Sinister Circle (Circulo Siniestro)

Το καλό με το να περνάς την περισσότερη ώρα σου σε κάποιο φεστιβάλ, είτε μουσικό, είτε κινηματογραφικό, είτε οποιουδήποτε άλλου είδους, είναι ότι μαθαίνεις για το έργο ανθρώπων με το οποίο, υπό διαφορετικές συνθήκες, δύσκολα θα ερχόσουν σε επαφή. Είναι το περιβάλλον, οι παρέες και η καλή διάθεση να καταναλώσεις ό,τι μπορείς περισσότερο χωρίς να σε νοιάζει πλέον τίποτα από όλα εκείνα που συνήθως δεσμεύουν την καθημερινότητά σου. Το συναίσθημα αυτό, φυσικά, μόνο με λίγες απολαύσεις στη ζωή μπορεί να συγκριθεί, ακόμα κι αν κάποιοι δε θα καταλάβουν ποτέ τι ακριβώς είναι αυτό που εννοώ.

Όταν βρίσκεσαι σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, και πάλι ανεξαρτήτου είδους, παρακολουθείς ταινίες από ολόκληρο τον κόσμο, ταινίες που αρκετές φορές δε θα βρουν διανομή για τη χώρα μας, ενώ στις διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες θα παραμείνουν underground επιλογές για κάποιον τολμηρό αναζητητή που θα θελήσει να επενδύσει τον χρόνο του σε κάτι για το οποίο δεν γνωρίζει τίποτα. Μια τέτοια επιλογή είναι και το Sinister Circle του Dorian Fernαndez-Moris (βλέπε φώτο αμέσως μετά) από το μακρινό Περού, μια χώρα από την οποία ελάχιστες ταινίες φτάνουν μπροστά στα μάτια μας, πόσο μάλλον αυτές που ανήκουν στο αγαπημένο σε πολλούς είδος του φανταστικού σινεμά.

Η ταινία ακολουθεί μια ψυχίατρο και τον οκτάχρονο κωφάλαλο γιο της. Η μοναχική αυτή μητέρα και επιστήμονας (έχουν σημασία και τα δύο) σοκάρεται όταν χάνει έναν ασθενή, ο οποίος αυτοκτονεί κάτω από την εικόνα του Εσταυρωμένου, βλέποντας δαιμόνια να εισβάλλουν στην εγκλεισμένη καθημερινότητά του. Έτσι, αποφασίζει να αλλάξει περιβάλλον και να επιστρέψει στο σπίτι όπου μεγάλωσε και πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Μαζί με αυτή την αλλαγή, όμως, αλλάζουν και τα δεδομένα της δικής της καθημερινότητας, αφού τα αγνώστου προέλευσης δαιμόνια φαίνεται να την έχουν ακολουθήσει, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο απορίες για την εκ των προτέρων έλευσή τους.

Το μυστήριο της ταινίας έχει ήδη στηθεί και αυτό που απομένει είναι μια λύση που να γοητεύει τον εκάστοτε θεατή που περιμένει να σαγηνευτεί από τις δυνάμεις ενός κόσμου που υπάρχει γύρω μας, αλλά δεν εμφανίζεται παρά μόνο στις ταινίες. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να πιστεψουμε σε φαντάσματα, διαβόλους και λοιπές αέρινες οντότητες, αλλά στη δύναμη της φαντασίας του μυαλού και σε όλα όσα μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο να αλλάξει τροπο σκέψης, να πράξει με τρόπο παράλογο για τους περισσότερους και να πιστέψει σε κάτι απίστευτο για τα μέχρι τώρα δεδομένα του.

Δομημένο επάνω σε μια σχεδόν παγωμένη ατμόσφαιρα, με ανατριχιαστικά εκκωφαντικούς ήχους που σκοπό έχουν να ταρακουνήσουν το θεατή από το κάθισμά του (ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνουν πάντοτε με επιτυχία) και με τους λιγοστούς εμπλεκόμενους ηθοποιούς στην παραγωγή, ο σκηνοθέτης θα αναλώσει μεγάλο μέρος της πλοκής σε όλα τα κλισέ μιας παλιομοδίτικης ταινίας ατμοσφαιρικού τρόμου, αφού φαίνεται ότι έχει μελετήσει καλά τους κώδικες του είδους.

Θα φτιάξει έτσι μια ταινία γεμάτη πνεύματα που ψυθιρίζουν στο σκοτάδι, κούνιες που κουνιούνται από μόνες τους, πόρτες που τρίζουν ασταμάτητα, ouija boards που καλούνε σατανάδες και δαίμονες μετενσαρκωμένους σε κορμιά γεμάτα σήψη και θάνατο στα μάτια, χαρακτηριστικά που αν τα χειρίζεσαι σωστά, το αποτέλεσμα μπορεί να σε δικαιώσει.

Εντούτοις, παρά το ότι τα παραπάνω υλικά φαίνεται να ελέγχονται πλήρως, η ταινία σε μεγάλο μέρος της μοιάζει να είναι ελάχιστα εμπνευσμένη στις λεπτομέρειες, ξεκινώντας από τον αρκετά απλοικό της τίτλο – αν και το Circulo Siniestro που αναγράφεται στους τίτλους αρχής φαίνεται σαφώς πιο τρομακτικό από τη διεθνή ονομασία. Από ΄κει και πέρα, καθώς το μυστήριο θέλει να ξεδιπλωθεί, όλες οι λύσεις και οι επεξηγήσεις έρχονται με τους πιο απλούς τρόπους στα χέρια των πρωταγωνιστών (οι οποίοι αγχώνονται αλλά δεν προσπαθούν και πολυ), κάτι το οποίο θα ενοχλήσει αρκετούς κινηματογραφόφιλους, όχι όμως εκείνους που δεν έχουν μεγάλες προσδοκίες και δεν αναζητούν πολύπλοκες και πανέξυπνες εξηγήσεις στα όσα απόκοσμα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια τους.

Κάπως έτσι, μια φεστιβαλική ταινία δεν εντυπωσιάζει και δεν διεκδικεί δάφνες σεναριακής πρωτοτυπίας, καταφέρνει, όμως, μέσα από την ορθώς μικρή της διάρκεια (86 λεπτά) να δημιουργήσει μια πειστική ατμόσφαιρα και να επιβάλει την αίσθηση της απειλής από τα πρώτα της τρομακτικά λεπτά μέχρι και τους τίτλους τέλους της. Αυτό για κάποιους μπορεί να μην είναι αρκετό, για κάποιους άλλους όμως φαίνεται να είναι αρκούντως απολαυστικό. Προτιμώ ξεκάθαρα να ανήκω στους δεύτερους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑