Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο κανόνας της σιωπής»
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Παίζουν: Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Σία ΛαΜπέφ, Τζούλι Κρίστι, Σούζαν Σάραντον, Κρις Κούπερ
Διάρκεια: 125΄
Ο πόλεμος του Βιετνάμ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πολλούς λόγους, αλλά θα αναφέρω δυο. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη σχετικότητα της νίκης και της ήττας. Τι εστί εντέλει νίκη και τι ήττα; Ποιος είναι ο χαμένος που δεν μπορεί να σηκωθεί και ποιος ο νικητής που γράφει την ιστορία; Οι Η.Π.Α. θεωρούν πως είναι ο μοναδικός πόλεμος που έχασαν. Παρόλα αυτά ρίχνοντας μια ματιά στα νούμερα, θα δει κανείς πως οι απώλειες των Βιετναμέζων ήταν το λιγότερο δεκαπλάσιες από αυτές των Αμερικανών, ενώ δεν υπάρχουν καν ακριβή στατιστικά για τις πραγματικές απώλειες αμάχων, παρά μονάχα εκτιμήσεις. Επίσης οι Η.Π.Α. απώλεσαν μονάχα στρατιώτες κι όχι αμάχους, ενώ από την άλλη χωριά, οικισμοί κι εκτάσεις εξαφανίστηκαν από τον χάρτη. Επίσης, ακόμα και αν θεωρήσουμε πως οι Η.Π.Α. όντως έχασαν τον πόλεμο (ή τουλάχιστον δεν τον κέρδισαν), τότε απέδειξαν πως η ιστορία δεν γράφεται υποχρεωτικά από τον νικητή, αλλά από τον ισχυρό. Κι έτσι η κύρια εκδοχή του πολέμου, η αφήγησή του προέρχεται σχεδόν ολοκληρωτικά από την πλευρά του φαινομενικά χαμένου. Ο χαμένος έχει την ευκαιρία και την πολυτέλεια να αφηγηθεί την ήττα του και να ασκήσει αυτοκριτική όπως θέλει.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι πως καθώς στο συλλογικό υποσυνείδητο έμεινε πως ο πόλεμος χάθηκε (ή/και ήταν άδικος), πρόκειται για τη μοναδική αμερικάνικη στρατιωτική επιχείρηση στην οποία ασκείται τόση κριτική από τον κινηματογράφο του χόλιγουντ. Ούτε λόγος επί της ουσίας για την αντι-τρομοκρατική λογική της τελευταίας εικοσαετίας, ενώ ακόμη και οι βόμβες στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα πέρασαν στα ψιλά.
Ο 76χρονος Ρόμπερτ Ρέντφορντ ανήκει στη γενιά των ιδεαλιστών δημιουργών και καλά κάνει. Από αυτήν ακριβώς την οπτική γωνιά εξετάζει το πώς μεγάλωσαν οι νέοι που κάποτε έτρεχαν στους δρόμους της Αμερικής διαμαρτυρόμενοι για τις σφαγές στο Βιετνάμ όταν οι πρώτες αποκρουστικές φωτογραφίες κοσμούσαν τα περιοδικά, και τα φέρετρα έφταναν το ένα πίσω από το άλλο. Εκείνοι οι μαχητικοί νέοι της νέας αριστεράς των τελών της δεκαετίας του εξήντα, των οποίων το αίμα έβραζε τίγκα στην αδρεναλίνη, ένα αληθινά εκρηκτικό μίγμα, οι οποίοι πίστευαν πως θα αλλάξουν τον κόσμο και που εκτός από τις αμέτρητες ειρηνικές πορείες, έφταναν στο σημείο να βάζουν βόμβες σε κυβερνητικά κτίρια προκαλώντας αυστηρά υλικές και συμβολικές ζημιές.
Αυτοί οι άνθρωποι που τώρα μεγάλωσαν και προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ του αφόρητου βάρους του χρόνου, των καθημερινών οικογενειακών κι επαγγελματικών υποχρεώσεων και μέγιστων ηθικών διλημμάτων: Είναι η επανάσταση μια τρέλα των νιάτων; Είναι ο συμβιβασμός ενηλικίωση; Είναι η ενηλικίωση συμβιβασμός; Πότε τελικά προδίδεις τον εαυτό σου και τα πιστεύω σου;
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, αν και κακώς υποδύεται έναν σαφώς νεότερο από την ηλικία του χαρακτήρα, διατηρεί μια πρωτοφανή οξυδέρκεια για τα στάνταρ του χολιγουντιανού κινηματογράφου και θέτει σπάνιους για αυτά τα δεδομένα προβληματισμούς δίχως να υποκύπτει σε πολλές ευκολίες. Επιπλέον, εκμεταλλευόμενος το κύρος και το όνομά του καταφέρνει να συλλέξει μια μικρή ντριμ τιμ παλαίμαχων κι όχι μόνο ηθοποιών, οι οποίοι δεν έχουν πρόβλημα να εμφανιστούν ακόμα και σε μικρούς ρόλους. Έχουμε και λέμε: Σούζαν Σάραντον, Τζούλι Κρίστι, Νικ Νόλτε, Σία ΛαΜπεφ, Ρίτσαρντ Τζένκινς, Σαμ Έλιοτ, Κρις Κούπερ, Στάνλεϊ Τούτσι, Μπρένταν Γκλίσον και Άνα Κέντρικ. Διόλου άσχημα, νομίζω…