Σκηνοθεσία: Άνταμ Γουίνγκαρντ
Παίζουν: Νταν Στίβενς, Σίλα Κέλεϊ, Μάικα Μονρό, Μπρένταν Μάγιερ
Διάρκεια: 100′
Ο Ντέιβιντ εμφανίζεται στο σπίτι των Πίτερσον, υποστηρίζοντας ότι τον συνέδεε στενή φιλία με τον γιο τους, που σκοτώθηκε στο Αφγανιστάν. Το γεγονός αυτό (την αλήθεια του οποίου θα αποδείξει μια φωτογραφία στο δωμάτιο του νεκρού γιου), θα προδιαθέσει τους Πίτερσον θετικά απέναντι στον νεαρό στρατιώτη. Σύντομα θα αρχίσουν να βλέπουν σε αυτόν το αδικοχαμένο παιδί τους. Έτσι θα του ζητήσουν να τον φιλοξενήσουν, προβάλλοντας πάνω του μια σειρά από συναισθήματα που προορίζονταν για το σπλάχνο τους, κι εκείνος δεν θα αρνηθεί να τους δώσει αυτή τη χαρά. Μέσα στους κόλπους της οικογένειας θα γίνει γιος, φίλος, αδερφός, αντικείμενο ερωτικού ενδιαφέροντος για την εικοσάχρονη κόρη των Πίτερσον, προστάτης του έφηβου γιου τους, Λουκ (που τον ζορίζουν οι “νταήδες” του σχολείου), παίζοντας καθέναν από αυτούς τους ρόλους με αξιοσημείωτη επιτυχία. Όμως κάτι δεν πάει καλά με τον Ντέιβιντ, και δεν θα αργήσει να φανεί.
Οι Adam Wingard και Simon Barret είναι το ταλαντούχο δίδυμο σκηνοθέτη και σεναριογράφου, που μας έδωσε το 2013, το You ‘re Next, και συνυπολογίζοντάς το αυτό, καταλαβαίνουμε ότι τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα το πολιτικοποιημένο horror των Carpenter, Tobe Hooper και George Romero. Με το βλέμμα στραμμένο προς τη δεκαετία του ’70 και τα πολλά και σπουδαία που έδωσε το είδος, τόσο σε επίπεδο στυλ όσο και περιεχομένου, απεργάζονται μια αντίστοιχη κινηματογραφική στηλίτευση, παγκόσμιας κοινωνικοπολιτικής κάτω βόλτας, για τα ταραγμένα 10’s, με σατιρικό υπόστρωμα και θριλεροειδή φόρμα.
Κι αν το You ‘re Next τα έβαζε με τη μεγαλοαστική οικογένεια και την εσωτερική της αποσάθρωση, λοξοκοιτάζωντας προς τον Εξολοθρευτή Άγγελο του Bunuel, το The Guest πιάνει στη φάκα μια τυπική φαμίλια μεσοαστών, φαινομενικά πιο αθώα αλλά επί της ουσίας το ίδιο ένοχη -άρα και άξια να τιμωρηθεί- και με το πρόσχημα ενός καρπεντερικού φόρου τιμής στα σπουδαία b-movies του άρχοντα (στο You ‘re Next κύρια επιρροή ήταν ο Hooper, εδώ όλα -ακόμα και το συναρπαστικό σάουντρακ- φωνάζουν Carpenter) , οργανώνει και πραγματοποιεί την τελετουργική εκτέλεσή της.
Πάνω στο θέμα της επιστροφής του, τραυματισμένου ψυχικά, στρατιώτη στην πατρίδα, έχουν γίνει πολλές σημαντικές ταινίες, εξαιτίας και του γεγονότος ότι η Αμερική έχει εμπλακεί σε αρκετούς πολέμους για να τροφοδοτεί το σινεμά της με ανάλογες ιστορίες αυτοκριτικής. Σχεδόν πάντα, βέβαια, οι νεαροί άνδρες γυρίζουν πίσω ως ψυχικά ράκη, καταθλιπτικοί, φοβισμένοι, κατασπαραγμένοι από τις τύψεις για τις κτηνωδίες στις οποίες συμμετείχαν. Σπάνια το mainstream σινεμά τολμά να τους παρουσιάσει ως νιτσεϊκούς υπερανθρώπους που έχουν ξεπεράσει το Καλό και το Κακό (με εξαίρεση τον Colonel Kurtz του Brando στο μεγαλειώδες αριστούργημα του Coppola, Apocalypse Now).
Το καταπληκτικό In the Valley of Elah του Paul Haggis, αντιμετώπισε, χωρίς περιστροφές, το ενδεχόμενο ο στρατιώτης, όχι μόνο να γίνει τέρας για τις ανάγκες της μάχης αλλά και να επιστρέψει ως τέρας, όταν η πλειοψηφία των αντιπολεμικών φιλμ μας λένε ότι ο πόλεμος κάνει τον άνθρωπο κτήνος και η ειρήνη -στην οποία θα επιστρέψει αν δεν τον ξεκάνουν οι σφαίρες του εχθρού- τον μετατρέπει σε ενοχικό ερείπιο, ακίνδυνο για το σύνολο, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνο για τον εαυτό του. Η προσέγγιση του Haggis, βέβαια, ήταν αγέλαστη και εμφατικά δραματική (καθότι ηθικός δημιουργός, προσηλωμένος στη διδαχή), κανείς δεν σκέφτηκε να αστειευτεί πραγματικά με ένα τόσο σοβαρό θέμα. Κανείς μέχρι τους Wingard και Barret.
Πράγματι το The Guest είναι μια πολύ αστεία ταινία πάνω στο μεταπολεμικό τραύμα (ο Dan Stevens σχεδόν περιπαίζει, με την έξοχη ερμηνεία του, όλα τα κλισέ του “τραυματισμένου” ήρωα, όντας το περίπου απάνθρωπο αντιστάθμισμά του -παγερά ευγενικός, συγκρατημμένος, αφύσικα ήρεμος και με τεράστια αυτοπεποίθηση), αλλά παράλληλα μια πολύ σοβαρή ταινία για τον δομικό ρόλο της οικογένειας, δηλαδή -με άλλα λόγια- της πατρίδας. Η πατρίδα στέλνει τους νεαρούς άνδρες στον πόλεμο, να πεθάνουν για τα συμφέροντά της, και η οικογένεια (μέσω της οποίας η πατρίδα συμβολίζεται και μετατρέπεται σε ιδεώδες -γιατί ποιος θα δεχόταν να σκοτωθεί για έναν κοιλαρά πολιτικό;), δεν κάνει τίποτα για να σταματήσει το κακό.
Όταν ο στρατιώτης δεν γυρίζει πίσω, η μία τον θρηνεί υποκριτικά, ενώ η άλλη υποφέρει, αυτός ο πόνος, όμως, δεν την απαλλάσει από την ευθύνη της. Ο Ντέιβιντ, ως μυστηριώδης “εξολοθρευτής άγγελος” (το φιλμ διατηρεί εκλεκτικές συγγένειες, υφολογικά, με τον Εξολοθρευτή του James Cameron), ενσάρκωση του παραλόγου του πολέμου αλλά και μιας μεταφυσικής δικαιοσύνης, θα τιμωρήσει την πρώτη στο πρόσωπο της δεύτερης. Ο προστάτης θα γίνει εχθρός.
Όλα αυτά θα πραγματοποιηθούν με αλάνθαστη αίσθηση του μέτρου από τον Wingard, που στο πρώτο μισό του φιλμ χτίζει ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ υπονοιών, αμφισημίας και καθηλωτικού σασπένς, ανεβάζοντας από τη μέση και μετά την ένταση, δίνοντας βαρύτητα στη δράση και επιταχύνοντας τους ρυθμούς, για να καταλήξει σε ένα μαγευτικό φινάλε όπου συνυπάρχουν το Halloween, η Christine (είπαμε, τεράστια η επιρροή του Carpenter), η Carrie του De Palma, ο Argento, ένας καταραμένος ρομαντισμός και μια εκρηκτική χρωματική παλέτα που απογειώνει την τελευταία πράξη στη σφαίρα της παραίσθησης και του ονείρου (όλο το έργο είναι διάστικτο από φροϋδικούς συμβολισμούς).
Ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο θρίλερ και την μαύρη κωμωδία, απολαυστικά ρετρό στους αφηγηματικούς του τρόπους και την αισθητική του (αν δεν ήταν ο χρονικός προσδιορισμός του πολέμου στο Αφγανιστάν, θα νόμιζε κανείς ότι η ταινία εξελίσσεται στα 80’s), τρομερά διασκεδαστικό, εμφατικά στυλιζαρισμένο και φετιχιστικά βίαιο, το The Guest λειτουργεί σαν καλολαδομένη μηχανή, όπως κι αν προτιμήσεις να το αντιμετωπίσεις. Κι αυτή είναι και η πιο σημαντική από τις ομοιότητές του με το μεταμεσονύκτιο σινεμά που λατρεύει και τιμάει με τον καλύτερο τρόπο.