Σκηνοθεσία: Γκιγιόμ Νικλού
Παίζουν: Ζεράρ Ντεπαρντιέ (αρνούμαι να βάλω άλλο όνομα)
Διάρκεια: 85′
Ένα ξυπνητήρι που χτυπά δυνατά κι ένας σκύλος που γαβγίζει παρακλητικά και επίμονα. Ένας υπέρβαρος ημίγυμνος άνδρας που σηκώνεται με κόπο από το κρεβάτι και σέρνει δυσκίνητα το κορμί του στην κουζίνα. Είναι φανερά μοναχικός, είναι φανερά «βαρύς» και εσωτερικά, πέρα από τα εμφανή κυβικά του σώματός του. Θα οδηγήσει και θα παρκάρει στην είσοδο του δάσους, εκεί που ξεκινά το «μονοπάτι του λαγού», για να κυνηγήσει. Θα τοποθετήσει τις προειδοποιητικές πινακίδες, θα φορέσει τα απαραίτητα ρούχα, θα πάρει μαζί του λίγες προμήθειες.
Μία διαδικασία που δείχνει να έχει επαναλάβει πολλές φορές. Τίποτα το απειλητικό, τίποτα το ανησυχητικό, τουλάχιστον στην πρώτη εντύπωση. Στο The End του natural born provocateur Γκιγιόμ Νικλού, το κυνήγι αποκτά μία χροιά υπερβατική, αλληγορική, σχεδόν ποιητική. Ο άνδρας αυτός κυνηγά κάτι ανεπαίσθητο και φευγαλέο. Κάτι απροσδιόριστο και νεφελώδες, επίπονο και μεγαλειώδες.
Ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ είναι ένα πληγωμένο θηρίο που αγκομαχά και ασθμαίνει. Που παλεύει με τους δαίμονές του, με κάθε ανάσα και βογκητό του. Το παχύσαρκο σώμα του έχει εγγράψει στο λίπος τις αμαρτίες του. Τα μάτια του εκπέμπουν μία σπαρακτική οικειότητα, αλλά καλύπτονται την ίδια στιγμή από ένα αδιαπέραστο πέπλο. Μας αφήνουν να κρυφοκοιτάξουμε στο σκοτάδι από πίσω, αλλά μονάχα στα όρια μιας κλεφτής ματιάς. Τίποτα περισσότερο, τίποτα παραπάνω. Ο Ντεπερντιέ παραδίδει μία ερμηνεία γεμάτη από την εσωτερικότητα και τη θλίψη ενός ανθρώπου που αποζητά να χαθεί ολοκληρωτικά. Όχι να πεθάνει ή να εξαφανιστεί, αλλά να διαγραφεί από κάθε ληξιαρχικό αρχείο που πιστοποιεί πως κάποτε υπήρξε.
«Κανείς δεν λέει ποτέ την αλήθεια», θα μονολογήσει στωικά, σε μία από τις πολλές αποστροφές των μονολόγων του «κυνηγού» που μοιάζουν σχεδόν αυτοβιογραφικές. Ο Ντεπαρντιέ δεν υπήρξε ποτέ του ευγενικός άνθρωπος, στοργικός πατέρας και σύντροφος, φιλικός σταρ, ευαισθητοποιημένη δημόσια περσόνα. Υπήρξε όμως αφόρητα και ισοπεδωτικά ειλικρινής με τον εαυτό του και τον υπόλοιπο κόσμο για την σκάρτη πάστα του χαρακτήρα του.
Ο Νικλού χαρτογραφεί μία πορεία αλεπάλληλων διεξόδων, μέσα από τα ξεσπάσματα και τα παραμιλητά του Ντεπαρντιέ, τους φυσικούς θορύβους και το πηχτό φως του δάσους, τις διασταυρώσεις του «κυνηγού» με απόκοσμες και αερικές φιγούρες, την αίσθηση βουκολικού αινίγματος που αποπνέει. Ο υποψήφιος θύτης θα πρέπει να περάσει υποχρεωτικά από το στάδιο του αβοήθητου και ανυπεράσπιστου θύματος. Να απεκδυθεί από κάθε εξάρτημα και να απολέσει κάθε αντικείμενο, που τον καθιστούν «κυνηγό» και εξοπλισμένο.
Και στην πορεία του εξανθρωπισμού και της λύτρωσης, θα μάθει να θέτει ως προτεραιότητα την παροχή κι όχι την αναζήτηση βοήθειας κι ελέους. Θα μαθει να επιδιώκει τον θάνατο, προκειμένου να μπορέσει να ξαναγεννηθεί. Θα κυνηγήσει μέχρι τέλους το «τέλος» που θα τον ανακουφίσει από τα κρίματα και τις λύπες του.
Το The End είναι ένα μυσταγωγικό ταξίδι αποπροσανατολισμού και απώλειας, στο οποίο αφήνεσαι να χάσεις τον δρόμο σου αβίαστα και ανενδοίαστα. Μία ταινία που διεκδικεί ανθρωπιά και συγχώρεση, σε ένα κόσμο συμβόλων και παραλληλισμών. Με ένα φινάλε που τοποθετεί όλα όσα έχουν προηγηθεί σε ένα κόσμο ονείρων και αντεστραμμένων ειδώλων, που υπονοεί πως κοιτούσαμε σταθερά από την πίσω όψη του καθρέφτη. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν είναι παρά ένα σκοτεινό παραμύθι… Με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ να μας υπενθυμίζει, ακόμη και στα υπερτροφικά του γεράματα, ότι ηθοποιοί του δικού του (ερμηνευτικού) διαμετρήματος έχουν υπάρξει ελάχιστοι στην ιστορία αυτής της τέχνης.