Σκηνοθεσία: Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη
Παίζουν: Αριάν Λαμπέντ, Γιώργος Λάνθιμος, Βαγγέλης Μουρίκης, Ευαγγελία Ράντου
Διάρκεια: 95’
Το ορεκτικό ήταν η συμμετοχή στο Επίσημο Διαγωνιστικό της φετινής 67ης Μπιενάλε στη Βενετία, το κυρίως πιάτο ήταν το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας που απέσπασε η Ελληνογαλλίδα πρωταγωνίστρια Αριάν Λαμπέντ, υποσκελίζοντας μάλιστα τη Νάταλι Πόρτμαν, το κερασάκι στην τούρτα για το «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ήρθε με το εισιτήριο για το Φεστιβάλ του Sundance, το οποίο διεξήχθη στις αρχές του 2011. Στη λίστα των διακρίσεων δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε και τον Αργυρό Αλέξανδρο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το βραβείο απένειμε ο Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος, Μισέλ Δημόπουλος, ο οποίος όμως τυγχάνει να έχει και ένα ολιγόλεπτο ρόλο στην ταινία, σύμπτωση που αναπόφευκτα προσδίδει μία ελαφρά δόση θυμηδίας στη βράβευση. Ας αφήσουμε όμως το απατηλό περιτύλιγμα των τιμητικών διακρίσεων και ας προχωρήσουμε στο κινηματογραφικό περιεχόμενο.
Η Τσαγγάρη διόλου τυχαία επιλέγει ένα βιομηχανοποιημένο, άχρωμο και αποστειρωμένο σκηνικό, ένα ταιριαστό κέλυφος για το συναισθηματικό, κοινωνικό και σεξουαλικό no (wo)man’s land της ηρωίδας της, έναν τόπο χωρίς διαστάσεις και συντεταγμένες, ξέχωρο από τον χρόνο και τους ανθρώπους. Τα ντοκιμαντέρ του Σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο που λειτουργούν ως μόνιμο φόντο μας προσφέρουν τη βασική ιδέα. Οι άνθρωποι είναι ένα ακόμη θηλαστικό μεταξύ πολλών άλλων και κατ’ αυτόν τον τρόπο και με βάση αυτό το δεδομένο, θα αντιμετωπιστούν και θα αξιολογηθούν. Ένα μοναχικό αγρίμι που με τη βοήθεια ενός υποκατάστατου μητέρας θα περάσει από το στάδιο του φοβισμένου γρυλίσματος στη ζούγκλα στη ζεστασιά της αγέλης, με την υποψία και τον φόβο πως θα καταλήξει σε περιφραγμένο ζωολογικό κήπο. Η διαδρομή αυτή που οδηγεί στη ζωή ακολουθεί βίους παράλληλους με μία αντίθετη που οδηγεί στο θάνατο. Όσο σαπίζει ο ένας καρπός τόσο θα ανθίζει ο άλλος. Όσο κατασταλάζει και μνημονεύει ο ένας πόλος τόσο θα ανακαλύπτει και θα προτάσσει τη μουσούδα του με περιέργεια ο άλλος.
Προτού όμως φτάσει κανείς στη διαδικασία αφύπνισης, θα πρέπει να έχει προηγηθεί η αντίστοιχη της ύπνωσης και στην περίπτωσή μας ο λήθαργος αυτός εμφανίζεται ολότελα προβληματικός, ασύνδετος και αποκομμένος, σα να πασχίζει να διαλαλήσει την ύπαρξή του και τα σημάδια του. Επί της ουσίας δηλαδή, παραδεχόμενος εμμέσως το καταχρηστικό της ύπαρξής του. Η Τσαγγάρη έχει διατελέσει παραγωγός στη ταινία «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, ο οποίος κατέχει και έναν από τους τέσσερις βασικούς ρόλους στο «Attenberg». Η οφθαλμοφανής διαπίστωση ομοιοτήτων επ’ ουδενί δεν συνιστά ένα a priori ψεγάδι ή ελάττωμα. Εκλεκτικές συγγένειες θα μπορούσε κάποιος να αναφωνήσει καλή τη πίστει, καιροσκοπικός και ξώφαλτσος μιμητισμός θα ανταπαντούσε κάποιος άλλος, λιγότερο καλόπιστος. Ο κοινός φιλμικός πυρήνας έγκειται σε μία εντονότατη σεξουαλική δυσλειτουργία που αγγίζει τα όρια ενός, κατ’ επέκταση, κοινωνικού αυτισμού. Κυριότερο πεδίο έκφρασης αυτού οι συνεχείς λεκτικές – νοητικές παρανοήσεις, ενδεικτικές μίας πλήρους σύγχυσης, μία πραγματικότητας στην οποία τα καθιερωμένα σύμβολα ενέχουν θέση αλλότρια από τη συνηθισμένη. Πέρα όμως από τις δομικές ομοιότητες, υπάρχουν λειτουργικές και διαχειριστικές διαφορές μεταξύ των δύο ταινιών, οι οποίες καταδεικνύουν πως κάποια ευρήματα δεν είναι πασπαρτού για να ταιριάζουν σε κάθε κλειδαρότρυπα.
Στο σύμπαν της δεύτερης ταινίας του Λάνθιμου, όπου έχουν υψωθεί φράχτες εξουσίας και αυτόεγκλεισμού που οριοθετούν τον τόπο δράσης κάποιων πρωτόπλαστων, είναι απολύτως λογικό να καταστρατηγούνται όλοι οι γνωστοί γλωσσικοί κώδικες. Είναι… αυτονόητο να ανατρέπεται το αυτονόητο, να μην εκλαμβάνονται ως δεδομένες όλες οι φυσικές τάσεις και παρορμήσεις. Συν τοις άλλοις, τα λεκτικά παιχνιδίσματα εφαρμόζουν σε ένα πιο συμβατό υπόστρωμα, λειτουργώντας ως πτυχές που παρεμβαίνουν ανάμεσα στα πολλαπλά επίπεδα βίας, μέχρι το σημείο της αμφιλεγόμενης έκρηξης. Στον αντίποδα του «Attenberg», το παρελθόν αφήνεται να εννοηθεί τελείως επιλεκτικά και βολικά. Κάποια στοιχεία μοιάζουν αποτέλεσμα παρθενογένεσης, κάποια άλλα να οδηγούν στο κενό, ενώ η όλη διαδικασία μεταμόρφωσης μοιάζει μετέωρη. Μήτε υποβλητική μήτε σαρωτική. Η ηρωίδα (εκφραστικότατη και «πλαστικότατη» η Λαμπέντ) μοιάζει να έχει απομνημονεύσει το κάθε γράμμα της αλφαβήτου, να κατανοεί και να κατέχει τον μηχανισμό που φτιάχνει τις λέξεις, να αδυνατεί όμως μυστηριωδώς να αρθρώσει λόγο. Τη συνολική πελαγοδρόμηση ενισχύει η πατρική φιγούρα, η οποία ενσαρκώνεται από τον Βαγγέλη Μουρίκη. Η επιβλητική του παρουσία καταβροχθίζει, ως είθισται, την οθόνη αλλά καταλήγει να δείχνει παντελώς αμήχανη και ορφανή. Σε τελική διαπίστωση, εντελώς σύμβατη με το συνολικό πλαίσιο, με αποκορύφωμα τους επιθανάτιους στοχασμούς που ηχούν περισσότερο ως αταίριαστη απαγγελία παρά ως βαθυστόχαστο απόσταγμα σοφίας.
Η λαχτάρα να βγει ο ελληνικός κινηματογράφος από τη ναφθαλίνη και να λάβει ετεροχρονισμένα και αναδρομικά κάποια από τη διεθνή αναγνώριση που στερήθηκε στο παρελθόν οδηγεί σε μία συστράτευση, στο σχηματισμό ενός ενιαίου μετώπου προώθησης που εξυπηρετεί χίλια δυο μικροσυμφέροντα αλλά όχι τον ίδιο τον ελληνικό κινηματογράφο. Στήριξη λοιπόν, αλλά μακριά από κάθε είδους διθυραμβικό δεκανίκι.