να συμβούν όλα τα παραπάνω, μια ταινία πρέπει να διαθέτει και σκηνοθέτη και να μην αρκείται μονάχα στη συνύπαρξη δύο ιερών ερμηνευτικών τεράτων στην οθόνη. Διότι ο σκηνοθέτης Κεν Κουάπις είναι τόσο εκκωφαντικά απών που κατορθώνει κάτι φαινομενικά πολύ δύσκολο. Βαλτώνει μια ταινία που εκ των πραγμάτων κινείται συνέχεια, μετατρέπει ένα road movie που εκτυλίσσεται μέσα στη φύση σε στατική ταινία που μοιάζει να γυρίστηκε σε κάποιο προκάτ στούντιο. Ακόμη και η απαράμιλλη ομορφιά του μονοπατιού που διασχίζει τα Απαλάχια Όρη αποτυπώνεται ως άνευρη καρτ ποστάλ, με αποτέλεσμα το φυσικό τοπίο να μην καθίσταται, όχι ισότιμος, αλλά ούτε καν συμπληρωματικός πρωταγωνιστής. Ένας όμορφος διάκοσμος που εμφανίζεται στο πίσω φόντο και τίποτα παραπάνω.
Τι μένει μετά από όλα αυτά στην ταινία, αν υποθέσουμε ότι μένει κάτι; Το προφανές κι αναμενόμενο, αυτό που εξαρχής δημιούργησε προσδοκίες κι αυτό που περισώζει μία αόρατη σκηνοθεσία και ένα σενάριο που θυμίζει λίστα για ψώνια από το σούπερ μάρκετ. Η απίστευτη άνεση που περιφέρουν ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Νικ Νόλτε, σε δύο ρόλους που παίζουν στα δάχτυλα, όχι μόνο επειδή κουβαλούν στις πλάτες τους μία τεράστια εμπειρία, αλλά επειδή κατά βάθος ταιριάζουν στις περσόνες που υποδύονται. Ο ένας, το αιώνιο ξανθό ομορφόπαιδο με τις φακίδες. Ο πεισματάρης κοτσονάτος γέρος που θα συνεχίζει όσο τον βαστούν τα πόδια του, γεμάτος οικολογικές ανησυχίες (σε κάποια στιγμή νιώθεις ότι ο Ρέντφορντ απαγγέλλει φυλλάδιο περιβαλλοντικής οργάνωσης) και μία κατά βάθος ικανοποίηση για τα ως τώρα πεπραγμένα του στη ζωή. Ο άλλος, δυσκίνητος και με μια βραχνάδα στη φωνή straight from hell. Βυθισμένος στις καταχρήσεις και τον έκλυτο βίο, με άδολη αγάπη και νοσταλγία για τις αναμνήσεις των ξέφρενων ημερών και με ποιοτικές στάλες σοφίας και σαρκασμού στις κρίσιμες στιγμές. Δυο φίλοι που απολαμβάνεις να βλέπεις στην οθόνη να μιλούν, να ειρωνεύονται, να κινούνται, να μορφάζουν. That’s all folks.