Reviews 12 Years a Slave

23 Φεβρουαρίου 2017 |

12 Years a Slave

Σκηνοθεσία: Στιβ ΜακΚουίν

Παίζουν: Τσιούετελ Έτζιοφορ, Μάικλ Φασμπέντερ, Λουπίτα Ναϊόνγκ’ ο, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Μπραντ Πιτ, Πολ Ντέινο

Διάρκεια: 134’

Μεταφρασμένος τίτλος: «12 χρόνια σκλάβος»

Έτος παραγωγής: 2013

Η τρίτη ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη Στιβ ΜακΚουίν βασίζεται στην ομότιτλη αυτοβιογραφία του Σόλομον Νόρθαπ, ο οποίος απήχθη το 1841 στην Ουάσινγκτον και πέρασε 12 χρόνια στην κόλαση της δουλείας του αμερικάνικου νότου. Ο Νόρθαπ επί της ουσίας δεν απελευθερώθηκε, αλλά επέστρεψε στο στάτους του ελεύθερου πολίτη, το οποίο κατείχε πριν την απαγωγή του και την αποστέρηση της πραγματικής του ταυτότητας. Το 1853, με το που επέστρεψε στην πρότερη ζωή του, κατέγραψε τις δραματικές εμπειρίες του από αυτή τη δωδεκαετία, ενώ ενεπλάκη με ζήλο στον αγώνα για την κατάργηση της δουλείας. Η εξέλιξη αυτή επήλθε επισήμως μετά το πέρας του Αμερικάνικου Εμφυλίου, με την Τροπολογία του Δεκεμβρίου του 1865, αλλά όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, η ουσιαστική απάλειψη της δουλείας έμελλε να αργήσει ακόμη αρκετά.

Στην πρώτη συνέντευξη μετά το τέλος των γυρισμάτων του Αποκάλυψη, τώρα!, ο Κόπολα είχε δηλώσει πως η ταινία του «δεν είναι μία ταινία για το Βιετνάμ, είναι το Βιετνάμ». Προσπερνώντας την προφανή  δυσκολία των αναλογίων, μπορούμε να πούμε πως το 12 χρόνια σκλάβος δεν είναι μία ταινία για τη δουλεία, αλλά μία κινηματογραφική καταβύθιση στον παρανοϊκό και κτηνώδη κόσμο της δουλείας. Από τη μία, πρόκειται για μία ταινία που πηγαίνει καρφωτή  για τα οσκαρικά βραβεία λόγω της «ευαίσθητης» θεματικής της, γεγονός που δείχνει να το γνωρίζει και να το αποδέχεται. Από την άλλη, δεν εκτρέπεται σε απλοϊκό διδακτισμό και καταγγελία του προφανούς. Πώς το κατορθώνει αυτό;

12 Years a Slave

Καταρχάς, με την εξαιρετικά προσεγμένη και  λεπτοδουλεμένη διάρθρωσή της. Στον πυρήνα της σταθερά και επιβλητικά, ο κεντρικός της ήρωας. Εμβρόντητος και αποσβολωμένος από την σκληρότητα και την απανθρωπιά με τις οποίες έρχεται ουρανοκατέβατα αντιμέτωπος. Σοκαρισμένος από το ότι είναι αναγκασμένος να καμουφλάρει την ταυτότητά του μπας και καταφέρει να τα βγάλει πέρα. Οι καταβολές του ως ελεύθερου ανθρώπου δεν φεύγουν ποτέ από το προσκήνιο της ιστορίας. Είναι αυτές που καθιστούν την ευρύτερη εικόνα θολή και σχετική. Σε ένα κόσμο, όπου η δουλεία υφίσταται ως συνθήκη, ποια ακριβώς η απόσταση μεταξύ ελεύθερου και δούλου; Το πέρασμα από τη φωτεινή στη σκοτεινή πλευρά μπορεί να αποδειχθεί πολύ εύκολη υπόθεση. Στον αντίποδα, αυτό ακριβώς το ελεύθερο παρελθόν είναι που του χαρίζει το καταφύγιο της προοπτικής, σε πλήρη αντίθεση με τους φαινομενικά “ομοίους” του.

Έχει κάτι να ελπίζει, έχει κάτι να προσμένει, όσο ανέφικτο και να φαίνεται. Στοιχείο βαρυσήμαντο, καθώς στον νέο κόσμο του, υπάρχει μονάχα η απελπισία και το μαρτύριο. Γύρω του περιστρέφονται οι φιγούρες των λευκών ισχυρών της υπόθεσης, οι οποίοι καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα περιπτώσεων. Επιστάτης – τσιράκι του αφεντικού, τυφλωμένος από το μίσος και τη βλακεία. Αφέντης με ανθρωπιά και σύνεση, ο οποίος όμως αποδέχεται τη δουλεία ως παγιωμένη κατάσταση. Αφέντης φρενοβλαβής και αρρωστημένος, ο οποίος αδυνατεί να αφουγκραστεί τι δε σαλεύει καλά μέσα του και εκτρέπεται στο ντελίριο και την κτηνωδία. Αφεντικό με πεποιθήσεις ριζοσπαστικές και ουμανιστικές που καλείται να πάρει θέση. Ο ΜακΚουίν ψυχογραφεί τους ήρωές του σε βάθος αλλά δεν μένει μόνο σε αυτό.

12 Years a Slave 2

Πάνω απ’ όλα, διεισδύει στην ψυχή των πραγμάτων, στην καρδιά της νοσηρότητας. Κάθε απόκλιση από την ανθρωπιά, όσο σκληρή και να είναι, απαιτεί μία δικαιολογητική βάση. Ο άνθρωπος αποζητά σχεδόν πάντοτε τη δικαιολόγηση ακόμη και των πιο χυδαίων πράξεών του, όσο κι αν φαίνονται αυθόρμητες και ενστικτώδεις. Η λογική στρεβλώνεται, η ηθική παραποιείται. Οι γραπτοί και οι άγραφοι κανόνες διαστέλλονται και συστέλλονται μέχρι να χωρέσουν τα πάντα. Μέσα σε αυτό το χάος, οι σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης, όπως και οι κινήσεις που θα γίνουν για την επιβίωση, ποικίλουν, αλλάζουν, ξαφνιάζουν. Ακόμη και ένας λευκός μπορεί να υποβιβαστεί σε καθεστώς δουλείας. Ακόμη και μία έγχρωμη μπορεί να καταστεί κυρία του σπιτιού.

Ο ΜακΚουίν εξηγεί και εντρυφεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα του. Με τα πανίσχυρα διαλογικά του κομμάτια, με τα αποκαλυπτικά κοντινά του πλάνα. Κυρίως όμως, με τον όμορφο συνδυασμό απίστευτης ωμότητας και ποιητικής διάθεσης. Κι όπως στις προηγούμενες δύο ταινίες του, μας χαρίζει σκηνές που αποτελούν ανθολόγιο από μόνες τους. Όπως το πλάνο της υπέροχης και σπαρακτικής περιστροφής  γύρω από τον άξονα του παρατημένου και ετοιμοθάνατου μισό-κρεμασμένου Νόρθαπ. Στυγνά ρεαλιστικό και ολότελα λυρικό ταυτόχρονα. Σε θολή μορφή γύρω του όσοι τον παρατηρούν. Άλλοι ως χάζι, άλλοι με οίκτο, άλλοι αδιάφορα, άλλοι με μίσος, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, από τη δική του σκοπιά επί του θέματος.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑