Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φίντσερ
Παίζουν: Ντάνιελ Κρεγκ, Ρούνι Μάρα, Κρίστοφερ Πλάμερ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ
Διάρκεια: 158′
Η πρωτότυπη ταινία ήταν μια καλή φιλμική άσκηση πάνω στον εκσουηδισμό ενός είδους αμερικάνικου σινεμά. Το ριμέϊκ είναι το αμερικάνικο σινεμά. Η μαγεία του οποίου, ανέκαθεν, ήταν το καμουφλάρισμα. Μια περίτεχνη μάσκα κατασκευασμένων εικόνων μπρος από φέτες (ή και τούρτες ολόκληρες) αλήθειας του κόσμου που ζούμε και των μυαλών μας που την αντιλαμβάνονται.
Δεν ξέρω αν Το Κορίτσι με το Τατουάζ είναι μια μεγάλη ταινία. Αυτό θα το αποφασίσει ο θεωρητικός, θα το αποφασίσει ο κόσμος, θα φανεί και από τους καλλιτέχνες που ενδέχεται να επηρεάσει. Ο χρόνος για τις ταινίες είναι ο αναπόφευτος δικαστής τους. Η στιγμή όμως ανήκει στους πρώτους θεατές τους. Και στο μυαλό μου, ένα κριτικό κείμενο, οφείλει να μεταφράσει συγγραφικά αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Η ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ, του πιο φορμαρισμένου στα μάτια μου Aμερικάνου σκηνοθέτη δέκα χρόνια τώρα, ξεπερνά την έννοια του ριμέικ, αφού χρησιμοποιώντας ακριβώς τα ίδια σεναριακά υλικά, αναγάγει ένα πολυκλαδισμένο whodunnit έρευνας, υποσημειώσεων κι αναφορών σε πολιτισμική πρόταση.
Μια πρόταση που παίρνει την ασίστ μιας ιστορίας αιμομιξίας, κατά συρροή δολοφονιών και μονομαχίας καλού και κακού και σκοράρει σ’ έναν κινηματογραφικό αγώνα που πραγματεύεται την Ιστορία, την καπιταλιστική διαδοχή καθώς και την πάλη των τάξεων στην παλιά και νέα κοινωνία, ενόσω ο Θεός εγκαταλείπει όλο και θορυβωδέστερα τον κόσμο των ανθρώπων.
Πάντοτε ο Φίντσερ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κουβεντιάζει την ηθική χρεωκοπία του Ανθρώπου, είτε μιλώντας με θρησκευτικά εδάφια (Άλιεν 3, Se7en), ή απηχώντας όρους αποικιοκρατικούς/φυλετικούς (Δωμάτιο Πανικού). Άλλοτε παίζει μιμούμενος κηρύττωντας (Το Παιχνίδι), άλλοτε προπαγανδίζει πολιτικάντικα (Fight Club), αλλού μελαγχολεί μελοδραματικά την ανθρώπινη τραγωδία (Benjamin Button), άλλοτε κοροϊδεύει ιστοριογραφώντας την σαχλή μας προσπάθεια να ξεγελάσουμε την υπαρξιακή μας εγκατάλειψη (Social Network) κι άλλοτε σκηνοθετεί την μανιακή μας επιδίωξη να δώσουμε νόημα στον κόσμο που ο Θεός εγκατέλειψε (Zodiac).
Αυτό το τελευταίο (μαζί με το Se7en) είναι η μήτρα από την οποία τυπώνεται Το Κορίτσι με το Τατουάζ: στην παγωμένη Σουηδία μια «έγχρωμα μονόχρωμη» γκρίζα, ανήλιαγη (σκεφτείτε πόσο σπάνια και πότε ειδικά, υπάρχει ήλιος στο σινεμά του Φίντσερ) κι έρημη χώρα, ο Θεός έχει αφήσει τον κόσμο στην ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων κι αυτοί με τη σειρά τους δημιούργησαν τους πλούσιους και τους φτωχούς.
Βλέπεις, πίσω απ’ το αριστοτεχνικό κομμάτι της έρευνας, πίσω από το human interest της παράλληλης ιστορίας μιας abused-emo-γκοθ ερευνήτριας κι ενός αποτυχημένου (διαζευγμένος, υπόδικος, κακός πατέρας) αστού, πίσω από την εκπληκτική αναφορά στην εικόνα ως μέσου αναζήτησης της αλήθειας, βαθιά μέσα στην παγωνιά και την γεωγραφική αποκοπή, κοχλάζει η πιο ταξική αντιπαράθεση με φόντο την πρόσφατη σουηδική ιστορία.
Η διαδοχή της Παλιάς Σουηδίας (των μεγαλοαστών που πλούτισαν και από την αποσιωπούμενη συναναστροφή τους με το ναζιστικό καθεστώς – στοιχείο που έμμεσα ενοχοποιεί μια ολόκληρη ήπειρο, όχι μοναχά την Σουηδία) από την Νέα Σουηδία του νέου μεγάλου κεφαλαίου (Βέρνερστρομ), των αστών και των προλετάριων (ο Κρεγκ και η Μάρα), θα συμβεί (;) όσο διστακτικά αλλά και νομοτελειακά απαιτεί μια αλλαγή φρουράς και όσο αιματοκυλισμένα επιτάσσει το γράπωμα της εξουσίας εκείνου που την χάνει. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, η διασκευή του Ζαΐλιαν θα αποτυπώσει την πάλη μέσα από την κανιβαλιστική σχέση πατεράδων και παιδιών – το φιλμ είναι γεμάτο από δαύτες.
Ο Φίντσερ με μια εικονογραφία, έναν τόνο και μια ατμόσφαιρα που δημιουργεί το ρομποτικό ηχοτοπίο των Ρέζνορ και Ρος, σχολιάζει, ενίοτε χρησιμοποιώντας βιβλικά εδάφια κι άλλοτε συνθέτοντας μια άφθαστη διαλεκτική (ολόκληρο το πρώτο μισό του έργου), την δραματικότητα του να αγωνίζεσαι να ξεμπροστιάσεις τους στυγνούς δολοφόνους σου χωρίς καν να ξέρεις αν ποτέ θ’ ανταμειφθείς για τον αγώνα σου. (Ένα άλλο κείμενο ξεκινά εκεί που Φίντσερ, με το εντυπωσιακό του τελευταίο τέταρτο, βάζει την προλετάρια να φλερτάρει τον αστό της – και να παίρνει φυσικά την απάντησή της.
Η αρχή ενός άλλου πολέμου υφέρπει στο τέλος μιας αναγκαστικής συνεργασίας υπέρ και εναντίον των μεγαλοαστών). Ο αδιάτρητος εγωϊσμός, οι προσωπικοί πριγκιπισμοί και η παντελής απουσίας ενοχής εκ μέρους των μεγαλοαστών-πατεράδων δεν νικιέται εύκολα…(Όπως άλλωστε και η άμεση διαφθορά του νέου χρήματος, που αντιπροσωπεύει ο Βέρνερστρομ – ή το ΙΚΕΑ, που παραδοσιακά λοιδωρεί ο Φίντσερ. Στο παλιό χρήμα χαρίζεται μοναχά το ήθος του Χένρικ Βάνγκερ (Πλάμερ) – που καθόλου τυχαία είναι ο άκληρος της οικογένειας…)
Με ανεπανάληπτη σκηνοθεσία του διαλόγου, ένα εντυπωσιακά βηματισμένο μοντάζ τρομερής οικονομίας εντός και μεταξύ των πλάνων (μπορείς να καταλάβεις ταινία του Φίντσερ σε μισό λεπτό αν λίγο μοναχά αισθάνεσαι τον ρυθμό της εικόνας) και μια συναρπαστική εκφραστικότητα της αεικίνητης κάμερας, Το Κορίτσι με το Τατουάζ φαίνεται στα μάτια μου σαν το θρίλερ της νέας εποχής (και μάλιστα φεμινιστικά υπέρβαρο – οι άντρες παραδοσιακά στον Φίντσερ είναι μειονεκτικοί και οι γυναίκες ολοκληρωμένοι άνθρωποι, τρίτο κείμενο αυτό…), όπως ακριβώς ήταν το Se7en, δεκάξι χρόνια πριν. Μόνο που ίσως σήμερα αυτό το σινεμά να μοιάζει υπέρ το (multiplex) δέον εγκεφαλικό και καλλιεργημένο στα μάτια των προπονημένων, αλλά απαίδευτων, 15-24 που θα κληθούν να ψηφίσουν ή να μαυρίσουν. Είπαμε, ο χρόνος δικάζει.