Σε μια εποχή που ο mainstream αγγλόφωνος κινηματογράφος μοιάζει να ανακυκλώνει τις ιδέες του, ακόμα κι όταν αυτές δεν είναι καν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, ένα καίριο ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: τι κάνει με τις κλασικές του αξίες; Η απάντηση μάλλον προφανής. Τις αναμασά ή τις διασκευάζει με κοροϊδευτικό ύφος. Τέσσερα χρόνια μετά την εμφάνιση του Αβραάμ Λίνκολν ως κυνηγού βαμπίρ, ήρθε η σειρά του κυρίου Ντάρσι και της Ελίζαμπεθ Μπένετ να αρπάξουν τουφέκια, σπαθιά και τσεκούρια και να κυνηγήσουν ζόμπι, στην κινηματογραφική μεταφορά της ομότιτλης παρωδίας του Σεθ Γκράχαμ-Σμιθ.
Η δομή της ταινίας είναι σχετικά κοντινή με αυτήν του ρομαντικού ευαγγελίου της Τζέιν Όστιν. Στην Αγγλία των αρχών του 20ού αιώνα, οι αδερφές Μπένετ προσπαθούν να διαχειριστούν το πλήθος των μυστήριων μνηστήρων που τις περιβάλλουν και στο κέντρο της ιστορίας τοποθετείται η Ελίζαμπεθ, η πιο τσαούσα από όλες που νιώθει μια έλξη για τον γοητευτικό πλην ζάμπλουτο και μουντρούχο κύριο Ντάρσι. Μόνο που πίσω από τα ωραία φορέματα, τη γλυκιά αφέλεια του παλαιολιθικού φλερτ και τον εγγενή ρομαντισμό της εποχής, υπάρχει η απειλή των ζόμπι. Φυσικά, αμφότεροι οι ερωτοτροπούντες πρωταγωνιστές τυγχάνουν και εξαιρετικοί πολεμιστές και υπερπολύτιμοι στη μάχη κατά των νεκρών (ή αθανάτων, εξαρτάται από το πώς θεωρεί κανείς τα ζόμπι). Τώρα, το πώς συνδέεται το ρομάντζο με τα ζόμπι, δέχεται μόνο μια απάντηση: δε συνδέεται ποτέ. Η συνύπαρξη των δύο στοιχείων πάντως δημιουργεί στην αρχή της ταινίας μεγάλες προσδοκίες, καθώς επιτρέπει στο θεατή να αναμένει μια καλτιά ολκής.
Δυστυχώς, όμως, ενώ το χιούμορ μέσω της φαιδρής αυτής αντίθεσηςυπάρχει στο εγχείρημα, αντί να είναι το πρώτο βιολί, όσο περνάει η ώρα μένει έξω από την εξίσωση, αφήνοντας την πρωτοκαθεδρία στη χωλά δοσμένη περιπέτεια. Μοιάζει, δηλαδή, η ταινία να δίνει ό,τι έχει να προσφέρει στο πρώτο μισάωρο, αφήνοντας το υπόλοιπο να κυλάει χωρίς κάποιο ενδιαφέρον ή έστω κάποιο αξιοσημείωτο σκηνικό κωμικού τρόμου. Εκλάμψεις υπάρχουν, αλλά προέρχονται από κάποιους περιφερειακούς χαρακτήρες και σε καμιά περίπτωση δεν αρκούν για να περισώσουν το συνολικό αποτέλεσμα. Με λίγα λόγια, η σοβαροφάνεια, που είναι έκδηλη και στην ερμηνεία του Σαμ Ράιλι, είναι η κατάρα του φιλμ.
Αν και ένα δόγμα που θα εξαντλούνταν στο «μην αγγίζετε τα κλασικά» θα ήταν αναχρονιστικό, ταινίες σαν την προκείμενη, που φοβούνται το καλλιτεχνικό εκτόπισμα αυτού που υποτίθεται ότι παρωδούν, δε λειτουργούν. Η λύση στο πρόβλημα φαντάζει σχετικά απλή. Θέλεις να παίξεις με το κλασικό; Καν` το χωρίς να μπαλαντζάρεις, πλήρως δοσμένος στην ιδέα σου και χρησιμοποιώντας το χιούμορ χωρίς σταγονόμετρο. Αν μείνεις σε τετριμμένες ιδέες ως προς την πλοκή και απλά προσθέσεις ζόμπι στην κλασική ιστορία, το έργο σου προορίζεται για τη λήθη του κινηματογραφικού κόσμου. Από μόνη της η λέξη «ζόμπι» σε κείμενο γραμμένο αλά Όστιν προκαλεί το γέλιο, αλλά δε μπορεί να κρατήσει ολόκληρη ταινία 100 λεπτών.