Lucy

Σκηνοθεσία: Λικ Μπεσόν

Παίζουν: Σκάρλετ Γιόχανσον, Μόργκαν Φρίμαν, Μιν Σικ Τσόι

Διάρκεια: 89΄

Εν αρχή ην ο μύθος. Ο γοητευτικός μύθος, αυτός που μας κάνει να νιώθουμε πως όλα είναι δυνατά, πως μπορούμε με το βλέμμα μας να ελέγξουμε την ύλη, να μείνουμε άφθαρτοι. Ο μύθος λέει πως το ανθρώπινο είδος χρησιμοποιεί μονάχα το 10% του εγκεφάλου του. Όλοι το έχουν ακούσει, κανείς δεν θυμάται από πού, αλλά κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα ως μια διαπιστωμένη αλήθεια, ένα επιστημονικό εύρημα. Μια απλή βόλτα στο διαδίκτυο αρκεί για να διαπιστώσει κανείς πως δεν υπάρχει κανένα επιστημονικό άρθρο που να υποστηρίζει κάτι τέτοιο, πως ο Αϊνστάιν ποτέ δεν μίλησε για το 10% και πως η όλη ιστορία ξεκίνησε από προ εκατονταετίας παρεξηγήσεις και λάθος διατυπώσεις.

Όπως και να έχει, πάνω σε αυτήν την Nike ιδέα του «όλα είναι δυνατά» πατά ο κάποτε τρομερός σκηνοθέτης Λικ Μπεσόν, για να μας παρουσιάσει τη Λούσι. Η Λούσι, λοιπόν, είναι μια γυναίκα η οποία απάγεται από την ασιατική μαφία. Της ανοίγουν την κοιλιά και της τοποθετούν μια σακούλα με ένα νέο ναρκωτικό, το οποίο θα πρέπει να το μεταφέρει αεροπορικώς σε κάποιο άλλο μέρος της γης. Όταν, όμως, ένας ανίδεος θα την κλωτσήσει με δύναμη στην κοιλιά, το ναρκωτικό θα διαρρεύσει μέσα της προκαλώντας μια σειρά από χημικές αντιδράσεις. Το αποτέλεσμα; Η Λούσι θα αρχίσει να χρησιμοποιεί ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του εγκεφάλου της. Το 10%, θα γίνει 20%, μετά 30%, μετά 40% και πάει λέγοντας. Αντίστοιχα οι πνευματικές της ικανότητες θα αυξάνονται, θα αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του σώματός της και της συνείδησής της, θα μπορέσει να ελέγξει την ύλη (τηλεκίνηση κι όχι μόνο) και επίσης πάει λέγοντας.

Η ιδέα ασχέτως αν στηρίζεται σε ένα λαϊκό μύθο, έχει ενδιαφέρον, διότι πραγματεύεται την ανθρώπινη φαντασίωση της εξέλιξης. Ξεκινήσαμε από τον πίθηκο, αλλάξαμε, μεταλλαχτήκαμε, θα αλλάξουμε ξανά, ποιος ξέρει πού θα βρισκόμαστε σε φυσικό και πνευματικό επίπεδο σε 1000 χρόνια από τώρα (αν δεν έχει πέσει πρώτα ο ουρανός στο κεφάλι μας); Από εκεί και πέρα κατά την προσφιλή του τακτική, ο Λικ Μπεσόν συνδυάζει τη δράση, τη βία και μια ποπ αισθητική με φιλοσοφικές ανησυχίες για να φτιάξει ένα αποτέλεσμα που θα είναι αρκετά γλυκό στο μάτι, ώστε να αγγίξει το ευρύ κοινό, και αρκετά «βαθύ» (πόσο άσχημη λέξη, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια άλλη αυτήν τη στιγμή), ώστε να μην χαρακτηριστεί ως απλώς μια ταινία δράσης επιστημονικής φαντασίας. Όταν ήταν νέος, τα κατάφερνε. Τώρα νομίζω πως έχει χάσει το μαγικό ραβδί. Μπορεί να είναι πετυχημένος παραγωγός, μπορεί η ταινία του να πήγε περίφημα στα αμερικανικά ταμεία, αλλά μέχρι εκεί.

Εξάλλου, κακά τα ψέματα το μεγαλύτερο μερίδιο επιτυχίας οφείλεται στην πρωταγωνίστριά του, τη Σκάρλετ Γιόχανσον. Συνεχίζοντας την προσφιλή τακτική του, αλλά και εμμονή του, η Σκάρλετ Γιόχανσον είναι η νέα ηρωίδα του μετά την Αν Παριγιό («Νικίτα») με την οποία υπήρξε παντρεμένος, τη Νάταλι Πόρτμαν («Leon») και τη Μίλα Γιόβοβιτς («Το πέμπτο στοιχείο» και «Ιωάννα της Λωραίνης») με την οποία επίσης υπήρξε παντρεμένος. Η Σκάρλετ Γιόχανσον, λοιπόν, έχει το ίδιο χάρισμα με τις προηγούμενες, αυτό της υπερφυλικής γοητείας (κάτι σαν τον Τζόνι Ντεπ), η οποία δηλαδή ξεπερνάει το φύλο και τις σεξουαλικές προτιμήσεις και απολαμβάνει την καθολική αισθητική αποδοχή.

Είναι αυτό αρκετό; Για μερικούς μπορεί να είναι. Για άλλους όχι. Προσωπικά ήλπιζα σε μια δυναμική επιστροφή του σκηνοθέτη Λικ Μπεσόν, αλλά ανάμεσα στα πολλά εφέ που θύμιζαν screensaver υπολογιστή και μια συμπαθητική ιδέα, ένιωθα τον εκβιασμό της πρωτοτυπίας και την αδυναμία να χτιστεί ένα σύνολο αντάξιο της υπερφυλικής σαγήνης της πρωταγωνίστριας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑