City Lights (1931)

To 1928, όταν ο Τσάρλι Τσάπλιν άρχισε να επεξεργάζεται τη σεναριακή δέα για το City Lights (που βγήκε στις αίθουσες το 1931, τελικά), τα θεμέλια του βωβού κινηματογράφου τρεκλίζουν από την έλευση του ήχου. Η 7η τέχνη βρίσκεται προ των πυλών μιας κολοσσιαίας αλλαγής, η οποία έμελλε να γκρεμίσει είδωλα και να χαντακώσει καριέρες. Ηθοποιοί πέφτουν να κοιμηθούν ως σταρ του βωβού σινεμά και ξυπνούν αφανείς άγνωστοι του ομιλόντος κινηματογράφου, θλιμμένα θύματα μιας μετάβασης που μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί κοσμογονική. Η ιδιοφυΐα του Τσάπλιν, όμως, δεν είχε ανάγκη από περίοδο χάριτος ή προσαρμογής. Το όραμά του ήταν παντός καιρού και τρόπου, κατορθώνοντας το φαινομενικά ακατόρθωτο: αμέσως μετά τα βωβά αριστουργήματα, μάς χάρισε και ομιλούντα διαμάντια, ισορροπώντας μάλιστα για δύο σερί ταινίες σε ένα συναρπαστικό υβριδικό μεταίχμιο.

Ο Τσάπλιν, σεσημασμένα διορατικός και πρωτοπόρος, είχε προφανώς επίγνωση πως τα Φώτα της Πόλης θα ήταν η τελευταία του βωβή ταινία. Και φρόντισε να διοχετεύσει όλη του τη μαστοριά, την ευαισθησία, την ευρηματικότητα και τη φαντασία σε μια δημιουργία που συμπυκνώνει το συναισθηματικό μεγαλείο του έργου του. Η βαθιά ενσυναίσθηση, η αδιαπραγμάτευτη τρυφερότητα, ο ασύλληπτος συγχρωτισμός ανθρώπινης κίνησης και περιρρέουσας εικόνας, τα πυκνοδομημένα κάδρα, ο εσωτερικός παλμός και η εκφραστικότητα που υπερβαίνει τα πεπερασμένα όρια των λέξεων, βρίσκονται στην καρδιά μιας ταινίας που ενσαρκώνει το ιδεώδες ενός ήρωα που δεν πρόκειται ποτέ να προσαρμοστεί σε έναν υπερβολικά άκαρδο κόσμο.

Ακόμη και πέντε χρόνια αργότερα, στο Modern Times, όταν έχει ενσωματώσει πλήρως τον ήχο στο φιλμικό του οπλοστάριο (στο City Lights υπάρχει μουσικό score -το οποίο συνέθεσε ο ίδιος ο Τσάπλιν, με ολίγο κοπιάρισμα από τον Ισπανό συνθέτη Χοσέ Παντίγια, ο οποίος δικαιώθηκε στη δικαστική διαμάχη που ακολούθησε- καθώς και ορισμένοι σκόρπιοι εξωτερικοί ήχοι), o αξιαγάπητος αλητάκος που ενσαρκώνει ο ίδιος αποφεύγει να μιλήσει, κι όποτε ανοίγει το στόμα του απλώς αρθρώνει διάφορους ακαταλαβίστικους ήχους σαν μασημένη κασέτα.

Ο λόγος είναι προφανής και δεν σχετίζεται με κάποια πατενταρισμένη μανιέρα: ο Σαρλώ δεν μπορεί να αναπτύξει επαφές με αυτόν τον κόσμο, είναι ολοκληρωτικά και αμετάκλητα απόκληρος, είναι ένας παρίας της άδολης αγάπης, δεν μπορεί να ταιριάξει σε ένα σύμπαν ιδιοτελές, γεμάτο αετονύχηδες και αρπάγες. Δεν υπάρχει χώρος για μια σαρδανάπαλη φιγούρα σαν κι αυτόν, άρα είναι τελείως αυτονόητο πως δεν θα λειτουργούν οι ίδιοι κώδικες επικοινωνίας.

Ο Σαρλώ επικοινωνεί με τα γουρλωμένα του μάτια, το αμήχανο χαμόγελο, τους φρενήρεις στροβιλισμούς γύρω από τον άξονά του, με την ντροπαλή και ρευστή κοψιά του που παλεύει να βρει μια γωνιά για να λουφάξει σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην εναρκτήρια -και ξεκαρδιστικά υπέροχη- σκηνή του City Lights, όπου τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου για τη δικαιοσύνη και την ευημερία εντέλει φανερώνουν έναν clochard φτωχοδιάβολο που πέρασε τη νύχτα στην αγκαλιά του αγάλματος.

Θα μου πείτε, πώς αλλιώς θα επικοινωνούσε ένας ήρωας σε μια βωβή ταινία, στην οποία δεν υφίσταται η δυνατότητα της ομιλίας; Ακριβώς εκεί, όμως, έγκειται η μαγεία του Σαρλώ. Αν ρίξτε μια προσεκτική ματιά στις περισσότερες βωβές ταινίες, οι ήρωες απεικονίζονται να μιλούν, ασχέτως αν δεν τους ακούμε ή αν δεν μπορούμε να διαβάσουμε καν τα χείλη τους. Ο Σαρλώ, όμως, δεν απεικονίζεται να μιλάει, ακριβώς γιατί η γλωσσική επικοινωνία είναι σύμπτωμα και εργαλείο ενός κόσμου ανοίκειου και ξένου. Ο Σαρλώ σαστίζει, χάσκει, μουρμουράει, βγάζει μικρούς βρυχηθμούς, μειδιά, γνέφει, αλληθωρίζει, χτυπιέται και γκρεμοτσακίζεται, αλλά δεν μιλά ποτέ. Και έχει τον μαγικό τρόπο να δημιουργεί μια αίσθηση διαλόγου και επικοινωνίας, σε σημείο που σχεδόν ακούς κρυστάλλινα όσα δεν βρίσκει τον τρόπο να αρθρώσει.

Στο Modern Times, ο αλητάκος του Τσάπλιν επιδιώκει να μπει στη φυλακή επειδή νιώθει το κελί σπίτι του: είναι το μόνο απάνεμο καταφύγιο όπου μπορεί να κουρνιάσει με ασφάλεια. Στο City Lights, κατ’ αντιστοιχία, οι μόνοι άνθρωποι που του δείχνουν προσοχή και τρυφερότητα είναι ο αυτοκτονικός-μπεκρής εκατομμυριούχος και το τυφλό κορίτσι με τα λουλούδια. Ο μεν εκατομμυριούχος αποζητά την παρέα του μονάχα όταν είναι τύφλα στο μεθύσι και κυριεύεται από αυτοκτονικό ιδεασμό, ενώ το τυφλό κορίτσι φαντασιώνεται τον ευγενικό της σωτήρα ως έναν εύρωστο και θαλερό -σωματικά και οικονομικά- άνδρα. Η αντίδραση του εκατομμυριούχου κάθε φορά που αντικρίζει νηφάλιος τον Σαρλώ λειτουργεί ως ένα διαρκές απαισιόδοξο προμήνυμα. Τι θα συμβεί όταν το -όχι πια τυφλό- κορίτσι των ονείρων του αντικρίσει έναν μισοριξιά αλητάκο του δρόμου; Λογικά, θα τον απορρίψει αυτοστιγμεί. Ακόμη και σε αυτό τον σκληρό κι άδικο κόσμο, όμως, πού και πού συμβαίνουν θαύματα. Ιδίως όταν βρισκόμαστε στη σκοτεινή αίθουσα, τον κατεξοχήν ναό της πίστης και της υπέρβασης.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑