Σκηνοθεσία: Μαρκ Ρομανέκ
Παίζουν: Κάρεϊ Μάλιγκαν, Κίρα Νάιτλι, Άντριου Γκάρφιλντ
Διάρκεια: 103’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Μη μ’ αφήσεις ποτέ”
Ο Μαρκ Ρομανέκ, ένας από τους διασημότερους σκηνοθέτες βίντεο κλιπ στον κόσμο, με πολλές συνεργασίες με τον Μάικλ Τζάκσον στο ενεργητικό του, έχει αποδείξει πως θα στραφεί στο κινηματογραφικό πλατό μονάχα αν νιώσει πραγματικά την ανάγκη. Για του λόγου το αληθές, από το νεανικό και ψυχεδελικό ντεμπούτο του με το «Static», εν έτει 1985, χρειάστηκε να πενηνταρίσει μέχρι να γυρίσει την τρίτη του ταινία. Ενδιάμεσος σταθμός το προ ενδεκατίας «One Hour Photo», το οποίο αδίκως αγνοήθηκε από το κοινό και κατακρεουργήθηκε από την κριτική. Απ’ ότι αποδείχτηκε, ο Ρομανέκ μάλλον διαθέτει κάποιο σπάνιου είδους «αλεξιβραβείο», διότι με τη κοινή λογική είναι αδύνατο κανείς να ερμηνεύσει την επιδεικτική και σαρωτική αγνόησή του από όλα τα περσινά βραβεία, ακόμη και από τα πλέον ανυπόληπτα.
Στην περίπτωσή μας τώρα, το βασικό –αλλά επ’ ουδενί καθαυτό επαρκές– όπλο στη σκηνοθετική φαρέτρα είναι η μαγιά, η πρώτη ύλη του «Never let me go», το ομώνυμο δηλαδή βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο της ταινίας σε συνεργασία με τον Άλεξ Γκάρλαντ. Ο βρετανοτραφής Ιάπωνας συγγραφέας δεν είναι πρωτόβγαλτος στο χώρο, καθότι είχε επιμεληθεί το σενάριο της κινηματογραφικής μεταφοράς του, επίσης δικού του, μυθιστορήματος «Απομεινάρια μιας μέρας», με σκηνοθέτη τον Τζέιμς Άιβορι. Αν αναζητήσουμε μία κοινή συνισταμένη μεταξύ των δύο ιστοριών, αυτή δεν είναι άλλη από τη σαρωτική ανεπάρκεια του χρόνου, από το αναπόφευκτο στέρεμά του όταν ακριβώς πείθουμε τον εαυτό μας ότι χρειαζόμαστε μονάχα λίγες παραπάνω στιγμές για να διορθώσουμε όλα όσα προηγήθηκαν. Στα «Απομεινάρια μιας μέρας», ο έρωτας θα γεννηθεί, θα ζήσει και θα μείνει αθάνατος σε μία μόνιμο καθεστώς κορύφωσης, όντας μέχρι τέλους ανομολόγητος και εσωτερικός. Στο «Never let me go», ενώ η κλεψύδρα του χρόνου αδειάζει ασφυκτικά, το μόνο που μοιάζει σημαντικό είναι να υπάρξει αρκετός χρόνος ώστε να γίνει βίωμα η αγάπη, να στεριώσει όσο χρειάζεται για να δοθούν οι απαραίτητες παντοτινές υποσχέσεις.
Ευθύς εξαρχής, από την αφήγηση της εναρκτήριας σκηνής, κατακλυζόμαστε από ένα ακαθόριστο αίσθημα ανησυχίας, μία συνεχή υποψία αγωνίας σε δεύτερο επίπεδο, μία υποδόρια αβεβαιότητα που δυσκολεύει την αναπνοή. Οι λέξεις ηχούν περίεργα και μας καθιστούν κοινωνούς μίας κατάστασης συγκεχυμένης και παράδοξης. Βρισκόμαστε ήδη ένα βήμα πριν το τέλος, επομένως δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να κοιτάξουμε αναγκαστικά προς τα πίσω, προς τα χρόνια της εφηβείας, σε ένα ειδικών προδιαγραφών οικοτροφείο στην αγγλική επαρχία, το οποίο λειτουργεί σχεδόν κατά κυριολεξία ως εκτροφείο. Οι «ιδιαίτεροι» τρόφιμοί του αποτελούν μέρος ενός αυστηρού και απαρέγκλιτου προγράμματος που ερμηνεύει τον κανιβαλισμό ως ανθρωπισμό. Μία κοινωνική τάξη απόκληρων και ανεπιθύμητων προορίζεται να λειτουργήσει ως ανταλλακτικό είδος για να κρατηθεί υγιής και κραταιός ο κυρίως παραγωγικός κορμός. Ο αμείλικτα προκαθορισμένος σκοπός απλώνει ένα πέπλο αναπόδραστου ντετερμινισμού, μία καταδικαστική τελεολογία από την οποία ουδείς διαφεύγει μα το κυριότερο, ουδείς διανοείται καν να προσπαθήσει να διαφύγει. Ενώπιόν μας δεν έχουμε μία εξέγερση που σιγοβράζει ή μία συνειδητοποίηση που καλλιεργείται σταδιακά, αλλά αντιθέτως μία πλήρης αποδοχή μίας μοίρας τραγικής. Καμία εξήγηση δεν αναζητείται, καμία θεωρία δεν αναπτύσσεται, τα πάντα κυλούν όπως πρέπει να κυλήσουν. Τελικά όμως, ακόμη και σε αυτό το πνιγηρό περιβάλλον τρυπώνει και διεκδικεί πεισματάρικα μερίδιο μία δύναμη υπέρτερη. Η ζωή.
Με μία χρωματική παλέτα μονίμως ξεθωριασμένη και θαμπή, σαν να φθίνει ακατάπαυστα και να χάνεται η ίδια η ύπαρξη, ο Ρομανέκ μας αποκαλύπτει όλο το πλέγμα των ανθρώπινων αντιδράσεων που αρνούνται εκ φύσεως να μείνουν ανενεργές. Η αγάπη, η προδοσία, τα απωθημένα αισθήματα, οι ανεπαίσθητες χαρές. Ο έρωτας, όπως παντού και πάντα, προσφέρει τη μέγιστη αυταπάτη, την απόλυτη ψευδαίσθηση, χωρίς όμως να μπορεί να δώσει το πολυπόθητο εξιτήριο. Ξεχωριστή μνεία οφείλει να γίνει στο εξαιρετικό εύρημα της τοποθέτησης μία ιστορίας, κατά βάση, επιστημονικής φαντασίας στο…παρελθόν, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα ρούχα, τα κτήρια, τα αυτοκίνητα, τους δρόμους και πολλά άλλα. Το μέλλον λοιπόν δεν διαγράφεται ζοφερό αλλά αντιθέτως έχει ήδη διαγραφεί σκοτεινό και πνιγηρό, η «ουμανιστική» αυτή κοινωνία ίσως να είναι ολόγυρά μας ή να έχει ήδη υπάρξει και να μην το αντιληφθήκαμε. Όπως και να έχει, η έννοια της χρονικής συνέχειας συσκοτίζεται οριστικά και αμετάκλητα σχηματίζοντας ένα άχρονο διηνεκές που μας καταπίνει, ενόσω εμείς αφήνουμε πίσω όχι μία κραυγή τρόμου, αλλά απλώς ένα απορημένο βλέμμα μελαγχολίας.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.
Δείτε σχετικά: εδώ.