Σκηνοθεσία: Μάρτιν ΜακΝτόνα
Παίζουν: Κόλιν Φάρελ, Σαμ Ρόκγουελ, Γούντι Χάρελσον, Όλγα Κουριλένκο, Κρίστοφερ Γουόκεν, Χάρι Ντιν Στάντον, Μάικλ Πιτ, Τομ Γουέιτς
Διάρκεια: 110′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Επτά Ψυχοπαθείς”
Ένας Ιρλανδός σεναριογράφος με προβλήματα αλκοολισμού και ήπια κατάθλιψη, παλεύει να βάλει τάξη στο εσωτερικό του χάος για να γράψει μια αλληγορική ταινία γύρω απ’ τις περιπέτειες επτά ψυχοπαθών. Όταν οι ηλίθιοι φίλοι του (που βγάζουν λεφτά απ’ τις απαγωγές σκύλων, τους οποίους και επιστρέφουν κατόπιν αμοιβής στα πλούσια αφεντικά τους), θα κλέψουν το κατοικίδιο ενός επικίνδυνου μαφιόζου, τα πράγματα θα πάρουν άσχημη τροπή κι η ζωή του παραιτημένου συγγραφέα θα γυρίσει ανάποδα, προσφέροντάς του, όμως, την έμπνευση που αναζητούσε για την τέχνη του.
Χωρίς να συγκρίνεται με την προηγούμενη σκηνοθετική απόπειρα του Μακ Ντόνα (την περίπου αριστουργηματική κινηματογραφική ανάγνωση του Μπέκετ και των υπαρξιστών σε συσκευασία μετά-ταραντινικής μαύρης κωμωδίας, που λεγόταν In Bruges), αυτό εδώ το μακάβριο φιλμικό αστείο με το αστραφτερό καστ, ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στην αυτοαναφορική, μεταφυσική φάρσα α λά Σπάικ Τζονζ και Τσάρλι Κάουφμαν, και τον μηδενιστικό κυνισμό των αδερφών Κοέν, για να εξελιχθεί στο τελευταίο του εικοσάλεπτο σε μια αναπάντεχα σοβαρή, ξεχωριστή ταινία.
Ό,τι έχει προηγηθεί μπορεί να δίνει αρχικά την εντύπωση ενός αλαζονικού αχταρμά ειδών και θεματικών που περιφρονεί τόσο τη λογική όσο και την όποια έννοια αισθητικής αρμονίας (εδώ ο Βρετανός υιοθετεί -μάλλον σκόπιμα- ένα πιο παραληρηματικό αφηγηματικό ύφος, το οποίο απέχει απ’ τη σκηνοθετική φινέτσα που μετέτρεψε το ντεμπούτο του σε μια μετρημένα κωμικοτραγική, σοφιστικέ εκδοχή της σύγχρονης γκανγκστερικής ταινίας, αφήνοντας πίσω τον επιδειξιομανή συμπατριώτη του Γκάι Ρίτσι) αλλά για όποιον διαθέτει υπομονή, εκεί κοντά στο φινάλε, όλα σχεδόν τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους.
Η παραβολή για την αναγκαία (;) βιαιότητα των αμερικανικών κινηματογραφικών ονειρώξεων φρίκης που ξορκίζουν τα χειρότερα των ενστίκτων (βέβαια το The Cabin In The Woods είχε εξερευνήσει βαθύτερα αυτή την επικίνδυνη περιοχή), η πικρή διαπίστωση για το μάταιο της πασιφιστικής φιλοσοφικής (και καλλιτεχνικής) στάσης σε έναν κόσμο μόνιμου αλληλοσπαραγμού, η ανάγκη για κανόνα (έστω και σκληρό) σε ένα σύμπαν που το ξέχασε ο Θεός, ιδέες υπάρχουν πολλές και “ζουμερές” αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του, παρακολουθούμε μια γοητευτική μεν, αποπροσανατολιστική δε, δημιουργία. Υπάρχουν σημεία όπου ο ταλαντούχος σκηνοθέτης/σεναριογράφος φαίνεται σαν να έχασε τον έλεγχο του πολύπλοκου υλικού του και να βυθίστηκε κι ο ίδιος στο χάος που ήλπιζε πως θα μπορούσε να οργανώσει σε κάτι πολύ πιο ξεκάθαρο και σημαίνον.
Ακόμα κι έτσι όμως, το αποτέλεσμα παρουσιάζει ιδιαίτερο φορμαλιστικό ενδιαφέρον -με τις συνεχείς διασταυρώσεις της μαύρης φάρσας, του avant-garde γουέστερν και της γκανγκστερικής περιπέτειας- γενναίο στις επισημάνσεις του (αφού ουσιαστικά κοροϊδεύει κατάμουτρα τον απαίδευτο καταπιεσμένο Αμερικάνο -αλλά και τον οποιοδήποτε αμερικανοθρεμμένο Ευρωπαίο- θεατή που ζητά να εκτονώσει τις σαδιστικές, οργισμένες ορέξεις του για μακελειό, μέσω του φαντασιακού, το οποίο τρέφεται και διογκώνεται απ’ την αισθητική προαγωγή της βίας σε “θέαμα”), σε σημεία διασκεδαστικό, αναρχικά πρωτότυπο -όταν δεν παρεκκλίνει προς την υπερφίαλη ασυναρτησία-, αρκούντως φιλοσοφημένο (η πολιτική του αλληγορία λοξοκοιτάζει προς τον Καμύ) και υπόγεια γλυκόπικρο.
Γι’αυτό το τελευταίο ευθύνεται, κυρίως, ο εξαιρετικός Κρίστοφερ Γουόκεν (ένας εκ των αγαπημένων ηθοποιών του γράφοντος), που προσθέτει σοβαρότητα στο εγχείρημα ακόμα κι όταν κάνει πλάκα. Οι υπόλοιποι, με εξαίρεση τον -πάντα φοβερό και γεννημένο για να ενσαρκώνει τέτοιους χαρακτήρες- Χάρελσον, δεν πείθουν ακριβώς ότι προσφέρουν αυτό που θα μπορούσαν: ο Φάρελ που έλαμψε στο In Bruges δίνοντας ίσως την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, εδώ είναι άχρωμος, αμήχανος και βαριεστημένος, σαν να έχει βάλει στον αυτόματο πιλότο μια μανιέρα (αστήρικτης σεναριακά) θλίψης και αυτοοικτιρμού, ο -κατά τα άλλα πολύ καλός- Ρόκγουελ, απλώς καταφέρνει να σε εκνευρίσει όντας από την αρχή ως το τέλος μια γκροτέσκα “μουτζούρα”, αμοραλιστικού στερεότυπου ( και είναι κρίμα γιατί αυτός κουβαλάει την σατιρική προβληματική της ταινίας), ενώ ακόμα κι ο μεγάλος Τομ Γουέιτς δεν καταφέρνει να σε ανατριχιάσει, με την παρουσία του έστω, δίνοντας την εντύπωση πως οποιοσδήποτε άλλος κι αν έπαιζε το ρόλο, το αποτέλεσμα θα ήταν, λίγο-πολύ, το ίδιο.
Από την άλλη οι ατάκες δεν τους βοηθάνε πάντα, με το συχνά εξυπνακίστικο περιεχόμενο τους που προδίδει την ανασφάλεια του Μακ Ντόνα να βρει one-liners τα οποία θα λειτουργήσουν τόσο καλά όσο εκείνα του In Bruges (αν και υπάρχουν μερικές σπιρτόζικες, διάσπαρτες εδώ κι εκεί) και η συνολική αίσθηση που αφήνει το cast είναι ενός ιδιότυπου “όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει”. Για τον Γουόκεν και μόνο, όμως, αξίζει να κάνεις τα στραβά μάτια στις αδυναμίες των υπόλοιπων.
Κατά τα άλλα το -φιλόδοξο, ιρασιοναλιστικά παιγνιώδες αλλά τελικά ηττημένο απ’ την ανένταχτη εκκεντρικότητά του και γρήγορα ξεχασμένο- Seven Psychopaths, συνιστά μια όμορφη αποτυχία απ’ αυτές που δικαιούνται μια “μεταθανάτια” καλτ φήμη, την οποία πιθανολογούμε ότι θα αποκτήσει σε κάποιο, απροσδιόριστο χρονικά, μέλλον. Τουλάχιστον δεν είναι συνηθισμένο και αναμενόμενο -κι αυτό στην εποχή μας, δεν το λες μικρό κατόρθωμα.