Σκηνοθεσία: Στέφαν Ομπιέρ, Βενσάν Πατάρ
Διάρκεια: 75΄
Μεταφρασμένος τίτλος: “Πανικούπολη”
Ο Ινδιάνος, ο Καουμπόης και το Άλογο συγκατοικούν. Σήμερα έχει γενέθλια το Άλογο και οι άλλοι δυο το έχουν ξεχάσει. Κι εντάξει, το Άλογο είναι ήρεμο, είναι η φωνή της λογικής, αλλά ο ινδιάνος και ο καουμπόης είναι υστερικοί και πανικοβάλλονται από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της ημέρας. Τι δώρο θα του κάνουν; Μια ψησταριά! Χρειάζονται 50 τούβλα σύμφωνα με τους προσεχτικούς υπολογισμούς του Ινδιάνου και τούβλα πρόχειρα δεν υπάρχουν. Ιδέα: Θα παραγγείλουν από το ίντερνετ. Όταν, όμως, πληκτρολογούν την παραγγελία γίνεται ένα λαθάκι κι αντί για 50 τούβλα, ζητάνε… 50 εκατομμύρια, τα οποία καταφτάνουν σε δεκάδες φορτηγά… Κι αυτή είναι μονάχα η αρχή, διότι αυτό που θα ακολουθήσει είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί. Δεν κάνω πλάκα…
Πρόκειται για γαλλικό στοπ ανιμέισον (όχι ιδιαιτέρως κατάλληλο για πολύ μικρά παιδιά) το οποίο σημαίνει πως δημιουργήθηκε φωτογραφίζοντας χιλιάδες φορές τις φιγούρες (αυτές τις φιγούρες με την πλαστική βάση, με τις οποίες όλοι κάποτε έχουμε παίξει), κάθε φορά μετακινώντας τες μια σταλιά. Παραδοσιακή τεχνική, άκρως απολαυστική ως αισθητικό αποτέλεσμα που προϋποθέτει πάρα πολύ χρόνο, μεράκι, υπομονή και όραμα. Όλα αυτά εξασφαλίζουν από μόνα τους μια ελάχιστη ποιότητα, από την οποία μοναδικός κερδισμένος είναι ο θεατής. Οφείλω να ομολογήσω πως αν και είμαι λάτρης της συγκεκριμένης μεθόδου, τα συναισθήματα που μου άφησε η εν λόγω ταινία ήταν ανάμικτα. Από τη μια ένα σουρεαλιστικό, ξέφρενο πανηγύρι καταστάσεων κι ένας υστερικός ρυθμός που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, κι από την άλλη η απροσδιόριστη αίσθηση μιας ημιτελούς προσπάθειας που θα μπορούσε να έχει καλλιεργηθεί περισσότερο και να αγγίξει το τέλειο.
Βέβαια, έπαθα και κάτι άλλο περίεργο. Καθόλη τη διάρκεια των 75 λεπτών δεν μπορούσα να βγάλω από το κεφάλι μου τις εικασίες για τη δημιουργική διαδικασία της ταινίας. Η εικόνα που έφτιαχνα στο μυαλό μου ήταν η εξής: Μια παρέα τεσσάρων τύπων που μαζεύτηκαν ένα βράδυ στο σπίτι του ενός (οι δικοί του έλειπαν) κι άρχισαν να κατεβάζουν ιδέες για το σενάριο. Και καθώς η βραδιά κυλούσε, άδειαζαν μπουκάλια κρασί και οι ιδέες ξέφευγαν και γελούσαν και δεν φίλτραραν τίποτα και όλα τα αφήνανε στο χαρτί. Και ίσως πήρανε και τίποτα παραισθησιογόνα απ’ αυτά που βλέπουμε στις ταινίες ότι χρησιμοποιούνταν μαζικά στο Βιετνάμ. Προφανώς δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το πώς κατέληξαν σ’ αυτό το εγχείρημα, αλλά αυτή ήταν η αίσθηση που πήρα. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι καινούριο. Ο κόσμος του ανιμέισον είναι γεμάτος παραδείγματα από φευγάτες ιδέες που σε κάνουν να απορείς. Ροζ πάνθηρες; Μπλε άφυλα πλασματάκια που ζούνε σε… μανιτάρια; Η φαντασία των παιδιών είναι εξ ορισμού αχαλίνωτη. Όμως όταν μιλάμε για ενήλικες, εκεί δεν μπορείς παρά να σηκώσεις τα χέρια ψηλά, να ξεφυσήσεις κουνώντας το κεφάλι και να μονολογήσεις: «είστε φευγάτοι, κύριοι… τελείως φευγάτοι». Και δεν μιλάω ειρωνικά ούτε σαρκαστικά. Λίγα πράγματα υπάρχουν πιο καθαρτικά από μια ξέφρενη και σουρεαλιστική φαντασία. Η πεζότητα θέλει το αντίδοτό της. Και η πεζότητα είναι τόσο ισχυρή που πολλές φορές μόνοι μας δεν μπορούμε να την καταπολεμήσουμε. Χρειαζόμαστε πού και πού να μας τσιμπάνε και να μας λένε: «άνοιξε τα μάτια σου, ρε, κακόκεφε μουντρούχε και κοίτα τριγύρω σου, παίξε, γέλα και αφήσου». Διότι αν πεθάνει το παιδί μέσα μας, είμαστε χαμένοι από χέρι, κύριοι. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μεταμορφωνόμαστε σ’ έναν ακόμα βαρετό, ορθολογιστή, ανέραστο ξερόλα που καλό θα ήταν να μας αδειάζει τη γωνιά γιατί πιάνει πολύ χώρο…
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.
Δείτε σχετικά: εδώ.