Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Σέπαρντ
Παίζουν: Τζουντ Λο, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, Ντέμιαν Μπισίρ
Διάρκεια: 93’
Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα της ταινίας, ο Ντομ Χέμινγουεϊ θα μας συστηθεί. Θα μας περιγράψει λεπτομερώς τον εαυτό του. Βασικά, για να ακριβολογούμε, θα μας περιγράψει με τον πιο ευφάνταστο και εξαντλητικό τρόπο το πέος του. Τους αμέτρητους λόγους για τους οποίους το θεωρεί ένα κομψοτέχνημα, ένα έργο τέχνης, ένα αριστούργημα. Θα μάθουμε πολλά και για τον ίδιο μέσα από το εγκώμιο που πλέκει για τον ανδρισμό του. Είναι αθυρόστομος, ασυγκράτητος, ντελιριακός και ακατάληπτος. Αποφυλακίζεται μετά από 12 χρόνια, έχοντας βιώσει πολλές και σημαντικές απώλειες στη διάρκεια της φυλάκισής του. Βγαίνει έξω στον πραγματικό κόσμο σα μαινόμενος ταύρος. Βαθιά πληγωμένος, με μάτι που γυαλίζει και με ατελείωτη όρεξη για ρουφηξιές από ζωή. Θυμωμένος στα όρια της παράνοιας. Έτοιμος να κάνει αυτό που με τόση συνέπεια και επιτυχία έκανε πάντα. Να τα κάνει όλα λίμπα. Ιδίως λεκτικά.
Διότι ο Ντομ Χέμινγουεϊ -χωρίς ουδεμία αναφορά στον περίφημο συνεπώνυμό του συγγραφέα- εφόσον πάρει φόρα, δεν μπορεί να σταματήσει να μιλά κι όταν εννοούμε να μιλάει, εννοούμε ένα παραλήρημα σχεδόν χωρίς προηγούμενο. Ο Τζουντ Λο, με ολίγα κιλά παραπάνω και με μία γενικότερη εμφάνιση μακριά από αυτή του ντελικάτου γόη, ενσαρκώνει ένα ήρωα που είναι αδύνατον να μην σου γίνει συμπαθής. Ένα χαρακτήρα που είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ξεσπάσει σε ένα γλωσσικό παραλήρημα ασύλληπτης ταχύτητας και ακόμη πιο ασύλληπτου περιεχομένου. Είναι μία κινούμενη βερμπαλιστική βόμβα έτοιμη να εκραγεί οπουδήποτε. Ένας αυτοκαταστροφικός μέθυσος που σαλτάρει συνεχώς και τον οποίο, μονάχα ο κολλητός του (απολαυστικός ο Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ) μπορεί κάπως να συγκρατήσει. Πέρα από όλα αυτά όμως, έχει δύο συμπληρωματικά χαρακτηριστικά, όσο κι αν δεν του φαίνονται με την πρώτη ματιά. Ταλέντο και ηθική. Διαθέτει μαγικά δάχτυλα που ανοίγουν χρηματοκιβώτια. Διαθέτει και σύστημα αξιών και προτεραιοτήτων, έστω και με λίγη καθυστέρηση, έστω και σε δεύτερο χρόνο. Έχει ως σκοπό να πάρει αυτό που του αναλογεί. Αλλά στην πορεία, θα επαναπροσδιορίσει τόσο τον σκοπό του όσο και το αν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Η ταινία του Ρίτσαρντ Σέπαρντ έχει ξεπηδήσει από ένα πολύ γνωστό και αγαπημένο βρετανικό κινηματογραφικό καλούπι. Αυτό που σε πρώτο επίπεδο βγάζει τις ταινίες της καλής εποχής του Γκάι Ρίτσι («Δύο καπνισμένες κάννες», «Η αρπαχτή») και αυτές του Μάρτιν ΜακΝτόνα («Αποστολή στην Μπριζ», «7 Psychopaths»). Αυτό που σε δεύτερο και υψηλότερο επίπεδο, μας χαρίζει τις ταινίες του, αδερφού του Μάρτιν, Τζον Μάικλ ΜακΝτόνα (“The Guard” και “Calvary”), καθώς και το υπέροχο «Ερωτικό κτήνος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ (κοινό σημείο αναφοράς ο παραγωγός, Τζέρεμι Τόμας). Το “Dom Hemingway” φιλοδοξεί να είναι μία στιλάτη μαύρη κωμωδία, ένα άξιο τέκνο αυτής της σχολής. Είναι όντως αστείο, με 2-3 διασκεδαστικότατες κορυφώσεις και με ένα σταθερά ευχάριστο τόνο. Είναι αρκούντως στιλάτο, πρωτίστως στο διαλογικό σκέλος, με ρυθμό σπιντάτο και κεφάτο, χωρίς να υπολείπεται σε ειρωνεία και σαρκασμό. Δεν είναι δυστυχώς ιδιαίτερα «μαύρο», καθώς κάνει εκπτώσεις στη βία και στις ακρότητες, ακριβώς όταν θα θέλαμε κάποιο αλαζονικό πλεονασμό.
Τα βασικότερα προβλήματα είναι πάντως αλλού. Αρχικά, τις στιγμές όπου τα σεναριακά κενά αρχίζουν να γίνονται ενοχλητικά, αγγίζοντας τα όρια της χασμωδίας προς το τέλος. Δεύτερον, στην έλλειψη πιασάρικων side stories και φευγάτων – εκκεντρικών συμπληρωματικών χαρακτήρων, στοιχεία που είναι απαραίτητα σε μία τέτοιου είδους ταινία. Το εύκολο και βιαστικό closure το επισημαίνουμε μεν, δεν θα το πολύ-ψειρίσουμε κιόλας δε, διότι είναι μάλλον υπερβολικό να επιζητούμε κάτι πιο σύνθετο ή βαθυστόχαστο. Ακόμη και αν μας προσφερόταν, είναι πιθανό να φαινόταν εντυπωσιακά αταίριαστο και αφύσικο σε σχέση με τα όσα είχαν προηγηθεί. Προβλήματα λοιπόν υπάρχουν και μάλιστα αξιοσημείωτα ή έστω τόσα που να μην μας επιτρέπουν να κατατάξουμε το “Dom Hemingway” στην αφρόκρεμα αυτού του αγαπημένου sub-genre. Μπορούμε όμως να εγγυηθούμε πως δεν θα περάσετε καθόλου μα καθόλου άσχημα βλέποντάς το. Και αυτό δεν είναι διόλου αμελητέο, μήτε αυτονόητο.