Reviews Monsieur Verdoux

6 Ιουλίου 2019 |

Monsieur Verdoux

Σκηνοθεσία: Τσαρλς Τσάπλιν

Παίζουν: Τσαρλς Τσάπλιν

Διάρκεια: 122′

Ελληνικός τίτλος: “Ο Κύριος Βερντού”

Ο Ανρί Βερντού είναι ένας τέως τραπεζικός υπάλληλος που έχει χάσει τη δουλειά του λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Πένης και αδύναμος να στηρίξει την οικογένειά του, ο άλλοτε αξιοσέβαστος κύριος συλλαμβάνει και θέτει σε εφαρμογή ένα πανούργο σωτήριο σχέδιο: παντρεύεται και στη συνέχεια εξαφανίζει μυστηριωδώς πλούσιες γυναίκες. Χήρες, κληρονόμοι, αυτοδημιούργητες, νικήτριες του λαχείου, καμία δεν εξαιρείται από το παλμαρέ του. Ωστόσο, όπως είναι αναμενόμενο, το ριψοκίνδυνο πλάνο του Βερντού κάποια στιγμή παρουσιάζει επιπλοκές.

Εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του Κυανοπόγωνα του Γκαμπέ του Ανρί Λαντρί αλλά και μία πρωταρχική ιδέα του Όρσον Γουέλς, η ταινία αυτή αποτελεί σημείο τομής για τον λατρεμένο Τσάρλι Τσάπλιν. Ο Σαρλό, ο αλητάκος που αγαπήθηκε όσο ουδείς κινηματογραφικός ήρωας πριν ή έκτοτε, ανήκε πλέον στη σφαίρα του παρελθόντος. Τα φαρδιά παντελόνια και οι μορφασμοί του συνιστούσαν εν έτει 1947 μία βαριά παρακαταθήκη από την οποία ο Τσάπλιν, με τον Βερντού, αποσυνδέεται οριστικά.

Βλέποντας κανείς με την ασφάλεια του χρόνου που παρήλθε την παρεξηγημένη στην εποχή της ταινία, αντιλαμβάνεται ότι εδώ χωράει περισσότερος «Τσάπλιν» από οπουδήποτε αλλού. Ελάχιστα χρόνια μετά τον ουμανιστή Μεγάλο Δικτάτορα του 1939, ο Τσάπλιν στέκει σε εντελώς αντίθετη θέση από την προηγούμενη, αφού το «Let us all unite!» που εξεφώνησε τότε είχε μεταφραστεί σε μία αιματοχυσία που όμοια της δεν είχε συναντήσει ανθρώπινο μάτι. Το τέρας είχε έρθει, και μόνη η εμφάνισή του αποτέλεσε την ήττα του Ανθρώπου. Αυτή η μάζα στην οποία απευθύνθηκε ο Τσάπλιν με θαυμαστή καλλιτεχνική πυγμή και αφέλεια είχε επιτελέσει ένα έγκλημα τόσο φρικώδες, που δεν μπορούσε ποτέ να το προβλέψει ανθρώπινος νους.

Στη διαδεδομένη ερώτηση περί του αν μπορεί να υπάρξει τέχνη μετά το Άουσβιτς, ο Τσάπλιν αρνείται να απαντήσει ευθέως. Η ίδια του η ταινία όμως, Ο Κύριος Βερντού, αποτελεί την τοποθέτησή του. Ο άνθρωπος, έτσι όπως τα κατάφερε, δεν δικαιούται πια αλητάκους, δεν μπορεί να περπατά κάτω από τα φώτα της πόλης που ρήμαξε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Τα ουμανιστικά οράματα του αξιολάτρευτου Σαρλό είναι κομμάτι ενός άλλου κόσμου, που έχει διαγραφεί αμετάκλητα ∙ έχουν περάσει πια στο παρελθόν, περίπου όπως ο ίδιος ο βωβός κινηματογράφος που αποτέλεσε πεδίο δόξης υπέρλαμπρο για τον Τσάπλιν. Ως αποχαιρετισμό, μπορεί κανείς να κρατήσει τις περιπέτειες του κουρέα-σωσία του Χίνκελ. Στη νέα τάξη πραγμάτων, όμως, ο Λονδρέζος δηλώνει «παρών», προτάσσοντας ένα φιλμ που καταδεικνύει τις σκέψεις του για την καινούρια πραγματικότητα.

Είναι ο Βερντού μέρος ενός όψιμου κομμουνιστικού παραληρήματος του Τσάρλι Τσάπλιν, όπως ερμηνεύτηκε στην εποχή του; Ή, έστω, μία ταινία που καταγγέλλει τη φιλοχρηματία και τη ματεριαλιστική εποχή; Όπως και ο ίδιος ο βασικός χαρακτήρας, τίποτα σε αυτό το φιλμ δεν είναι μονοδιάστατο ή απλοϊκό. Ο πρωταγωνιστής τοποθετείται σε όλες τις θέσεις του ηθικού άξονα: είναι θύτης και θύμα, πονηρός και εξαπατημένος, παραιτημένος και επίμονος ταυτόχρονα. Ο Βερντού είναι ο άνθρωπος της εποχής του, ένας καθρέφτης της ηθικής αποτυχίας του Μεσοπολέμου, ένας φορέας της κυνικής αλήθειας που άπαντες άφησαν να θεριέψει κάνοντας πως δεν την βλέπουν.

Μεγαλειώδες είναι και το χρονικό σημείο στο οποίο τοποθετείται η αφήγηση: ενώ πρόκειται για ένα φιλμ-ακρωτηριασμένο τέκνο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο χρόνος είναι η δεκαετία του 1930. Στην πραγματικότητα, το βλέμμα του Τσάπλιν είναι στραμμένο τόσο στη μεγάλη ευρωπαϊκή αυταπάτη του μεσοπολέμου όσο και στην ίδια τη φρίκη που ακολούθησε, μαρτυρώντας παράλληλα και την αγωνία περί του τι κόσμος είναι αυτός που έχει απομείνει μετά τον όλεθρο.

Δεν είναι οι δόσεις της μελαγχολίας που χαρίζουν στο φιλμ περίοπτη θέση σε μία τόσο πλούσια φιλμογραφία, αλλά η καινοφανής πίκρα που κομίζει στο συνολικό όραμα του Τσάπλιν για τον κόσμο. Οι ομοιότητες με το προγενέστερο έργο του (η αψεγάδιαστη χρήση του μελοδράματος είναι ακόμα παρούσα, όπως και τα χαρακτηριστικά στοιχεία σωματικής κωμωδίας) καθιστά ακόμα πιο επίπονη για τον θεατή την απομάκρυνση του δημιουργού από την προηγούμενη θέση του.

Ο «αλητάκος» φεύγει, ο «Βερντού» έπεται, και ο κόσμος μοιάζει πολύ πιο φιλόξενος για τον δεύτερο. Έναν άνθρωπο που έχει κοιτάξει κατάματα τον κυνισμό, δεν μπορεί να τον τρομάξει τίποτα, παρά μόνο η αλγεινή γνώση πως ο κόσμος που κάποτε πίστεψε και με πάθος εκπροσώπησε έχει εξαφανιστεί ανεπιστρεπτί. Αν υποθέσουμε, φυσικά, ότι υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑