Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Χόακιν Φίνιξ, Έμα Στόουν
Διάρκεια: 97’
Ογδόντα, παρά κάτι μήνες. Αυτή είναι η ηλικία του Γούντι Άλεν, ο οποίος θα σβήσει 80 κεράκια στην τούρτα την πρώτη του προσεχούς Δεκέμβρη. Σαράντα έξι. Αυτός είναι ο αριθμός των ταινιών που έχει σκηνοθετήσει ο λατρεμένος φοβικός μας διοπτροφόρος. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ο Γούντι σκηνοθετεί με ρυθμούς μυδραλιοβόλου, φοβούμενος, όπως έχει ξεκάθαρα παραδεχτεί, μήπως τον προλάβει ο θάνατος. H σκηνοθεσία ταινιών δεν είναι ούτε το επάγγελμα ούτε το πάθος του. Είναι μια βιολογική ανάγκη. Στο Irrational Man, ο Γούντι επιστρέφει στο θέμα της σύλληψης και εκτέλεσης του τέλειου φόνου, το οποίο τον απασχόλησε δεόντως τρεις φορές στο παρελθόν: α) στο παραγνωρισμένο του διαμαντάκι, Crimes and Misdemeanors, β) στην ίσως τελευταία «μεγάλη» του ταινία, το Match Point και γ) στο μάλλον μέτριο Cassandra’s Dream. Η πράξη του φόνου λοιπόν στο μικροσκόπιο, ως αφορμή για ένα διάλογο με ευρύτερο πεδίο. Για ένα ψαχούλευμα στα ηθικά όρια του άνθρωπου και στους τρόπους με τους οποίους αυτά τίθενται και προσπερνιούνται. Για μία ενδοσκόπηση πάνω στις ανθρώπινες κατασκευές της ηθικής και του παραστρατήματος.
Για να φτάσει στα τελικά του συμπεράσματα, ο Γούντι θα ανατρέξει στις βασικές φιλοσοφικές θεωρίες που κλήθηκαν να δώσουν απαντήσεις σε αυτά τα διαχρονικά και βασανιστικά ανθρώπινα ερωτήματα. Ακολουθώντας τη σειρά διδασκαλίας του βασικού του ήρωα – καθηγητή Φιλοσοφίας, ο Γούντι θα σταθεί αρχικά στον Καντ, για να περάσει στον Κίρκεγκορ και να καταλήξει στους Υπαρξιστές (των οποίων ο Κίρκεγκορ είναι τρόπον τινά πρόδρομος). Η ηθική στον Καντ είναι ζήτημα συμμόρφωσης της βούλησης προς τις επιταγές ενός δέοντος καθήκοντος, που υπερβαίνει τα πάντα. Η περίφημη κατηγορική προσταγή του Καντ ορίζει πως η ηθική στάση του ανθρώπου προκύπτει μόνο από τις πράξεις του (κι όχι δηλαδή από τις προθέσεις ή τα αισθήματά του), οι οποίες θα πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με τον ηθικό νόμο που τις διέπει καταναγκαστικά.
Ο Κίρκεγκορ από την άλλη, εισάγει το μικρόβιο της αμφιβολίας στον άνθρωπο, όχι ως ένδειξη παθογένειας, αλλά ως ένδειξη υγείας. Η πίστη αυτή καθαυτή δεν σημαίνει και πολλά, αν δεν είναι μπολιασμένη με μία έλλογη αμφισβήτηση, η οποία θα της προσδώσει και την τελική της αξία, υποστηρίζει ο Δανός φιλόσοφος. Πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά στο βάθος όλων αυτών κρύβεται η βαθιά ριζωμένη θρησκευτική του πίστη, η οποία ανακουφίζει και καταπραΰνει τα πάντα, αντικρούει σκεπτικά και σκωπτικά ο πρωταγωνιστής μας. Κάπως έτσι, φτάνουμε στη διακριτική γοητεία του Υπαρξισμού. Η ηθική αποκτά πλέον πιο προσωποποιημένες και συμπαγείς διαστάσεις, η Επιλογή ενδύεται με μία χροιά σχεδόν μαγική. Όσο ενδιαφέρουσα κι αν ήταν όμως η διαδρομή, ο Γούντι μας έχει καταστήσει εξαρχής σαφές ότι η φιλοσοφία (την οποία λατρεύει και ο ίδιος, όσο κι αν τον παιδεύει ή μάλλον επειδή τον παιδεύει), όταν έρχεται αντιμέτωπη με την αληθινή ζωή, πολλές φορές καταλήγει ένας ανούσιος λεκτικός αυνανισμός. Πράγματι, οι θεωρίες μπορεί να εξηγούν πολλά όσον αφορά τις πράξεις μας κατόπιν εορτής, αλλά αδυνατούν να τις δρομολογήσουν εκ των προτέρων.
Ο βασικός μας ήρωας λοιπόν, ονόματι Έιμπ, βιώνει από πρώτο χέρι την ηδονή που προσφέρει η επιλογή. Επιλέγει, με πλήρη συνείδηση του βάρους της πράξης του και διόλου εν βρασμώ ψυχής, να διαπράξει το μεγαλύτερο έγκλημα, την αφαίρεση μια ανθρώπινης ζωής. Σαν ένας άλλος Ρασκόλνικοφ (το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι είναι μία ακόμη σταθερά που διατρέχει τον σκελετό της ταινίας), εξιτάρεται από την ιδέα και την τέλεση του εγκλήματος, νιώθει ξανά ζωντανός, έτοιμος να ρουφήξει κάθε στιγμή χαράς που βρίσκεται στο διάβα του. Σε αντίθεση όμως με τον ντοστογιεφσκικό ήρωα, δεν του επιφυλάσσεται η λύτρωση που επέρχεται μέσα από τη συνειδητοποίηση της συντριβής του. Ο Έιμπ φέρεται παντελώς παράλογα, ακριβώς επειδή εξετάζει τις πράξεις του πέρα για πέρα λογικά, τοποθετώντας το ανθρώπινο στοιχείο σε εργαστηριακές συνθήκες άκρατου ορθολογισμού. Η ζωή όμως είναι πανταχού παρούσα, είναι ανεξέλεγκτη και ωθεί τις καταστάσεις στα άκρα με τρομακτική απλότητα.
Αν θέλουμε πάντως να φανούμε κάπως αυστηροί, οφείλουμε να πούμε ότι ο Γούντι αποδίδει όλα τα παραπάνω με ένα λάιτ μοτίφ, που ίσως να αποδεικνύεται πανάλαφρο με την κακή έννοια του όρου. Διότι, σε πολλές στιγμές και πάνω απ’ όλα καθώς εισερχόμαστε στην τελική ευθεία της ταινίας, καταλήγει κάπως αμήχανο και αδέξιο, ιδίως από τη στιγμή που αποστερείται των ανακουφιστικών εκρήξεων χιούμορ που εύλογα αναμέναμε. Το δε σενάριο της ταινίας είναι τόσο προσχηματικό που αποστερεί την ταινία από το καλοδεχούμενο «παράλογο» και την κάνει να ρέπει προς το ολίγον ασύνδετο. Φυσικά, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Γούντι ποτέ δεν υπήρξε ο σκηνοθέτης του μοιρογνωμονίου, του χάρακα και του διαβήτη. Ανέκαθεν, αρεσκόταν στο να χαράσσει στα πεταχτά το αδρό περίγραμμα και μετέπειτα, να μουτζουρώνει με κέφι το εσωτερικό. Και στις glory days του, αυτή η μουτζούρα έμοιαζε με πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ που φτιάχτηκε από ένα παιδί που διασκεδάζει. Τα χρόνια όμως περνούν και η βιασύνη του «μια ταινία τον χρόνο, γιατί ο θάνατος κοντοζυγώνει» καθιστά πολλές φορές εμφανή την προχειρότητα της μουτζούρας.
Ξέρετε όμως κάτι; Δεν έχουμε καμία διάθεση να φανούμε ιδιαίτερα αυστηροί κι όχι για λόγους αδυναμίας ή με διάθεση ευνοϊκής μεταχείρισης. Αλλά γιατί ακόμη κι όταν αν υπάρχουν ατέλειες, ο Γούντι είναι σε θέση να σε αποζημιώσει. Με ένα παιγνιώδες φινάλε που αγγίζει τα όρια του μπουρλέσκ και το οποίο προσδίδει ξάφνου στο ολίγον αβάσταχτα λάιτ μοτίφ τις πρέπουσες διαστάσεις του. Με κάποιους τέλεια καδραρισμένους μονολόγους και με την πλήρη εμπιστοσύνη στα χαρισματικά φιζίκ του υπέροχου Χοακίν Φίνιξ και της ερωτεύσιμης Έμα Στόουν. Με τη διαπίστωση ότι σε ηλικία 80 ετών, βρήκε το κουράγιο να αναμετρηθεί εκ νέου με τα υπαρξιακά του άγχη, διακόπτοντας τις καρτοποσταλικές του περιηγήσεις στην Ευρώπη και επιστρέφοντας στον γνώριμό του, έστω και βιαστικά δοσμένο, έξυπνο κυνισμό. Με τη σκέψη ότι οι ταινίες του και η θέασή τους συνιστούν ένα μικρό όπλο της καθημερινότητας, όταν η ταπεινή μας ύπαρξη παίζει μπρα–ντε–φερ με τα αγωνιώδη ερωτήματα της Ύπαρξης, με το ύψιλον κεφαλαίο.