Μεταφρασμένος τίτλος: «Το Τέλειο Χτύπημα»
Σκηνοθεσία: Τζουζέπε Τορνατόρε
Παίζουν: Τζέφρεϊ Ρας, Σίλβια Χοξ, Τζιμ Στάρτζες, Ντόναλντ Σάδερλαντ
Διάρκεια: 130΄
Έτος Παραγωγής: 2013
Ένας διάσημος μεσήλικας εκτιμητής τέχνης και πλειστηριαστής, ο οποίος διατηρεί την προσωπική του συλλογή μέσω διακριτικών κομπίνων, θα βρεθεί μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση. Μια νεαρή γυναίκα η οποία ζει κλεισμένη σε ένα δωμάτιο, χωρίς να την έχει αντικρύσει ποτέ άνθρωπος, θα χρειαστεί την επαγγελματική του εμπειρία για να εκτιμήσει την αξία της κληρονομιάς της. Αυτή είναι μονάχα η αρχή, όμως, διότι ο ίδιος χωρίς να καταλάβει το πώς θα εμπλακεί σ’ ένα γοητευτικό παιχνίδι αποπλάνησης με απρόβλεπτες εξελίξεις. Εξάλλου αυτό αφήνεται να εννοηθεί και στον υπαινικτικό τίτλο όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (η ορθότερη μετάφραση θα ήταν «Η καλύτερη προσφορά»).
Όπως και να έχει δεν έχω βρεθεί ποτέ σε κάποια δημοπρασία, αλλά έχοντας παρακολουθήσει στον κινηματογράφο τόσες, είμαι σίγουρος πως η όλη διαδικασία εκτυλίσσεται μέσω λοξών βλεμμάτων, μικρών κινήσεων των χεριών, ακουστικών στα αυτιά, γηραιών κυριών που κάθονται σε αναπηρικά καροτσάκια ενώ ο πλειστηριαστής δίνει σόου βραζιλιάνου εκφωνητή ποδοσφαίρου. Έχω περιέργεια να παρακολουθήσω μια αληθινή διαδικασία, αν και φοβάμαι πως θα μου καταστρέψει την πλαστή κινηματογραφική εικόνα που έχω στο μυαλό μου.
Επί τη ευκαιρία αυτό ακριβώς είναι και το μοτίβο της ταινίας: Η έννοια του πλαστού. Μπορεί κάτι να είναι μόνο πλαστό; Ακόμα και στο πιο πιστό αντίγραφο πίνακα ζωγραφικής, υπάρχει πάντα μια μικρή πρωτοτυπία, κάτι αυθεντικό. Αφενός διότι μια ανθρώπινη πράξη δεν μπορεί ποτέ να αναπαραχθεί στην εντέλεια, αφετέρου διότι ο ίδιος ο πλαστογράφος μπαίνει στον πειρασμό να αφήσει την προσωπική του σφραγίδα, μια ελάχιστη κι ασήμαντη λεπτομέρεια, που μόνο ένα άριστα εκπαιδευμένο μάτι (και ίσως ούτε καν αυτό) μπορεί να εντοπίσει. Όπως και να το κάνουμε, ποιο το νόημα της τέχνης ή του εγκλήματος αν δεν υπάρχει κάποιος ή η φαντασίωση κάποιου που να μπορεί να το εκτιμήσει;
Το ίδιο, λοιπόν, ισχύει και στα συναισθήματα. Πόσο αληθινά είναι; Πόσο εύκολα μπορούμε να αντιγράψουμε, να προσποιηθούμε, να υποκριθούμε ένα συναίσθημα; Κι όταν εντέλει συνειδητά το υποκρινόμαστε, μήπως βάζουμε στην προσποίηση ενδόμυχα την προσωπική μας σφραγίδα είτε από ενοχή είτε από ματαιοδοξία, ώστε να μπορεί ο αποδέκτης (αν δεν είναι αφελής) να μας ξεσκεπάσει; Θέλουμε να μας ξεσκεπάσει; Κι αν τελικά δεν μας ξεσκεπάσει, πως θα απολαύσουμε τη δόξα της επιτυχίας ή πως θα απολαύσουμε μαζοχιστικά την οδύνη του ψέματος;
Ο Ιταλός σκηνοθέτης Τζουζέπε Τορνατόρε σκηνοθέτησε στα 32 του χρόνια μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες της εποχής. Ο τίτλος της: «Σινεμά ο Παράδεισος». Έκτοτε, αν και είχε καλές στιγμές (π.χ. «Μαλένα»), ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει το πρώτο νοσταλγικό του αριστούργημα. Λίγη σημασία έχει. Πρόκειται για ένα λάτρη του κινηματογράφου, κάτι που διαφαίνεται σε κάθε πλάνο της τελευταίας του ταινίας, σε κάθε γύρισμα της πλοκής, σε κάθε μελοδραματική έξαρση. Παίζει με την αισθητική της πεπατημένης, βάζει εγγυημένη μουσική επένδυση από Ένιο Μορικόνε, πατάει στα γνώριμα νερά της χιτσκοκικής μυθολογίας, προσθέτει λίγο μελόδραμα και βουτάει ό,τι έχει φτιάξει σ’ ένα ανάλαφρο υγρό βγαλμένο από τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Φιλόδοξο το όλο εγχείρημα και είναι αλήθεια πως δεν λείπουν οι ακρότητες, αλλά ποιος είπε ότι η τέχνη είναι πιστό αντίγραφο της ζωής; Στον πλαστό κόσμο του Τορνατόρε μπορούν να δικαιολογηθούν και μερικές… απιθανότητες…