Σκηνοθεσία: Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
Παίζουν: Μία Γουασικόφσκα, Τομ Χίντλστον, Τζέσικα Τσάστεϊν, Τσάρλι Χάναμ, Τζιμ Μπίβερ
Διάρκεια: 119′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Πορφυρός Λόφος”
Ο Clive Barker, μέγας και τρανός συγγραφέας της λογοτεχνίας του Φανταστικού, είχε πει κάποτε ότι όλες οι καλές ιστορίες έχουν ειπωθεί. Δεν τίθεται ζήτημα πρωτοτυπίας. Το εγχείρημα του καλλιτέχνη συνίσταται σε μια προσπάθεια να αφηγηθεί με ιδιαίτερο τρόπο, το ήδη γνωστό. Αυτό, αρχικά, για να συνεννοούμαστε: η νέα ταινία του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο δεν έχει τίποτα το καινοφανές ως ιστορία, δεν ανακαλύπτει τον τροχό, δεν εκπλήσσει με την πλοκή της ή με αιφνιδιαστικές ανατροπές. Είναι πρωτίστως μια επιστολή αγάπης στο είδος που λατρεύει ο δημιουργός της και μια εντυπωσιακή φιέστα εικαστικού μεγαλείου, μια ωδή στην Ομορφιά της εικόνας, την ποίηση του επίπλαστου και την τελειομανία της καλλιέπειας.
Ταιριαστά τοποθετημένο σε μια εποχή –την Αμερική, κι έπειτα την Αγγλία, στα τέλη του 19ου αιώνα- που το χτυπητά «κατασκευασμένο» (στις όψεις, τον λόγο, τις συμπεριφορές, τους χώρους και τα ενδύματα), κανοναρχούσε, το «Crimson Peak» γίνεται η ακαταμάχητη μαγεία των χρωμάτων, των φωτοσκιάσεων, του πληθωρικού σε λεπτομέρειες κάδρου, της ατμόσφαιρας, του μπαρόκ γιγαντισμού, της εξεζητημένης αρχιτεκτονικής, της γοτθικής υποβλητικότητας, του μαξιμαλιστικού εξπρεσιονισμού. Ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο υπερέβη εαυτόν σε ό,τι αφορά στον παραμυθένιο φορμαλισμό του. Και το έκανε με αγάπη, βαθιά γνώση του είδους και μεράκι σπουδαίου τεχνίτη. Οφείλουμε να το πούμε: είναι πολύ ευχάριστο που υπάρχει αυτός ο τύπος και τιμάει το Φανταστικό με τα απαράμιλλης καλαισθησίας κομψοτεχνήματά του. Αλλά, στην περίπτωση αυτού του πανέμορφου φιλμ, ο εντυπωσιακός διάκοσμος, σχεδόν σκέπασε τους χαρακτήρες και την ιστορία, αφήνοντας στη θέση τους, τη σκιά ενός έργου που θα μπορούσε να είναι αριστούργημα αλλά ναρκισσεύεται υπερβολικά χαζεύοντας την αντανάκλασή του (αντανάκλαση που προβάλει στα, θαμπωμένα μάτια του θεατή), για να κατακτήσει την ουσία με τον τρόπο που το έκανε ο αξεπέραστος «Λαβύρινθος του Πάνα».
Ας μην είμαστε υπερβολικά αυστηροί όμως. Τo «Crimson Peak» δεν είναι ούτε μια αστραφτερή «style over substance» καλλιγραφία (δεν είναι μόνο αυτό τουλάχιστον), ούτε το κούφιο «eye candy» που στερείται εντελώς σημειολογικού ενδιαφέροντος. Ο πανέξυπνος δημιουργός του φρόντισε να το προικίσει με ταξική ειρωνεία (οι παρηκμασμένοι αριστοκράτες, εγκαταλελειμμένοι με τα γλίσχρα προνόμια τους –έναν τίτλο που πουλάνε όσο-όσο και μια έπαυλη που τους παγιδεύει σαν γιγάντια μήτρα απ’ την οποία αδυνατούν να δραπετεύσουν για να «γεννηθούν» ως υγιή όντα της Πράξης- σε έναν κόσμο ήδη κατεκτημένο από μια αδυσώπητη αστική τάξη που απορροφά την παλιά κατάσταση πραγμάτων για να την ξεράσει ως καπιταλιστική εγκαθίδρυση του –κυρίαρχου πια, κόντρα στην γενεαλογία του «αίματος» και της καταγωγής- κεφαλαίου), υπέροχο μακάβριο χιούμορ, ψυχαναλυτικές νύξεις και έναν καταραμένο ρομαντισμό που –με συνέπεια απέναντι στις λογοτεχνικές επιρροές του- επιχειρεί μια «δαιμονική» ερμηνεία της αγάπης, την οποία ντύνει με τον εβένινο μανδύα ενός μαύρου πάθους που δεν λογαριάζει απαγορεύσεις, ηθικές νόρμες και λογικό έλεγχο.
Δεν μπορεί, όμως, να μη δίνει την αίσθηση ότι, εκμαυλισμένος και ο ίδιος, απ’ την τρομερή γητειά των εικόνων του (για τη φωτογραφία του Dan Laustsen ακόμα και το όσκαρ θα είναι λίγο, ενώ η σκηνογραφία του Τόμας Σάντερς, υπερβαίνει κάθε περιγραφή- πρέπει να τη δεις για να την πιστέψεις αυτή την ονείρωξη καλλιτεχνικής διεύθυνσης), αδιαφόρησε για το σεναριακό κομμάτι του φιλμ που προκύπτει ολίγον αδύναμο. Από ένα σημείο και μετά, κι όσο καταβροχθίζουμε λαίμαργα με το βλέμμα μας την εκπάγλου καλλονής επιφάνεια της ταινίας, διαπιστώνουμε ότι οι ήρωες έχουν μετατραπεί σε επουσιώδεις φιγούρες πάνω σε έναν οργιαστικό καμβά. Εκεί προς το φινάλε θα βρουν ξανά την ανάσα τους (χάρη και στις εξαιρετικές ερμηνείες, ειδικά εκείνην της αψεγάδιαστης Τζέσσικα Τσάστεϊν), θα αναδυθούν μπροστά στα μάτια μας ως τραγικές μαριονέτες της αβύσσου που τους ταρακουνάει σύμφωνα με τα κέφια της αλλά θα μας υπενθυμίσουν έτσι, μ’ αυτή την αργοπορημένη ανάδειξή τους, ότι για αρκετή ώρα παρέμεναν σχεδόν ανεκμετάλλευτοι.
Όπως και να ‘χει, δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε να επιλέξει να στερηθεί την εικονογραφική έκσταση του «Crimson Peak», όποιος δηλώνει σινεφίλ. Αυτή είναι μια ταινία φτιαγμένη για να γίνει αντικείμενο απόλαυσης μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, δουλεμένη στην εντέλεια προκειμένου να πανηγυρίσει την δυνατότητα του κινηματογράφου να διαλύει και να ανασυνθέτει το πραγματικό, με σκοπό να το παρουσιάσει ξανά ως φλογερό όνειρο. Κι είναι γνωστό ότι στα όνειρα, η πλοκή είναι επουσιώδης. Μετράει περισσότερο η αίσθηση που αφήνουν στο αποπροσανατολισμένο συνειδητό μας. Έτσι κι εδώ, όταν θα πέσουν οι τίτλοι τέλους και θα βγεις απ’ το σύμπαν του Ντελ Τόρο, μπορεί να διαπιστώσεις ότι ξεθώριασε κάπως η –ισχνή σε περιεχόμενο- υπόθεση. Η εμπειρία, όμως, θα σου μείνει οπωσδήποτε αξέχαστη.