Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος
Διάρκεια: 72′
Η καγκελόπορτα ανοίγει. Ένα ερημικό προαύλιο. Σιωπηλό, αλλά τόσο εύγλωττο την ίδια στιγμή. Ένα κτίριο που στέκει θλιμμένο και θλιβερό. Ερείπια από μνήμες που θέλουν να ξεχαστούν μα δεν μπορούν. Απομεινάρια από μνήμες που θα σπρωχτούν στη λήθη με το ζόρι. Σκοροφαγωμένα κιτάπια, γυμνά από στρωσίδια κρεβάτια, σκόνες και σοβάδες να αιωρούνται και να κρέμονται. Ένα μαντήλι κρεμασμένο στα δύο άκρα μιας κουκέτας σαν αυτοσχέδια αιώρα για τα πόδια. Στους τοίχους, στίχοι από τραγούδια, αποκόμματα από εφημερίδες, σχέδια με μαρκαδόρους, φωτογραφίες γυμνών γυναικών. Παρατημένα αντικείμενα που δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση σκουπίδια για πέταγμα. Κάποιοι άνθρωποι έζησαν εδώ. Έζησαν έγκλειστοι, αποκομμένοι και βυθισμένοι στο ημίφως κι αυτές εδώ είναι οι αποδείξεις της ύπαρξής τους. Είναι οι σιωπηλές κραυγές τους, οι βαριοί τους ψίθυροι. Είναι η αισθητή τους παρουσία, παρά τη φυσική τους απουσία. Είναι οι αποσκευές που άφησαν πίσω τους κάποια φαντάσματα που υπήρξαν πέρα για πέρα αληθινά.
Η φυλακή των Τρικάλων έκλεισε τις πόρτες της το 2006, μετά από 110 χρόνια επιβλητικής παρουσίας στο κέντρο της πόλης. Κι όπως συνήθως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις στην Ελλάδα, οι οποιεσδήποτε σκοτεινές μνήμες έπρεπε τάχιστα να γίνουν τεχνητά κι απότομα φωτεινές. Το αποτύπωμα του χρόνου φθείρεται ανεπανόρθωτα, αλλοιώνεται, αφήνεται να εξαϋλωθεί στον βωμό μιας πιο προσιτής και εύληπτης εικόνας. Επτά άνθρωποι που βαδίζουν αργά κι ενδοσκοπικά στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του αποκαμωμένου κτιρίου θα εμφανιστούν ενώπιόν μας. Επτά άνθρωποι που σκέφτονται, συλλογίζονται, διηγούνται, ερμηνεύουν τα παρελθόντα ή/και ψαχουλεύουν τους διαδρόμους των αναμνήσεών τους. Επτά άνθρωποι, με διαφορετικούς ρόλους και μανδύες, αλλά με κοινό παρονομαστή.
Αφηγήσεις κι εξιστορήσεις φορτισμένες και στιβαρές, σε αντίστιξη με τον χώρο και σε παράλληλη στοίχιση με το παρελθόν του. Θαμμένες ιστορίες στο πλαίσιο μιας εξίσου θαμμένης Ιστορίας. Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος (με καταγωγή από τα Τρίκαλα) καθοδηγεί με σύνεση και τρυφερότητα τις μαρτυρίες των επτά πρωταγωνιστών του, που εξιστορούν βιώματα, μοιράζονται σκέψεις, αφήνουν υγρά βλέμματα. Μέσα από μεστές και ζεστές μαρτυρίες, αναδεικνύει και προβάλλει τον πραγματικό «μάρτυρα» του ντοκιμαντέρ του, που στέκει αγέρωχος, αινιγματικός και σιωπηλός. Παράλληλα, με τρόπο αβίαστο κι απαλό, μας υποβάλλει στο δικό του παιδικό βλέμμα που αντίκριζε κάποτε τη φυλακή. Κι αφότου έχουμε περιπλανηθεί σε μια δίνη μνήμης, λήθης, θραυσμάτων χρόνου και ανεξίτηλων τραυμάτων, ο Σιωπηλός μάρτυρας μάς επιφυλάσσει την ανατροπή που επεφύλαξε η ίδια η φυλακή στον σκηνοθέτη και το συνεργείο του.
Η αποτύπωση του στίγματος αυτής της φυλακής και των ανθρώπων που συνδέθηκαν μαζί της ξεκινά ως καταγραφή γεγονότων, εξελίσσεται σε ανάπλαση ανείπωτων λεπτομερειών και αισθήσεων, για να υψωθεί στο φινάλε ως αλληγορική παραβολή. Η επίσημη ιστορική μνήμη συνεχίζει την πορεία της αφήνοντας στις απόμερες γωνιές του δρόμου όσα βαρίδια φορτώνονται στην καμπούρα της. Και συνήθως ουδείς θα μπει στον κόπο να αναζητήσει αυτά τα απολεσθέντα που θα χαθούν στη σκόνη του χρόνου.