Σκηνοθεσία: Γκασπάρ Νοέ
Παίζουν: Καρλ Γκλούσμαν, Αόμι Μουγιόκ, Κλάρα Κριστίν
Διάρκεια: 135’
Διεστραμμένος. Εμμονικός. Κακή απομίμηση του Παζολίνι. Αυτοί είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν τον Γκασπάρ Νοέ από την αρχή της σταδιοδρομίας του. Ο ακριβοθώρητος σκηνοθέτης, που παρέστη στις πρόσφατες «Νύχτες Πρεμιέρας» του Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, μοιάζει να πραγματοποιεί άλλη μια κινηματογραφική εξέγερση η οποία είναι «εν γένει εκτός του κλίματος», αυτή τη φορά με κύριο άξονα το σεξ. Έξι χρόνια μετά το ψυχοτροπικό «Enter The Void», ο Νοέ επιλέγει να κινηθεί σε πιο προσιτά νερά και επιχειρεί μία ανάγνωση του έρωτα μέσα από τα ούτως ή άλλως αντισυμβατικά γυαλιά του.
Στην ταινία συναντάμε τον Μέρφι, νεαρό Αμερικανό που σπουδάζει κινηματογράφο στο Παρίσι και δηλώνει απερίφραστα «I fuckin’ love Europe». Ο λόγος είναι ότι θεωρεί πως η γηραιά ήπειρος είναι ο χώρος στον οποίο δύναται να εκφράσει την καλλιτεχνική του οπτική απρόσκοπτα και κυρίως ανακαλύψει τον εαυτό του σεξουαλικά αποδεσμευμένος από τα πουριτανικά πλαίσια της πατρίδας του. Έτσι, όταν γνωρίζει την στερεοτυπική Γαλλίδα ονόματι Ηλέκτρα, μία ύπαρξη τόσο συναισθηματικά ασταθή που φαίνεται να διαθέτει στο DNA της το ελιξίριο της δυστυχίας, την ερωτεύεται παράφορα και συναντά μαζί της το σημείο αποκορύφωσης της ερωτικής διαδρομής: το σεξ με κάποιον που σε έχει ήδη κατακτήσει συναισθηματικά, που κατά τον Μέρφι είναι το νόημα της ζωής. Η σχέση όμως των δύο εύθραυστων ψυχισμών αρχίζει να τελματώνει –κάπως ανεξήγητα η αλήθεια είναι– και, έχοντας απολέσει προ καιρού κάθε ουσιαστικό έλεγχο των καταστάσεων στις οποίες οδηγούνται, αποφασίζουν να την αναζωογονήσουν μέσω της σεξουαλικής οδού∙ αρχίζουν να έχουν επαφές με άλλους, επισκέπτονται πορνεία, συνευρίσκονται σε κάθε σημείο όπου χωρούν να σταθούν 2 άτομα και δοκιμάζουν να φέρουν στον κρεβάτι τους και την 17χρονη Όμι, γειτόνισσα του Μέρφι. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ο απογοητευμένος από την πραγματικότητα Αμερικανός να αφήσει έγκυο την ανήλικη και να προκαλέσει την οργή της Ηλέκτρας, κατάσταση για την οποία μετανιώνει σε όλη του τη ζωή ή έστω, επαναλαμβανόμενα, σε όλη την ταινία.
Το enfant terrible του γαλλικού σινεμά –μολονότι Αργεντινός– επιδιώκει μια σκοτεινή κατάδυση στα άδυτα του ανδρικού νου, που στα μάτια του είναι καταστροφικά απλοϊκός, οριακά ζωώδης, αδύναμος να κατανοήσει την πολυπλοκότητα των σχέσεων, αλλά είναι μονίμως έτοιμος να αφιερωθεί, τρώγοντας τις ίδιες του τις σάρκες, σε εκείνον τον τύπο γυναίκας που αποτελεί το διαβατήριο του προς την καταστροφή. Με τον τρόπο αυτό παρουσιάζει την Ηλέκτρα, σαν μια ανικανοποίητη και ανασφαλή παρουσία που δε μπορεί να επαναπαυθεί αλλά ούτε και να προχωρήσει, εν αντιθέσει με τον Μέρφι, που βλέπει τις σχέσεις σαν μοντέλα στατικά, προικισμένοι αμφότεροι με φιλοσοφίες τόσο μακριά από την πραγματικότητα που νομοτελειακά θα καταλήξουν σε αδυναμία αντιμετώπισης των προβλημάτων που προκύπτουν από την ανθρώπινη συνύπαρξη, που βρίσκεται πάντα, κατά το σκηνοθέτη, σε αντίστροφη μέτρηση της επώδυνης λήξης της.
Ο Νοέ κινηματογραφεί μη γραμμικά και σε έντονο κόκκινο χρώμα κάτι που ομοιάζει με την ιστορία της ζωής του με μεγάλες δόσεις εσωστρέφειας και αυτοαναφορικότητας. Ξεδιπλώνει σχετικά κομψά τον αμήχανο βασικό του χαρακτήρα, παρά την ψυχρή ερμηνεία του Καρλ Γκλούσμαν, αλλά η νουαρίζουσα αφήγηση που έχει επιλέξει καθίσταται συχνά παράταιρη προς τη συνολική εικόνα του έργου. Ο αισθησιασμός του ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον λυρισμό, και εισφέρει τα μέγιστα στην αποδαιμονοποίηση του σεξ ως βασικού στοιχείου της ρεαλιστικής κινηματογραφικής παρουσίασης της ερωτικής σχέσης. Οι σκηνές πραγματικού σεξ (unstimulated κατά το κοινώς λεγόμενο) κάθε άλλο παρά εκτός κλίματος είναι και η εκτεταμένη χρήση τους υπηρετεί σε γενικές γραμμές το μήνυμα του Νοέ, αλλά στο δεύτερο μέρος του έργου, που συντίθεται σχεδόν αποκλειστικά από αυτές, ο θεατής τελικώς αποπροσανατολίζεται και ψάχνει ανάμεσα στα ολόγυμνα κορμιά να θυμηθεί την ουσία του έργου. Επιχείρησε δηλαδή να μιλήσει για το σεξ ως τελευταίο ισχυρό όπλο που διαθέτουν δύο άνθρωποι ως άμυνα απέναντι στη φθορά της σχέσης τους, του οποίου η ανεπάρκεια σημαίνει κατ’ ουσίαν την οριστική ήττα, αλλά η κατάχρηση των εκφραστικών μέσων και η συνολική υπερβολή μάλλον ζημιογόνος ήταν ως προς την απλή αλλά σπουδαία αυτή νοηματική σύλληψη.
Οξύ πρόβλημα, όπως και σε κάθε ταινία του αγαπημένου προβοκάτορα, παρατηρείται στο ρυθμό του φιλμ, που κάθε άλλο παρά σταθερός είναι. Είναι δύσκολο να αισθανθεί κανείς πλήξη σε μια ταινία που διαθέτει τόσο πολύ σεξ και μάλιστα συχνά αρκετά καλογυρισμένο, όμως εν προκειμένω το φλερτ με την ανία που δημιουργεί το αλλόκοτο μοντάζ είναι έντονο όσο βαίνει η ταινία προς το τέλος. Οι μουσικές επιλογές, που απαρτίζουν ένα ετερόκλητο σύνολο το οποίο περιλαμβάνει Eric Satie, Pink Floyd, λίγη trance, την ψυχεδέλεια των Funkadelic και ανεξήγητα πολύ John Carpenter, πότε φωτίζουν ωραία την εικόνα και πότε τη στέλνουν απευθείας στο σύμπαν του καλτ.
Παρά τα ανωτέρω έκδηλα ελαττώματα και τις αστοχίες, ο Νοέ εδώ βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στο να προσεγγίσει την κινηματογραφική ουσία που φαίνεται να επιδιώκει. Δεν επιθυμεί να αποθεώσει το σεξ σαν αυτοτελή πράξη, αλλά το νοηματοδοτεί με την αγάπη, σ’ έναν κόσμο που τα δύο στοιχεία, αντί να αλληλοσυμπληρώνονται, βαίνουν αντιστρόφως ανάλογα. Φυσικά, δεν αναφέρεται στην πουριτανική αγάπη, αλλά στο πάθος για τη ζωή, που βρίσκει την τέλεια έκφρασή του μέσα από την έντονη σαρκική επαφή, ή αλλιώς συν-ουσία. Μέσα από το ατέλειωτο σεξ, κάνει την εμφάνιση της η τρυφερότητά του για τους ανθρώπους που, όπως ο ίδιος, δεν καταφέρνουν ποτέ να κατανοήσουν το σύνθετο της ανθρώπινης σχέσης και πελαγοδρομούν δίχως να αντιλαμβάνονται το βάθος και το βάρος των συνεπειών που ακολουθούν κάθε τους πράξη. Παρουσιάζει έναν χαρακτήρα σε βαθιά κρίση και τον τοποθετεί στην αρχή μιας εξοντωτικής ενδοσκόπησης που θα τον αφήσει συναισθηματικά ανάπηρο. Δυστυχώς όμως, βυθίζει το έργο του σε ψευδοφιλοσοφικές ατάκες, μακρηγορεί αχρείαστα και εγκλωβίζεται μέσα στην ίδια του τη σκέψη, που η πορεία της για τον ίδιο μοιάζει αυτονόητη, για το θεατή όμως όχι. Δικαιώνει λοιπόν τη φράση «πολύ κακό για το τίποτα» που κυριάρχησε στα χείλη του κοινού στην πρεμιέρα των Καννών. Το αν είναι εθισμένος ή όχι στην πρόκληση, οπότε και εσαεί καταδικασμένος να περιορίζει ποιοτικά τις ταινίες του, μένει να κριθεί. Περισσότερο, πάντως, δίνει την εικόνα καλλιτέχνη που είναι σε αδυναμία να επικοινωνήσει με το κοινό του, παρά αυτού που ξυπνάει και κοιμάται αναλογιζόμενος τι θα κάνει για να διασαλεύσει την ηθική τάξη. Πολύ σεξ είδαμε και στο «Nymphomaniac» ή στο «Shame». Μόνο που οι σκηνοθέτες αυτών παρέμειναν συγκεντρωμένοι και μεγαλούργησαν. Το «Love» είναι η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της καριέρας του Νοέ και μία από τις σημαντικότερες της φετινής κινηματογραφικής χρονιάς.