Reviews Misery

30 Σεπτεμβρίου 2015 |

Misery

Σκηνοθεσία: Ρομπ Ράινερ

Παίζουν: Κάθι Μπέιτς, Τζέιμς Κάαν

Διάρκεια: 107’

Έτος παραγωγής: 1990

I’m your number one fan!

Ο όρος «ψυχολογικό θρίλερ» ακούγεται εξαρχής οξύμωρος. Νοείται άραγε θρίλερ το οποίο να μην προσανατολίζεται στην πρόκληση ψυχικής ταραχής του κοινού; Στη δημιουργία άβολης ταύτισης με τον αδίκως παθόντα πρωταγωνιστή ή στο σταδιακό χτίσιμο της έντασης που θα συνεπάρει το θεατή και θα του δημιουργήσει την οριακή, αρχαιοελληνικής καταγωγής, ανάγκη για κάθαρση;

Ίσως ο όρος αυτός λοιπόν να προσδιορίζει μεταξύ άλλων και τις λιτές εκείνες ταινίες που δε μετέρχονται εντυπωσιασμούς, ωμή βία και φθηνά αιματηρά τρικ, προσδοκώντας να δημιουργήσουν το είδος του τρόμου που προκαλεί πραγματικό σύγκρυο: το αίσθημα του ψυχικού αδιεξόδου, της εξάντλησης των δυνάμεων του άμοιρου πρωταγωνιστή και κατ’ επέκταση, του θεατή. Αριστεύσασα σε τούτο το κινηματογραφικό στυλ είναι η εν λόγω ταινία, που θα διεκδικούσε τις δάφνες της κορυφαίας μεταφοράς έργου του Στίβεν Κινγκ, αν δεν είχε ασχοληθεί με αυτόν ο τιτάνας Στάνλεϊ Κιουμπρικ.

Stephen King

Ο Paul Sheldon, επιτυχημένος εμπορικά συγγραφέας που αισθάνεται την καλλιτεχνική του αξία να συρρικνώνεται μέρα με τη μέρα, ετοιμάζεται να αλλάξει σελίδα στην καριέρα του. Τα ρομαντικά μυθιστορήματα με την ίδια πρωταγωνίστρια, ονόματι Misery, που απασχόλησαν τη συγγραφική του δημιουργία και του απέφεραν δόξα και χρήματα πρόκειται να λάβουν τέλος, αφήνοντας του το χώρο να φανερώσει επιτέλους τις καλλιτεχνικές του αξιώσεις. Αποσύρεται λοιπόν σ’ ένα απόμακρο πανδοχείο στο Κολοράντο με σκοπό να εκκινήσει την μετά-Misery εποχή του. Επιστρέφοντας όμως στη Νέα Υόρκη, πέφτει θύμα χιονοθύελλας και τραυματίζεται άσχημα.

Για καλή του τύχη τον περιμαζεύει η Annie Wilkes, μια νοσοκόμα της περιοχής, η οποία είναι και ορκισμένη θαυμάστριά του. Η διάσωσή του όμως σταδιακά μετατρέπεται σε ομηρία του από τη διαταραγμένη σωτήρα, η οποία όταν ανακαλύπτει ότι η λατρεμένη της Misery βρίσκει το θάνατο στο τελευταίο έργο του Sheldon, εξοργίζεται και τον εγκλωβίζει δίχως περιστροφές, μέχρι να τον φέρει στο σωστό δρόμο. Τον αναγκάζει να γράψει ένα νέο βιβλίο, το οποίο θα βασίζεται στην επιστροφή της Misery στη ζωή, καθώς ο εύθραυστος ψυχισμός της αδυνατεί να δεχθεί τη δολοφονία, όπως την αντιλαμβάνεται, της αγαπημένης της ηρωίδας.

Ο ακραία ασταθής Ρομπ Ράινερ δημιούργησε μια ταινία τεχνικά άτρωτη, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη στο γενικότερο είδος. Η κλιμάκωση της αγωνίας μοιάζει να είναι κεντημένη με ανατριχιαστική λεπτότητα, ενώ η εξέλιξη του δράματος του δύσμοιρου συγγραφέα καθιστά κοινωνούς τους θεατές με μαεστρικό τρόπο. Τα κλειστοφοβικά πλάνα που έχει επιλέξει καθηλώνουν και μαζί με το κοφτό, όπου χρειάζεται, μοντάζ δημιουργούν την απαραίτητη αφόρητη ένταση. (Χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο Paul Sheldon επιχειρεί για πρώτη φορά να αποδράσει από το σπίτι.) Παράλληλα, κατορθώνει να πάρει τα ανώτατα από τους πρωταγωνιστές του.

Η Κάθι Μπέιτς, σε μια ιστορική πολυβραβευμένη ερμηνεία, καταφέρνει να ενσαρκώσει τον συνεχώς εναλλασσόμενο ψυχισμό της ηρωίδας με απόλυτη ακρίβεια εκφράσεων και βλεμμάτων, αγγίζοντας έτσι το ερμηνευτικό της ζενίθ. Παράλληλα, ο Τζέιμς Κάαν, έχοντας ήδη αγγίξει τα 50 και αδυνατώντας πια να περιφέρει απλώς την ομορφιά του, είναι απολύτως λειτουργικός και επαρκής στο ρόλο του. Ο ρυθμός είναι έντονος και κλιμακούμενος, χωρίς αδικαιολόγητες παύσεις και κενά, επιτρέποντας στο σχετικά απλό story να αποτελέσει τον πυρήνα μια έντονης και μαρτυρικής κινηματογραφικής διαδρομής στην παράνοια, ενώ η αποφυγή της κατάχρησης τετριμμένων θριλερικών γραφικοτήτων απελευθερώνει την ταινία από τα στεγανά του είδους της. Με λίγα λόγια, η αρρωστημένη ατμόσφαιρα δημιουργείται κατά τρόπο άρτιο και πλήρως προσεγμένο.

Παράλληλα, η ταινία στέκει προσηλωμένη σε άγραφους κανόνες χιτσκοκικών καταβολών. Ο πρωταγωνιστής, τοποθετημένος μέσα σ’ ένα αδιέξοδο που δεν προκάλεσε άμεσα ο ίδιος, στέκει έρμαιο επιλογών άλλων, ενώ η, πότε ευγενής και πότε τυρρανική, νοσοκόμα κλείνει το μάτι στον πατρογονικό Norman Bates του Psycho. Απαλλάσσοντας το έργο του από την αχρείαστη αιματοχυσία, ο Ράινερ δημιουργεί κλίμα θανατικής καταδίκης για τον άτυχο συγγραφέα, ο οποίος πέφτει θύμα της παράνοιας που εν μέρει με το έργο του συντηρεί και γιγαντώνει. Έτσι, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, ο Sheldon ίσως τιμωρείται για την ύβρι του: θυσίασε το ταλέντο του και τις αξιώσεις του για τη δόξα, δημιουργώντας ένα σαθρό πλαίσιο συγγραφικής ευτέλειας, το οποίο, μέσω της ψυχασθενούς νοσοκόμας, τον καταδιώκει και τον υπερβαίνει.

Ο Στίβεν Κινγκ με το Misery κοιτάει κατάματα τον εαυτό του. Δημιουργεί ένα alter ego στο οποίο τοποθετεί όλες τις φοβίες και τις ανασφάλειες που ταλανίζουν το ούτως ή άλλως πολυσύνθετο πνεύμα του σχετικά με την καλλιτεχνική σταδιοδρομία. Άραγε μέχρι πού μπορούν να φτάσουν οι αξιώσεις του κοινού από έναν καλλιτέχνη; Αν αυτός έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι θα επαναλαμβάνει τον εαυτό του διαρκώς, δίνοντας αυτό που ζητά το κοινό, μπορεί ποτέ να το ανακόψει; Το σημείο τομής μεταξύ της επιθυμίας του κοινού και της ανάγκης του καλλιτέχνη είναι, για τον Κινγκ, δυσεύρετο. Μοιάζει να αντιλαμβάνεται τη μάχη των δύο μεγεθών σαν μια διελκυστίνδα, σαν ένα αγώνα με έπαθλο την κυριαρχία τού ενός επί του άλλου άλλως σαν τον ύψιστο βωμό του συμβιβασμού.

Το Misery είναι ένα φιλμ που χαρακτηρίζεται από σταθερή προσήλωση στο στόχο του. Χωρίς περιττές κινήσεις και από το πρώτο πλάνο στο άφιλτρο Lucky Strike μέχρι το φινάλε, η ταινία κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα δεν αρκείται στην μονοεπίπεδη ανάγνωση. Σε κάθε περίπτωση, εξοπλίζει όλους τους φανατικούς του θρίλερ με μία απάντηση τεράστιου κινηματογραφικού βεληνεκούς, όταν θα χρειαστεί να υπερασπιστούν το είδος που τόσο άδικα βάλλεται συνεχώς.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑