Σκηνοθεσία: Τζέιμς Βάντερμπιλντ
Πρωταγωνιστούν: Κέιτ Μπλάνσετ, Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Ελίζαμπεθ Μος, Ντένις Κουέιντ, Τόφερ Γκρέις
Διάρκεια: 121 λεπτά
1998. Ο Τέρενς Μάλικ επιστρέφει στο σινεμά μετά από 20 χρόνια απουσίας, φέρνει μέχρι και τον ίδιο το Θεό να παίξει στην ταινία του και παραδίδει στον κινηματογραφικό κόσμο την αριστουργηματική Λεπτή Κόκκινη Γραμμή. Την ίδια χρόνια, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ γυρίζει μια ταινία με αντίστοιχη θεματική, την πασίγνωστη Δίασωση του Στρατιώτη Ράιαν, η οποία σπάει ταμεία και ανάγεται άμεσα σε κλασική στο είδος του επικού πολεμικού δράματος, καταδικάζοντας το έργο του Μάλικ σε –σχετική– αφάνεια. Κάτι τέτοιο συνέβη και κατά το 2015, με το Truth απ’ τη μία και το Spotlight από την άλλη μεριά. Τα μεγέθη τίθενται κατ’ αναλογία, ας μην πέσει φωτιά να μας κάψει.
Το Truth λοιπόν μεταφέρει στην οθόνη την αληθινή ιστορία της αμερικανίδας δημοσιογράφου Μέρι Μέιπς η οποία, σε συνεργασία με τον θρυλικό άνκορμαν Νταν Ράδερ, προσπάθησε να ξεσκεπάσει ένα σκάνδαλο που αφορούσε τη στρατιωτική θητεία του Τζορτζ Μπους, στις παραμονές της δεύτερης εκλογής του. Αντί αυτού όμως, βρέθηκε να κατηγορείται η ίδια ότι χρησιμοποίησε πλαστά έγγραφα για να βλάψει τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Έτσι ξεκινάει ένας αγώνας δρόμου για τη Μέρι, η οποία καλείται να αποδείξει ότι τιμάει την εργασία της και τηρεί το κοινωνικό χρέος που αυτή της προστάζει, μια εργασία πάντως που μοιάζει να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον αρχικό της προορισμό: την αλήθεια.
Στα πρώτα λεπτά της ταινίας ο Βάντερμπιλτ μοιάζει να μην έχει αποφασίσει τι ακριβώς θέλει να δημιουργήσει. Δίνει στο όλο εγχείρημα έναν περιπετειώδη τόνο ο οποίος δεν συνάδει με το περιεχόμενό του και του επιβάλλει έναν πολύ γρήγορο ρυθμό με αποτέλεσμα ο θεατής να μην μπορεί πραγματικά να συγκεντρωθεί στο τι συμβαίνει και να αφεθεί στη δυναμική της ιστορίας, η οποία, επί μία κινηματογραφική ώρα, παραμένει κρυμμένη.
Στη συνέχεια όμως ο σκηνοθέτης συγκεντρώνεται, αφήνει παράμερα τους περιττούς εντυπωσιασμούς που χρησιμοποίησε στο πρώτο μισό του έργου και επιτρέπει στην Κέιτ Μπλάνσετ να αναπτυχθεί, κάτι που η Αυστραλέζα αξιοποιεί δεόντως, παραδίδοντας μας μία ακόμη θεσπέσια ερμηνεία, εκφραστικότατη και εσωτερική ταυτόχρονα. Αποδεικνύει για ακόμα μια φορά κάτι που ξέραμε εδώ και πολλά χρόνια, ότι δηλαδή μπορεί να σηκώσει μια ολόκληρη ταινία στις πλάτες της. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, χρήσιμη της φαίνεται η βοήθεια του βετεράνου Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος στον ελάχιστο χρόνο που διαθέτει στην ταινία δίνει μια μεστή και γεμάτη ερμηνεία, όπως άλλωστε συνηθίζει τα τελευταία χρόνια.
Πρόκειται για μια ταινία πολιτική, όχι κοινωνική ή καταγγελτική. Είναι σαφές λοιπόν ότι απομακρύνεται από τη συνήθη δομή μιας δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος ταινίας, παρότι χαραμίζει το πρώτο της μισό υπηρετώντας την ανεπιτυχώς. Η αποζημίωση όμως για το θεατή έρχεται από την ίδια την ταινία, η οποία εξελίσσεται σε κάτι που δε φαινόταν ότι μπορεί να φτάσει. Το Truth δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο του, καθώς κρύβει μέσα του μια βασική, πυρηνική αλήθεια για την κατάντια της σύγχρονης δημοσιογραφίας.
Καταδεικνύει ότι από πυλώνας της δημοκρατίας, η τέταρτη εξουσία έχει εκπέσει σε μια γραφειοκρατική εξυπηρέτηση συμφερόντων. Πηγαίνοντας μάλιστα τη σκέψη ένα βήμα παραπέρα, φανερώνει και μια σύνθετη μορφή λογοκρισίας, η οποία μάλιστα έχει ντυθεί τα θεσμικά άμφια και απέναντι στην οποία κανείς δεν επαναστατεί. Η αναζήτηση της αλήθειας πια πρέπει να περάσει από τις συμπληγάδες της τυπικότητας μέχρι να παρουσιάσει τα αποτελέσματά της στον πολίτη, ο οποίος καθίσταται έτσι έρμαιο ενός συστήματος που τον απομακρύνει αργά και μεθοδικά από οποιαδήποτε σκοτεινή γωνιά του. Παρά λοιπόν τον αχρείαστο ηρωικό τόνο που προσδίδεται κυρίως μέσω της μουσικής και τις σκηνοθετικές αβλεψίες, αυτή η αλήθεια του «Truth» δε μπορεί να παραμεριστεί. Είναι εκεί για να θυμίζει μια ακόμα χαμένη μάχη της δημοκρατίας.