Festivals DISFF48 – Εθνικό Διαγωνιστικό (Ημέρα 1η)

9 Σεπτεμβρίου 2025 |

DISFF48 – Εθνικό Διαγωνιστικό (Ημέρα 1η)

Με εντυπωσιακό τρόπου ξεκίνησε το φετινό Φεστιβάλ, το πρώτο υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιώργου Αγγελόπουλου. Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, είμαστε σε πολύ καλό δρόμο!

Μικρό σώμα

Ένας οδηγός. Ένα αυτοκίνητο. Ένας δρόμος μπροστά του. Στο επόμενο πλάνο, ο δρόμος πίσω του. Και ξανά μπροστά του. Σαν τη ζωή του. Τώρα πηγαίνει να συναντήσει κάποιον. Για να φτιάξει διαφορετικά το μέλλον του. Αλλά και να δει πίσω στο παρελθόν, ώστε να καταφέρει τελικά να φτάσει στο σκοπό του ταξιδιού του. Η νέα ταινία του Γιάννη Συμβώνη, που είχε δώσει καλά δείγματα σε σκηνοθετικό επίπεδο ήδη με το Νηπενθές, κοντά μια δεκαετία πριν, είναι road movie. Παράλληλα είναι μια σπουδή στη σχέση ενός πατέρα με έναν γιο, μόνο που μέχρι πρότινος σχεδόν αγνοούσε την ύπαρξή του. Είδαμε φέτος στο γαλλικό Η ορχήστρα του αδερφού μου ένα παρεμφερές σενάριο, που υποστηρίχθηκε πολύ καλά και το ευτύχημα είναι ότι και ο Έλληνας σκηνοθέτης στο Μικρό σώμα γνωρίζει να εκμεταλλεύεται άριστα τη χρήση της κάμερας, των ηθοποιών του (αμφότεροι εξαιρετικοί), να εφευρίσκει τη σωστή λήψη, που δεν αποκλείεται να αφήνει τους δύο πρωταγωνιστές μιας πολύ ανθρώπινης τραγικής ιστορίας εκτός τελικού κάδρου. Η απουσία χαρακτήρισε όλη τη ζωή τους. Η απουσία σημαίνει και το τέλος μάλλον μιας εφήμερης ευκαιριακής προσέγγισής τους. Αν ο γιος ρωτά από καρδιάς τον πατέρα και έρχεται να δώσει μέρος του εαυτού του για το καλό μιας οικογένειας που δεν γνώρισε, ο πατέρας αντίθετα απομακρύνει τις μνήμες, δεν αφήνει προσδοκίες για τίποτα, κάνει χρήση του χρήματος για ό,τι ιερότερο στη ζωή. Πικρή, αφαιρετική στην αφήγησή της, αλλά και πολύ δυνατή φεστιβαλική στιγμή, ιδανική έναρξη του 48ου Φεστιβάλ..

Last Tropics

Υγρό στοιχείο. Καθοριστικό, απαραίτητο, ζωτικό. Όλα αυτά τα πρεσβεύει προφανώς και ο Θανάσης Τρουμπούκης, καθώς αμέσως μετά το εξαιρετικό Κάτω από τη λίμνη, ένα πορτραίτο ενός κόσμου που βυθίζεται καθώς η φύση εκδικείται, επανέρχεται με ένα φιλμ για έναν τόπο έτοιμο να παραδοθεί στην περιβαλλοντική καταστροφή. Νεκρά ψάρια στην παραλία, νέοι κι ανυπότακτοι αλιείς που προτιμούν τη διόλου οικολογική μέθοδο του δυναμίτη, δυνάμεις καταστολής που παραφυλούν χωρίς να δίνουν καμία λύση στ’ αλήθεια… η εικονογράφηση ενός τόσο πιθανού δυστοπικού σύμπαντος μοιάζει να μην είναι στο ελάχιστο μακρινή. Οι κίνδυνοι παραμονεύουν, όταν τολμά κανείς να παίξει μαζί τους, και η φύση βρίσκει τόπο κι εδώ να πάρει ρεβάνς. Κλιματική αλλαγή; Ωμή ανθρώπινη παρέμβαση; Και τα δύο; Το γεγονός είναι ότι όλα μοιάζουν μη αναστρέψιμα. Τι απομένει στη νέα γενιά, που είναι η ελπίδα, ακόμα κι αν έχει πορευθεί λανθασμένα ως τώρα; Μα η φυγή προς έναν καλύτερο προορισμό, έστω κι αν αυτός φαίνεται απρόσιτος, αν τα εμπόδια είναι συνεχή στο δρόμο προς τα εκεί. Ο θεατής θα επιλέξει αν βρίσκει αισιόδοξη ή απαισιόδοξη την κατάληξη και την οπτική του δημιουργού, το βέβαιο πάντως είναι ότι ξέρει να στήνει την κάμερά του, να κατευθύνει τους εξαιρετικούς ηθοποιούς του και να θέτει καίρια ερωτήματα. 

Αβαντάζ

Το φιλμ ξεκινάει και ένας τύπος της νύχτας μιλάει κατευθείαν στον φακό της κάμερας. Θα τον ακολουθήσουν κι άλλοι και άλλες. Όλα περιστρέφονται γύρω από ένα γνωστό σκυλάδικο, τον ιδιοκτήτη του και την τρομερή ιστορία που σημάδεψε τη μοίρα και των δύο: του σκυλάδικου και του ιδιοκτήτη/αφεντικού. Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με ένα καλοφτιαγμένο ντοκιμαντέρ, που αναζητά την αλήθεια για το τι και πώς συνέβη κάποτε εκεί. Ή μήπως όχι; Ο Χρήστος Τάτσης μάς χαρίζει πιθανά από νωρίς μια από τις καλύτερες ταινίες του φετινού φεστιβάλ, ένα F for Fake (για να θυμηθούμε και τον τρομερό και αξεπέραστο Όρσον Γουέλς) προς μίμηση, που ξεπερνά κατά πολύ το ήδη αξιόλογο προηγούμενο έργο του, δηλαδή την Εντροπία. Ζηλευτό σενάριο και ερμηνείες, σε πείθουν να ψάξεις μόλις τελειώσει το φιλμ να μάθεις: υπήρξε αυτό το Αβαντάζ; Μήπως ενώ δεν υπήρξε αυτό καθαυτό, υπήρξαν πολλά παρόμοια, δόθηκε αμέτρητες φορές μια Παραγγελιά και γκρεμίστηκαν όλα ωσάν να επρόκειτο για κτίσματα τύπου «Βιετνάμ»; Μαζί με το προφανές πρώτο επίπεδο αφήγησης, όχι υπόγεια, αλλά ξεκάθαρα, η θαυμάσια δουλειά του σκηνοθέτη ακτινογραφεί μια εποχή, σαθρή και βρώμικη, πλην όμως το πράττει σαν τους χαρακτήρες που παραθέτει: με ματιά αληθινή και γι’ αυτό νοσταλγική. Υπήρχαν κώδικες, μια άτυπη ηθική ακόμα και στην… ανηθικότητα. Ήταν απλά η δεκαετία του ’80, η ευλογημένη και φιλολαϊκή ή τρισκατάρατη και καταστροφική. Το ποτήρι το βλέπει μάλλον μισογεμάτο ο Τάτσης, έχει άδικο;

Παντάξενος

Δεν γνωρίζαμε την Ευτυχία Ιωσηφίδου, δεν είχε ξαναέρθει με ταινία της εδώ στη Δράμα. Ο Παντάξενος είναι ένα φιλμ μοναχικό σαν τον περιπλανώμενο κεντρικό «πρωταγωνιστή» του ή σαν τους πολλούς που συγκροτούν μια παρέα ενώνοντας απλώς τις μοναξιές τους, σε συγκεκριμένα πλάνα του. Είναι ένα πειραματικό έργο, που γυρίζεται με super 8, παραπέμποντας σε άλλους καιρούς, αλλά και που συνοδεύει τις εικόνες των δυο μεγαλουπόλεών μας με λόγο ισχυρό, γοητευτικό, σημαίνοντα. Είναι ο λόγος του Γιώργου Ιωάννου από το διήγημά του Μες στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Είναι και η άλλοτε αφ’ υψηλού κι άλλοτε εκ του σύνεγγυς καταγραφή των προσώπων, των δρόμων, των κτιρίων, του απρόσωπου των άστεων. Στολισμένη από τους εξαίσιους ήχους του Θανάση Dzingovic, η ταινία της Θεσσαλονικιάς σκηνοθέτιδος θυμίζει πως το μικρού μήκους μπορεί να είναι πραγματικά μικρού κι όμως μεστού, καθώς τα 8 λεπτά του σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό όταν ακούγεται το συγκλονιστικό «Η τελευταία λέξη του πολιτισμού είναι -λέει- να μην ξέρεις ούτε στη φάτσα τον γείτονά σου».

Hopepunk

Η φετινή διοργάνωση της Δράμας έχει κυριολεκτικά απ’ όλα. Είδη με τα οποία ουσιαστικά ποτέ δεν ασχολήθηκε το ελληνικό σινεμά εμφανίζονται, και αυτό ουδόλως μας στεναχωρεί. Υπάρχει ταινία με βρικόλακες, όπως και ταινία με ζόμπι! Τούτη εδώ! Τα ίχνη από το σινεμά των Ταραντίνο, Ροντρίγκεζ και φυσικά του είδους (με πιο κωμική κατεύθυνση σαφώς) είναι εμφανή, χωρίς καμία ουσιαστικά σπλατεριά στην εικόνα. Η queer αναφορά δεν αρκεί να χαρακτηριστεί ξεκάθαρη. Το μήνυμα για έναν καλύτερο και πιο ανοιχτό στη διαφορετικότητα κόσμο έχει την απλοϊκή του υπόσταση, το φιλμ ωστόσο το παρακάνει στις σινεφίλ νύξεις, παίζοντας και με την καρπεντερική Christine μεταξύ άλλων. Τα κάνει όλα από λίγο, σε διασκεδάζει. Θέλουμε κάτι περισσότερο, ωστόσο, ίσως η μικρή χρονική διάρκεια δεν επιτρέπει στην ταινία να ξεδιπλωθεί τόσο που να προκαλέσει κάποια παραπάνω αίσθηση από αυτήν του χαβαλέ. Και το άσμα του τεράστιου Στράτου  Διονυσίου, που δεν ακούγεται στο Hopepunk, ίσως θα ταίριαζε γάντι σατιρικά, αν είχε επιλεγεί για το OST: «Πήγαινέ με όπου θέλεις, ταξιτζή»…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑