Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λιούις
Παίζουν: Πολ Τζιαμάτι, Ντάστιν Χόφμαν, Ρόζαμουντ Πάικ, Μίνι Ντράιβερ.
Διάρκεια: 134’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ο τρόπος του Μπάρνεϊ”
Πολύ συχνά, ορισμένοι ιδιαιτέρως ταλαντούχοι ηθοποιοί «πατεντάρουν» κάποια συγκεκριμένα είδη φιλμικών χαρακτήρων, αποδίδοντας την ψυχή του ρόλου τόσο εμπνευσμένα και γνήσια ώστε να τους θεωρούμε αδιαπραγμάτευτα ταυτισμένους με τις εν λόγω κινηματογραφικές περσόνες. Ο Κλιντ Ίστγουντ είναι ο σκληρός απονεμητής δικαιοσύνης, η Όντρεϊ Χέπμπορν το πανέμορφο εύθραυστο πρόσωπο που μας παρασύρει σε μία αβάσταχτη γλυκύτητα, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ο μυστηριώδης και γοητευτικός άνδρας που όλοι θα ήθελαν να του μοιάσουν (βλέπε Γούντι Άλεν στο «Play it again Sam» του Χέρμπερτ Ρος), για να αναφέρουμε τρία ενδεικτικά και χτυπητά παραδείγματα. Αντιστοίχως λοιπόν, ο –εκ των κορυφαίων ηθοποιών της γενιάς του– Πολ Τζιαμάτι είναι ο ορισμός του αξιαγάπητου loser, ενός χαμένου που μπορεί να μην τα παίρνει όλα όπως λένε η ταινία και το τραγούδι, αλλά σίγουρα παίρνει αρκετά στη διάρκεια της διαδρομής. Ένας ήρωας που είναι αδύνατον να μην τον λατρέψουμε, καθώς τον απολαμβάνουμε βουτηγμένο στις πιο αντιφατικές του πτυχές, με τάσεις αυτοκαταστροφής, με αφόρητα ανθρώπινες αντιδράσεις, μακριά από κάθε τάση υπέρβασης χαρακτήρα ή μεγαλείου ψυχής. Κοινώς, είναι ένας από εμάς και μας φανερώνει όσα πολλές φορές φοβόμαστε να παραδεχτούμε για τους εαυτούς μας.
Λειτουργώντας ως συμπληρωματική όψη του χαρακτήρα του Μάιλς στο «Πλαγίως» (Sideways, 2004) του Αλεξάντερ Πέιν, ο Μπάρνεϊ Πανόφσκι αντικρίζει κατάματα μία φρικτή, για κάθε άνθρωπο, απειλή, το φάσμα της λήθης, το φάντασμα της εσαεί ανυπαρξίας. Προτού λοιπόν βυθιστεί σε αυτή την αδιάστατη μαύρη τρύπα, φροντίζει να μας δώσει τη δική του εκδοχή (τελείως άστοχη η επιλογή της λέξης «τρόπος» αντί για την απλή λύση της «εκδοχής» για την ελληνική μετάφραση του τίτλου) για τα όσα συναρπαστικά και άσχημα, ευχάριστα και δυσάρεστα συνέβησαν στη ζωή του, ξετυλίγοντας ένα κουβάρι σαράντα ετών. Τη δύσκολη αυτή αποστολή αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ο Καναδός Ρίτσαρντ Λιούις, ο οποίος εργάστηκε επί σειρά ετών στην τηλεοπτική σειρά CSI ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο πως η ταινία αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του διάσημου Καναδού (με εβραϊκές ρίζες, όπως ακριβώς και ο ήρωάς του) συγγραφέα, Μορντεκάι Ρίχλερ. Γενικότερα, πρόκειται για μία εξεχόντως καναδική υπόθεση, με πλούσιες δόσεις χόκεϊ επί πάγου και cameo εμφανίσεις της αφρόκρεμας του καναδικής σκηνοθεσίας, όπως του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, του Ντενίζ Αρκάν, του Ατόμ Εγκογιάν και του Τεντ Κότσεφ.
Ας επιστρέψουμε όμως στο τηλεοπτικό βιογραφικό του σκηνοθέτη, το οποίο δυστυχώς παρεισφρέει τόσο στην αισθητική όσο και τη δομή της ταινίας, φράζοντας ενίοτε το δρόμο σε μία ιστορία που για να γίνει αξιολάτρευτη αντί για απλώς αγαπητή, πρέπει να κυλήσει απρόσκοπτα και απαλά σαν ένα ρυάκι. Τα άλματα μεταξύ των διάφορων φάσεων της ζωής του Μπάρνεϊ ανά στιγμές επιτελούνται με άτσαλα χοροπηδητά, ενώ ορισμένα θραύσματα των επί μέρους επεισοδίων μοιάζουν υπέρ το δέον διογκωμένα. Επιπλέον, προς το φινάλε, δεν αποφεύγεται ολοκληρωτικά ο σκόπελος του μελοδράματος, σε μία κατάσταση πάντως, όπου ομολογουμένως θα απαιτούνταν εξαιρετικά λεπτοί σκηνοθετικοί χειρισμοί. Μολαταύτα, κυρίως χάρη στην ερμηνεία του Τζιαμάτι, το τελικό πρόσημο καταλήγει θετικό, αφήνοντας ένα γλυκόπικρο υπόλοιπο, μετά τις αμέτρητες προσθαφαιρέσεις της ζωής. Το μόνο που μπορεί να ελπίσει κανείς εν τέλει από όσα θα βιώσει είναι να διατρέξει με τρόπο συναρπαστικό όλες τις τιμές στις κλίμακες που ορίζονται από τα δίπολα του τραγικού και του κωμικού, των θριάμβων και των συντριβών, της κυνικότητας και του αλτρουισμού. Ο Μπάρνεϊ ανεβοκατέβηκε πολλές φορές την ίδια πλαγιά που άλλοτε έμοιαζε ανηφόρα, άλλοτε κατηφόρα και θέλει να μοιραστεί απλόχερα την ιστορία του μαζί μας. Ποιος από εσάς τολμά να του αρνηθεί μία τόσο απλή χάρη;
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.