Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης
Παίζουν: Στάθης Σταμουλακάτος, Μαρία Καλλιμάνη, Βαγγέλης Μουρίκης
Διάρκεια: 108′
Τέσσερα χρόνια μετά την Ψυχή στο στόμα και τον ντόρο που προκέλεσε, ο Γιάννης Οικονομίδης πληγώνει με οργισμένες μαχαιριές το κορμί του ελληνικού μικροαστισμού. Αυτή την πνευματική καμένη γη, η οποία τον ταλανίζει και την οποία έχει μετατρέψει σε πυρήνα της φιλμογραφίας και του σκηνοθετικού του βλέμματος. Η εισαγωγή δίδεται σε ασπρόμαυρο φόντο, με σφήνες από σέπια αποχρώσεις, με τον θόρυβο να καλύπτει όλες τις ανούσιες κουβέντες. Μία απόπειρα υπόκωφης (αντονιονικής) κραυγής σε καμβά ελληνικής επαρχίας. Στην Πτολεμαΐδα αργοπεθαίνουν ψυχές και μυαλά.
Αφασική απάθεια, μακρόσυρτο σκότωμα του χρόνου που δεν λέει να περάσει με τίποτα, ολική αποχαύνωση, πλήρης έλλειψη διεξόδων. Η μετάβαση στις, υποβαθμισμένες και απομακρυσμένες από οποιοδήποτε lifestyle, γειτονιές της Αθήνας θα σηματοδοτήσει την οικοδόμηση του εφιαλτικού και ασφυκτικού μικρόκοσμου, με αυστηρά καθορισμένα όρια. Άνθρωποι που ομοιάζουν με σκύλους, διαμένοντες απλώς σε ένα μεγαλύτερο κλουβί. Εκπαιδευμένοι φύλακες του ίδιου τους του εαυτού, με προγραμματισμένη και αμετάβλητη καθημερινότητα. Γαβγίζουν χωρίς να δαγκώνουν. Πειθήνιοι και υπάκουοι στο χέρι που τους ταΐζει. Αναζητούν ένα χάδι όταν τους ραπίζουν.
Ο Οικονομίδης εστιάζει σε ένα μαρτύριο εσωτερικών χώρων και το ενδύει με το γνώριμο στυλιζάρισμα διαλόγων και διεύθυνσης των ηθοποιών του. Ο μετρητής βωμολοχιών καταγράφει μικρότερα νούμερα σε σχέση με την Ψυχή στο στόμα, αλλά και πάλι το κοντέρ ανεβαίνει ψηλά. Ο Οικονομίδης επενδύει αυτή τη φορά κάπως λιγότερο στο λεκτικό γρονθοκόπημα και περισσότερο στην εκφραστικότητα των σιωπών, ενώ επιλέγει και ολίγον πιο στατικά πλάνα σε σχέση με τις προηγούμενες δημιουργίες του.
Η ερμηνευτική μανιέρα παραμένει, αν όχι αμετάλλακτη, τουλάχιστον παραπλήσια, μέσα από την επανάληψη, την εκφορά του λόγου, την εμβληματική παρουσία του Βαγγέλη Μουρίκη που μαγνητίζει. Από τη μια, η κατασκευή είναι αρτιότατη, η καλαισθησία δεδομένη, η προσωπική ματιά αιχμηρή και καθηλωτική. Από την άλλη, ο Οικονομίδης αδυνατεί να θέσει σε κάποιο υποτυπώδη έλεγχο τη φόρμα του. Φορτίζοντας και φορτώνοντας υπέρ το δέον το σημαίνον, μας πιέζει αγχωτικά να καταλάβουμε το σημαινόμενο. Σαν να έχει βάλει neon πινακίδες στους συμβολισμούς του, μπας και δεν τους διακρίνουμε στο σκοτάδι.
Με τον εγκλεισμό στη μικροαστική φυλακή και την εξουσία να ασκείται ποικιλοτρόπως και προς όλες τις κατευθύνσεις, παίρνουν σάρκα και οστά όλα όσα έχουν ήδη υπονοηθεί. Η μωρία, η πνευματική και μορφωτική ξηρασία, η αποβλάκωση. Η κενότητα, η απουσία ονείρων ή φιλοδοξιών. Η απογύμνωση από κάθε ενδιαφέρον, η ανακυκλούμενη βία που γεννιέται ξανά και ξανά σαν Λερναία Ύδρα. Ο Οικονομίδης απομυθοποιεί το περιθώριο, οικτίρει τη καθαγιασμένη λαϊκή σοφία. Δεν διαβλέπει καμία ποιότητα στην καθημερινή ματαιότητα των εγκλωβισμένων ανθρώπων, δεν αφήνει καμία χαραμάδα αισιοδοξίας.
Στην ουσία, δεν κρύβει τον ουρανό από τους ήρωές του, απλώς μας καταδεικνύει πως αυτοί έχουν διαλέξει να κοιτούν πάντα χαμηλά. Στον ψυχικό τάφο της διώροφης μονοκατοικίας, το μόνο στοιχείο που θα φέρει εξελίξεις είναι ένας παράνομος δεσμός, που προκύπτει περισσότερο ως καταπιεσμένη εκτόνωση παρά ως αυθεντικό πάθος. Η ερωτική πλεκτάνη λοιπόν θα δρομολογήσει και τη συνέχεια, σε μία δραματουργία που ανά στιγμές μοιάζει ασάλευτη. Στοιχείο ως ένα βαθμό λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως οι χαρακτήρες του Οικονομίδη μόνο τύποις φέρουν αυτό τον τίτλο. Κατ’ ουσίαν, είναι λειτουργικές σημαδούρες προορισμένες να αποτυπώνουν κοινωνικά χαρακτηριστικά. Είναι μορφοποιημένα ομοιώματα, επιφορτισμένα με συγκεκριμένο ρόλο και αποστολή. Εκπέμπουν αλλά δεν πράττουν.
Το συναίσθημα τρυπώνει αρχικά ανεπαίσθητα σε ένα ασήμαντο στιγμιότυπο (όταν το περιστέρι ορμάει στα ψίχουλα στο τραπέζι) και γίνεται για μοναδική φορά έκδηλο, όταν επιτέλους θα αντικρίσουμε ένα χαμόγελο και το πλάνο γίνει, για πρώτη και τελευταία φορά, έγχρωμο. Ο κύκλος θα κλείσει εξίσου αποστειρωμένα όπως άνοιξε. Μία δολοφονία σκληρή και αποτελεσματική, μία κατάληξη αναμενόμενη. Ένα απίστευτα ειρωνικό και απαισιόδοξο κλείσιμο, πιο εφιαλτικό από οποιονδήποτε σπαραγμό ή κλάμα. Ένας άνθρωπος δίχως καμία αρετή κέρδισε τη θέση του στο βασίλειο της μετριότητας και της προβλεψιμότητας, με μοναδικό του όπλο ένα μαχαίρι. Κατέκτησε τη δική του προνομιακή φυλακή, όπως μας επιβεβαιώνουν οι ήχοι και η φιξαρισμένη εικόνα στο τελικό πλάνο.
Ο Οικονομίδης δεν σκιαγραφεί την κάθοδο στην κόλαση αλλά τις βόλτες στους λαβύρινθούς της. Οι χαρακτήρες του δεν βρέθηκαν εκεί, γεννήθηκαν και θα πεθάνουν εκεί. Μέσα σε όλα αυτά όμως, υπάρχει ένα αθεράπευτο πρόβλημα. Όπως και στις προηγούμενες δύο ταινίες του, ο Οικονομίδης μισεί αφόρητα κι ολοκληρωτικά τους ήρωές του, διαχωρίζοντας εμφατικη τη θέση του από αυτούς. Αν τους μισούσε έστω ελάχιστα λιγότερο ή αισθανόταν έστω για μια στιγμή μια υποτυπώδη τρυφερότητα για αυτούς, θα γινόταν σίγουρα ακόμη πιο διορατικός και ενδελεχής.