Σκηνοθεσία: Κάλιν Πέτερ Νέτζερ
Παίζουν: Λουμινίτα Γκεοργκίου, Μπογκντάν Ντουμιτράτσε, Φλορίν Ζαμφιρέσκου
Διάρκεια: 112’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Οικογενειακή υπόθεση”
Έτος παραγωγής: 2013
Η Χρυσή Άρκτος που απέσπασε η τρίτη ταινία του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ, στην Μπερλινάλε του 2013, ήταν η πολλοστή επιβεβαίωση μιας χειροπιαστής πραγματικότητας των τελευταίων ετών. Το σύγχρονο ρουμάνικο σινεμά και οι δημιουργοί του συγκαταλέγονται πλέον στην αφρόκρεμα του παγκόσμιου κινηματογραφικού στερεώματος. Κινούμενη στα γνώριμα στιλιστικά και θεματολογικά μονοπάτια αυτού του «νέου ρουμανικού κύματος», η Οικογενειακή υπόθεση είναι ένα χαμηλών τόνων οικογενειακό δράμα που αφήνει εκτός τα περιττά στολίδια. Είναι μία ταπεινή και ποταπή ιστορία εξουσίας, και διαστρέβλωσης, αλλά και μία αλληγορία για το τώρα της ρουμάνικης κοινωνίας. Παράλληλα, είναι μία ταινία σχεδόν αμαζονική, που περιστρέφεται εμφατικά γύρω από μία δεσπόζουσα γυναικεία φιγούρα (τη στιβαρή Λουμινίτα Γκεοργκίου).
Αρχικά, η μονίμως παρούσα μητριαρχική εξουσία, με όλες τις συνιστώσες και τις παραπομπές της. Η Κορνέλια είναι μια γυναίκα καπάτσα, εύστροφη και κυριαρχική. Με ακριβά γούστα, χρήματα, καλαισθησία και μεγαλοαστική καταγωγή. Με ένα σύζυγο παντελώς άβουλο και διακοσμητικό και ένα μαύρο απωθημένο που δεν λέει να γιατρευτεί. Αντί για αγάπη από τον μοναχογιό της Μπάρμπου, εισπράττει μόνο μίσος και προσβολές. Αρνούμενη να αποδεχτεί το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί, συνεχίζει στον ίδιο δρόμο που έφερε εξαρχής την κατάσταση στα άκρα. Επιθυμεί να ελέγχει πλήρως τη ζωή του, ξεκινώντας από τα πιο σημαντικά και φτάνοντας ως τα πιο ασήμαντα. Από τη σύντροφο που έχει επιλέξει μέχρι το ποια βιβλία θα διαβάσει και ποιες σταγόνες θα του αγοράσει.
Η σχέση αυτή έχει πλέον λάβει ψυχοπαθολογικές διαστάσεις και φτάνει μέχρι και τα όρια του αρρωστημένου ερωτισμού, όπως μας υποδηλώνει και η σκηνή του μασάζ. Όταν ο Μπάρμπου εμπλακεί σε ένα τροχαίο ατύχημα, όπου είναι (συν)υπαίτιος για τον θανάτο ενός 14χρονου αγοριού από την επαρχία, εύλογα θα αναστατωθεί. Όχι, δεν θα προσπαθήσει να επανορθώσει απέναντί του, μην βιάζεστε. Εξυπακούεται φυσικά πως θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον ξεμπλέξει. Παράλληλα όμως, θα δει το συμβάν αυτό ως μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να τον καθηλώσει στη μητρική στοργή, για να εκμηδενίσει την όποια πιθανότητα απογαλακτισμού. Ο εξαρτώμενος, εφόσον καταστεί και ευεργετηθείς, δεν θα είναι ποτέ αδέσμευτος.
Ο δεύτερος άξονας πάνω στον οποίο χτίζεται η ταινία είναι το ευρύτερο πλαίσιο, η συνολική εικόνα όπως την κοιτάζουμε από λίγο πιο ψηλά. Η Κορνέλια ανήκει σε μία τάξη ανθρώπων και σε μία γενιά που νιώθει πως μπορεί άφοβα και με συνοπτικές διαδικασίες να στρεβλώσει την πραγματικότητα. Έχει τα χρήματα, έχει τις διασυνδέσεις, έχει τον τρόπο και τη μέθοδο για να το καταφέρει. Χωρίς να υπάρξει και πολλή συζήτηση, όλα μπορούν να αλλοιωθούν, να παραλλαχτούν, να σουλουπωθούν. Ο Μπάρμπου από την άλλη, είναι αδρανής, αδύναμος και οκνηρός. Είναι δειλός για να αλλάξει ριζικά τα δεδομένα και να ορθώσει ανάστημα. Ξέρει πολύ καλά να γαβγίζει, αλλά δεν μπορεί με τίποτα να δαγκώσει.
Τα κενά μεταξύ τους μοιάζουν απέραντα και αχανή. Ενδέχεται να μην γεφυρωθεί ποτέ αυτή η απόσταση κι αν τέλει αυτό συμβεί, θα πάρει σίγουρα πάρα πολύ χρόνο. «Θα πρέπει να με αφήσεις να σε πάρω εγώ τηλέφωνο, αλλιώς τα πράγματα θα μείνουν ως έχουν, όσος καιρός κι αν περάσει», όπως περίπου αναφέρει ο Μπάρμπου στην Κορνέλια λίγο πριν το τέλος.
Ο Νέτζερ με συνεχή κοντινά πλάνα, με κάμερα τρεμάμενη και με ύφος σχεδόν ντοκιμαντερίστικο διεισδύει και ψηλαφεί, χωρίς όμως να κρίνει και να ηθικολογεί. Ναι, ίσως στην περίπτωση του Μπάρμπου να μπορούσε να προχωρήσει και λίγο βαθύτερα. Ναι, ίσως η κάμερα στο χέρι σε κάποια στιγμή να μετατρέπεται σε ένα απλό στιλ παρά σε δραματουργική επιλογή. Το ζουμί όμως υπάρχει. Μία λιτή ιστορία πολλαπλών και συνεχώς αναδυόμενων αναμετρήσεων.
Κάπως έτσι, φτάνουμε στο γκραν φινάλε. Πλέον, η ξεκάθαρη αντιπαραβολή δύο ολότελα διαφορετικών κοινωνιών που βρίσκονται δίπλα η μία στην άλλη, αλλά στην ουσία χιλιόμετρα μακριά. Στην στιγμή της απόλυτης κορύφωσης, αφηνόμαστε ολοκληρωτικά σε μία έντεχνη παραδοξότητα. Μία μάνα που έρχεται να συλλυπηθεί μιλά στη χαροκαμένη μάνα σαν να έχει χάσει αυτή τον γιο της, περιγράφοντάς τον σαν μην είναι πια εκεί.
Είναι άραγε αληθινά τα δάκρυά της ή είναι απλώς αυτό που πρέπει να κάνει; Είναι μία λύπη βαθιά που εμπεριέχει αυτοκριτική ή είναι μία σπαρακτική παρόρμηση της στιγμής; Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά, μπορούμε μονάχα να αναρωτηθούμε με ζήλο. Το μόνο σίγουρο είναι πως, όπως μας υπενθυμίζει ο Νέτζερ, τόσο η συντριβή όσο και η κάθαρση δεν έρχονται με τυμπανοκρουσίες, αλλά σιωπηλά και εσωτερικά.