Festivals DISFF 48 – Εθνικό Διαγωνιστικό (Ημέρα 4η)

12 Σεπτεμβρίου 2025 |

DISFF 48 – Εθνικό Διαγωνιστικό (Ημέρα 4η)

Ημέρα τέταρτη: Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου

Fouetté

Το fouetté είναι μια τεχνική στον χορό, κυρίως στον κλασικό χορό, που σημαίνει «χτύπημα» ή «μαστίγωμα» στα γαλλικά. Περιλαμβάνει την εκτέλεση μιας σειράς από στροφές (pirouettes) στο ένα πόδι, ενώ το άλλο πόδι κινείται με γρήγορες, μαστιγωτικές κινήσεις προς τα έξω και προς τα μέσα σε κάθε περιστροφή. Ο χορός είναι η ζωή της κεντρικής ηρωίδας μας, αλλά και της μητέρας της, στην οποία προσπαθεί να μοιάσει, να την πλησιάσει προκειμένου να την κερδίσει, μια που νιώθει διαρκώς την προτίμηση της μαμάς προς τον αδερφό της. Κάπου εδώ μπαίνει το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας του κανακάρη, το οποίο αποφασίζει να χρησιμοποιήσει εκδικητικά η πικραμένη πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, για να αποσπάσει αυτή λίγη αγάπη. Όμως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας, και τελικά όλος ο κόπος προφανώς θα πάει στον βρόντο, όπως θα μας αποκαλύψουν οι δυο τελευταίες σκηνές της μικρού μήκους του Δημήτρη Ζούρα, που -αντίθετα από τον Κάκτο του- δεν βρίσκει λύση αισιοδοξίας στο τραβηγμένο από τα μαλλιά φινάλε…

Φούιτ

Η ευτυχέστερη ώρα για έναν κριτικό κινηματογράφου είναι όταν όχι απλώς έχει να γράψει για μια καλή ταινία, αλλά η ταινία αυτή σκηνοθετείται από κάποιον που είχε πιστέψει όταν είχε δει παλαιότερη δουλειά του. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Χαντζή είναι τέτοια. Το εξαιρετικό Τσέλσι-Μπαρτσελόνα άξιζε τόσο κινηματογραφικά όσο και… οπαδικά, καθώς φανέρωνε ότι ο δημιουργός του ήξερε και από τα δύο: και από σινεμά και από μπάλα (ή για να είμαστε ακριβέστεροι από το συναίσθημα του ποδοσφαιρόφιλου όταν βλέπει μπάλα)! Με το Φούιτ λοιπόν ο γράφων είχε τη χαρά να παρακολουθήσει ξανά κάτι παρεμφερές, πάλι γλυκόπικρο, πάλι αφιερωμένο στους born losers της ζωής, που δεν σταματούν να παλεύουν, να πιάνονται από τις λιγοστές στιγμές χαράς, για να συνεχίζουν τον μαραθώνιο. Μια περσόνα σαν χιλιάδες άλλες είναι ο Σπύρος του φιλμ. Ένας παρολίγον. Ένας που είχε δυνατότητες να διαπρέψει ή έστω να το διεκδικήσει, αλλά η ρημάδα η καθημερινότητα δεν τον άφησε. Με την κάμερά του να εστιάζει α) στο μικρόκοσμο της ελληνικής επαρχίας (Γρεβενά), β) στο μικρόκοσμο του ψευτο-επαγγελματικού ποδοσφαίρου (Πυρσός) και γ) στο μικρόκοσμο της ελληνικής οικογένειας (έντονα μητριαρχική, αφού λείπει ο πατέρας) ο Χαντζής προσφέρει στο θεατή μια σπάνια απολαυστική ταινία, στην οποία ακόμα και το unhappy end δεν είναι όσο στυφό θα μπορούσε. Ήταν καλός ο Σπυράκος. Βοήθησε την ομάδα. Θυσιάστηκε όπως πάντα και το όνειρο υλοποιήθηκε έστω για λίγα λεπτά και για μια μικρή γωνίτσα στο πρωτοσέλιδο της τοπικής εφημερίδας…

Γοργόνες

«Καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα. Ένα φλερτ, κάτω από τον καυτό ήλιο, ωθεί δύο αντίθετες παρέες σε ένα ταξίδι σεξουαλικής ανακάλυψης, πόθου, συναίνεσης και πλήρους μεταμόρφωσης…» Αυτά μας λέει η υπόθεση της ταινίας της Λήδας Βαρτζιώτη και του Δημήτρη Τσακαλέα, σκηνοθετικού διδύμου πολυεμφανισμένου εδώ στη Δράμα, που καταπιάνεται με το γνωστό παιχνίδι έλξης των ετερώνυμων (υπό μία), αλλά και ομώνυμων (υπό άλλη) έννοια. Η έλξη των φύλων, τα κορίτσια, τα αγόρια και οι γοργόνες αναμειγνύονται επιδερμικά και τα κρυφά πάθη υποτίθεται ότι εν ριπή οφθαλμού βγαίνουν στον αφρό της θάλασσας. Γοργόνες και μάγκες, λοιπόν, εν έτει 2025, με αισθητική που δεν παραπέμπει προφανώς σε Γιάννη Δαλιανίδη λ.χ…. 

Νίκη (or the impossible hope of trying)

Ένας πάλαι ποτέ μεγάλος αστέρας της ηθοποιίας κάνει την απέλπιδα προσπάθεια της μεγάλης επιστροφής του. Όλη η καριέρα του όμως είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με έναν ρόλο υπερήρωα και με τα μπλόκμπαστερ. Μπορεί έστω τώρα να πείσει κοινό και κριτικούς ότι αξίζει περισσότερα; Μια φωνή μέσα του το αρνείται. Μοιάζει χαμένος από χέρι στο εγχείρημα… και είναι, έτσι ή αλλιώς. Birdman (ή Η απρόσμενη αρετή της αφέλειας) και Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας για τον φοβερό και τρομερό Μεξικανό Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου, μια δεκαετία πριν. Η εντυπωσιακότερη ιδέα του φιλμ ήταν (πέρα από το ότι πρωταγωνιστούσε και ήταν σπουδαίος ο συνήθης Batman Μάικλ Κίτον, καθιστώντας το σχεδόν αυτοβιογραφικό) ότι γυρίστηκε ουσιαστικά ως ένα γιγαντιαίο μονοπλάνο. 

Άλμα δεκαετίας και από το μεγάλο μήκος στο μικρό. Από το Λος Άντζελες στη Δράμα. Από τον άνδρα υπερήρωα στη νεαρή (ίσως όχι και τόσο;) ραγδαία ανερχόμενη αοιδό/performer. Κι αυτή δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα για να ξεχωρίσει, να κερδίσει κοινό και δύσκολους κριτές της. Κι αυτή θέλει να γεμίσει έναν μεγάλο χώρο, να παίξει με τα φώτα της επιτυχίας. Κι αυτή η ταινία γυρίζεται ως ένα μονοπλάνο κατά βάση. Κι αυτή η ταινία καταπιάνεται με μια υπόθεση χαμένη από χέρι, γιατί ακόμα κι αν υπάρξει Νίκη (με πεζό ή κεφαλαίο γράμμα, όπως προτιμάτε) θα είναι άκρως εφήμερη. Με πρόσθετες ιδέες, όπως την προσαρμογή του story στην έκρηξη του κορονοϊού, με το συνεπαγόμενο κλείσιμο των αιθουσών, ο Σάββας Σταύρου δεν κρύβει καθόλου τη φιλοδοξία του να θυμίσει… Ινιαρίτου, ήδη από τον τίτλο -όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς. Η τέχνη είναι σε μεγάλο βαθμό σύνθεση από αντιγραφές (ή εμπνεύσεις από άλλους, για να το ελαφρύνουμε λίγο). Ο Σταύρου, που δεν μας εντυπωσίασε ούτε με την Buffer Ζone δουλειά του, πάει καλά με τις δύο πολύ δυνατές ηθοποιούς του, τη Φλωμαρία Παπαδάκη και την Έλενα Τοπαλίδου, δείχνει ικανότητα στην κάμερα, αλλά και μη εγκράτεια στην… αντιγραφή.

Αυτός που κάποτε υπήρχε

Γνωρίσαμε σε επίπεδο δημιουργού τον Κωστή Θεοδοσόπουλο με το Ρουζ, εδώ στη Δράμα. Παρουσίασε μια ιστορία τριών κοριτσιών, που πασχίζουν να βρουν μέσα από τη σχέση τους, αντίδοτο στη δύσκολη για το φύλο τους καθημερινότητα. Εκεί το ρουζ στα μάγουλα έμπλεκε έξυπνα και επίπονα με το ρουζ της θηλυκότητας, οι φίλες ενώνονταν δηλαδή και… εξ αίματος!

Αφού μεσολάβησαν διάφορες άλλες εργασίες του, ανάμεσα στις οποίες κάποια βιντεοκλίπ και το «ντοκιμαντεροκλίπ» για τον Bloody Hawk, για το οποίο έγραψε το σενάριο, ο Θεοδοσόπουλος επανέρχεται ακόμα πιο… αιμοσταγής, με ένα φιλμ παιγνιώδες με τα κινηματογραφικά είδη. Ενταγμένο στην LGBTQΙ+ θεματική, αλλά και έξυπνα ελισσόμενο ανάμεσα στις ταινίες καμπαρέ, στα νουάρ αφήγησης και πάνω απ’ όλα στον μύθο των βαμπίρ, το φιλμ Αυτός που κάποτε υπήρχε δείχνει γνώστη των κωδίκων του σινεμά και ικανότητα του ανθρώπου πίσω από την κάμερα να τηρεί τις απαραίτητες δοσολογίες ώστε να μη χαλάει την καλώς εννοούμενη συνταγή. Ο έρωτας στα χρόνια των βρυκολάκων (σε κάθε τομέα τους συναντάμε, κακά τα ψέματα): ζουν ανάμεσά μας, ζουν από εμάς, μας έχουν ως υλικό προς κατανάλωση και τροφή τους, αλλά και ενίοτε δεν διστάζουν να «τρώνε» αλλήλους για να επιβληθούν, όταν νιώθουν ότι κάτι νεότερο έχει εμφανιστεί και… χαλάει την πιάτσα. Και η ανθρωπότητα συνεχίζει να παρακολουθεί το σόου τους, που μετρά αιώνες πια!

Requiem in Salt

Αλάτι. Χλωριούχο νάτριο. Για τους περισσότερους εξ ημών υπεραπαραίτητο στοιχείο στη διατροφή  μας. Νοστιμίζει τα πάντα, συντηρεί τα τρόφιμα, αλλά προκαλεί και κάποια θεματάκια στα νεφρά αν το παρακάνουμε. Αν αυτά ισχύουν για τον δυτικό πολιτισμό, για τους Ιάπωνες το αλάτι είναι κάτι πολύ σημαντικότερο. Πέρα λοιπόν από το να αναδεικνύει γευστικά ό,τι σκεπάζει, στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου συνοδεύει τελετουργικά από αγώνες σούμο ως ταφές νεκρών, καθώς θεωρείται ότι αποκρούει τα κακά πνεύματα, εξαγνίζει, καθαρίζει τόπους και ανθρώπους. Πάνω σε αυτά βασίζει τα έργα του ο καλλιτέχνης Μοτόι Γιαμαμότο, που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης για τις ζωγραφιές και τις εγκαταστάσεις που φτιάχνει από το αλάτι. Ξεκινώντας να πραγματεύεται το πλέον δυσάρεστο θέμα, τον θάνατο, μετά από την απώλεια της αδερφής και αργότερα της γυναίκας του, ο Γιαμαμότο εντυπωσίασε δικαιολογημένα και τους δύο Κύπριους δημιουργούς τούτου του σύντομου πλην άρτιου στην κομψότητά του ντοκιμαντέρ. Η Σίλβια Νικολαΐδη και ο Νικόλας Ιορδάνου συνεργάζονται για πολλοστή φορά, απ’ όσα διαβάζουμε στο βιογραφικό τους σημείωμα, και το αποτέλεσμα είναι αισθητικά εντυπωσιακό, όπως προκύπτει μέσα από την εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία και τις λιτές ουσιαστικές συνεντεύξεις του Γιαμαμότο και μιας κριτικού τέχνης. Το μαύρο του τέλους, το λευκό (ή μάλλον το διαφανές) του αλατιού, το ασπρόμαυρο της σχέσης ζωής – θανάτου: όλα είναι εφήμερα, τίποτα δεν διαρκεί για πάντα…

Οι λύκοι επιστρέφουν

Ο Στέλιος Μωραϊτίδης επιστρέφει στη Δράμα, παρέα με μια αγέλη λύκων με ανθρώπινο πρόσωπο. Πέντε χρόνια μετά το κατάπικρο Ντακάρ του, στρέφει την κάμερά του αυτήν τη φορά στο «πρόσωπο, το τρομερό και το καθάριο της πατρίδας», όπως έγραψε ο Μπλας Ντε Οτέρο και τραγούδησαν τα αθάνατα Διάφανα Κρίνα. Μη νομίζετε, βέβαια, ότι πατρίδα είναι μόνο η Ελλάδα, για όσα δείχνει το φιλμ. Συνέβησαν, συμβαίνουν και θα μπορούσαν σύντομα να συμβούν σε κάθε γωνιά του κόσμου, σε όλα τα «πολιτισμένα» κράτη. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μια περίπτωση ύβρεως απέναντι στους νεκρούς, ένα οπτικό διήγημα περίπου 20 λεπτών, για το πώς βγάζει βρώμα η ιστορία (για να θυμηθούμε και τον σπουδαίο Κώστα Τριπολίτη) για την ηθική που έχει ξοφλήσει, για το σκέπασμα και το κάψιμο των πάντων, για την εξαφάνιση κάθε απόδειξης ότι κάποιοι κάπου κάποτε υπήρξαν. Ο δημιουργός αφιερώνει το φιλμ του στα θύματα εκτελέσεων και γενοκτονιών, αλήστου μνήμης εικόνες από ναζιστικά στρατόπεδα και κάθε λογής ομαδικούς τάφους, στη Γάζα ή στα βάθη των θαλασσών μας έρχονται αβίαστα στα μάτια, αλλά ξυπνάει – γιατί να το κρύψωμεν, άλλωστε;- υποσυνείδητα και η φρίκη των νεκρών που μπαζώθηκαν στην ευνομούμενη χώρα μας. Για να μην μείνουν ίχνη από ένα έγκλημα, για να επιβιώσει η συλλογική συγκάλυψη, να διατηρηθεί μια προσχηματική γαλήνη. Αν θελήσουμε να είμαστε αυστηροί με τους Λύκους, θα σταθούμε στο εισαγωγικό μέρος, με την τηλεφωνική επικοινωνία της γριάς κατοίκου του ξεχασμένου παγωμένου τοπίου: δεν προσφέρει κάτι σε όσα ακολουθούν, η αφήγηση θα ήταν πλήρης και χωρίς αυτό το κομμάτι.

Ο άρρωστος 1789

Στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας ο θάνατος ως θεματική έχει δεσπόζουσα θέση. Αυτό δεν είναι καθόλου κακό από μόνο του. Ωστόσο, ο χειρισμός του διαφέρει (εύλογα) από σκηνοθέτη σε σκηνοθέτη, αλλού είναι ντοκιμαντερίστικος, αλλού σατιρικός, αλλού δραματικός, εδώ περισσότερο εικονοκλαστικός. Με σαφή -κατά την άποψή μας- την επίδραση του σινεμά του Πίτερ Γκρίναγουεϊ στα κάδρα της, η Ειρήνη Καραγκιοζίδου προσπαθεί πολύ φιλόδοξα, όπως και η ίδια έχει τονίσει σε συνεντεύξεις της, να τοποθετήσει την ύστατη πορεία των ασθενών προς το βιολογικό τους τέλος στο πλαίσιο ουσιαστικά ενός έργου τέχνης. Το πώς θα φύγει κανείς είναι κάτι που ίσως μπορεί να το ορίσει σε έναν βαθμό ο ίδιος ή η οικογένειά του, σε αντίθεση με το πότε, αν και μια νύξη ευθανασίας υπάρχει στα πλάνα του φιλμ. Βαρύ το φορτίο που κουβαλά εξ ορισμού η δημιουργός, που στήνει μεν ενδιαφέροντα καρέ, αλλά δυσκολεύεται να τα συνθέσει με τρόπο που να παράγουν σεναριακό αποτέλεσμα. Λιγοστός ο λόγος, πολλή η έμφαση στην κατάρρευση (από το νοσοκομείο ως τον οργανισμό του μέλλοντος νεκρού), όχι επιτυχημένα τα οράματα… Τα 26 λεπτά του φιλμ δεν κυλούν καθόλου ευχάριστα, αλλά αυτό δεν αφορά μόνο στο θέμα της ταινίας, αλλά και στη γραφή της. Και μας μένει και μια τελική απορία: γιατί ο άρρωστος 1789; Για τη Γαλλική Επανάσταση και την αρρωστημένη σήμερα αστική δημοκρατία ή για την αμερικανική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που ποδοπατούνται τοις πράγμασι ειδικά στην έσχατη διαδρομή του ατόμου;

Δώσε μου 5 λεπτά

Ένας γιγάντιος λούτρινος αρκούδος καταλαμβάνει όλο το πλάνο. Καθώς αυτό σιγά-σιγά ανοίγει, κατορθώνουμε να τον δούμε να περπατά. Πώς είναι δυνατόν αυτό; Μα γιατί εντοπίζουμε πίσω του δύο γυναικεία πόδια που τον κουβαλούν, παρότι το μέγεθός του είναι τέτοιο που μετά βίας μπορούν να τον μεταφέρουν. Αυτή η αρχή είναι όλο το φιλμ της Μαρθίλιας Σβάρνα. Μια γυναίκα, δηλαδή, κουβαλά ένα αδιανόητο φορτίο, το οποίο -όπως θα μάθουμε στην πορεία- άνηκε στον άντρα της. Στα 16 περίπου λεπτά της ταινίας, αυτό που θα κυριαρχήσει θα είναι η απέλπιδα προσπάθεια του κεντρικού χαρακτήρα, αυτής της γυναίκας, να ανταποκριθεί στα χρονικά και κοινωνικά όρια που της τίθενται. Να αντιμετωπίσει τα ατελείωτα και άκρως πιεστικά τηλεφωνήματα της πεθεράς της που δεν υποδεικνύουν (έστω) τι να πράξει, αλλά απαιτούν. Να προλάβει, κάνοντας ένα σωρό πράγματα, περισσότερο ή λιγότερο ανούσια, να φτάσει και στον προορισμό της, που είναι ο αποχαιρετισμός του άντρα της. Δώσε μου 5 λεπτά εκλιπαρεί ασταμάτητα, ωσότου μας αποκαλύπτει την ιερή φύση αυτών των 5 λεπτών: είναι ένα τσιγάρο διάλειμμα… τίποτα παραπάνω. Αυτό τουλάχιστον. Και η σκηνοθέτιδα συμπάσχει φανερά μαζί της, παρακολουθώντας τη με την κάμερά της να πλαγιάζει δακρυσμένη όταν τα βρίσκει, στον πιο απρόσμενο χωροχρόνο που θα μπορούσε να φανταστεί. Ταινία για τα άγχη του καθωσπρέπει καθημερινού βίου, για τις αντοχές που ξεπερνιούνται. Ανθρώπινη, χωρίς απαντήσεις, αλλά με ψυχή.

Το τίποτα και τα πάντα

Δυο γυναίκες. Ένα πανέμορφο σκηνικό, φθινοπωρινό μάλλον, ως προς τη φύση που περιβάλλει την κατοικία τους. Φθινόπωρο μάλλον και για τη ζωή της μιας. Βαίνει προς τον χειμώνα. Όπως και το σπίτι που ζουν: ένα παλιό αρχοντικό πιθανά, όμως πλάι στα ωραία έπιπλα μιας άλλης εποχής υπάρχουν τα σημάδια του χρόνου, οι φθορές. Από τις πρώτες κουβέντες που αλλάζουν γίνεται φανερό ότι η μια είναι τα πάντα για την άλλη. Από τις ίδιες κουβέντες, από τις μικρές ιεροτελεστίες, από τα όνειρα που αφηγούνται αντιλαμβανόμαστε ότι έρχεται το φυσικό τέλος. Μιας ζωής και μιας σχέσης. Υπάρχει κάτι πέρα από αυτό το προφανές, πέρα από το κλάμα και την παρηγοριά; Η Λία Τσάλτα άφησε στίγμα στη Δράμα και με το Μάγμα λίγα χρόνια πριν, φιλμ ερμητικό και οπτικά εντυπωσιακό, αφήνει και τώρα πολύ καλές εντυπώσεις στη διαχείριση του θανάτου, της απώλειας, του χαμένου παρελθόντος. Αποσπά άψογες ερμηνείες από τις δύο πρωταγωνίστριές της και στήνει ένα φιλμ μικρού μήκους, που λέει τα πάντα για εμάς και τους αγαπημένους μας… για την ώρα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε πως δεν είμαστε πια τίποτα.

Noi

Έχουν περάσει 13 ολόκληρα χρόνια από το σπουδαίο και θεραπευτικό για την κινηματογραφική μας υγεία Χαμομήλι του. Ο Νεριτάν Ζιντζιρία εκ Τιράνων ζει και δρα κυρίως στα μέρη μας. Πιο πρόσφατη ταινία του ήταν το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους Φως εκ φωτός με το Άγιο Όρος στο κέντρο του. Τώρα γυρίζει ξανά στη μυθοπλασία, αλλά βάζει δύσκολα στον εαυτό του, όπως είναι φανερό ότι του αρέσει να κάνει, φτιάχνοντας ένα φιλμ γεμάτο άλογα… και ανθρώπινα παράλογα. Μια ιστορία για έναν πατέρα και τα άλογά του, για έναν γιο και τον άδικο θάνατό του, για έναν αδερφό και την ανάγκη του να εκδικηθεί (ή μήπως μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του και να συγχωρέσει;). Εντυπωσιακό οπτικά, κάτι για το οποίο ουδόλως αμφιβάλαμε άλλωστε, το πόνημα του υπερταλαντούχου δημιουργού, κερδίζει το παιχνίδι των αισθήσεων και καλεί να αποκρυπτογραφήσεις συμπεριφορές και συναισθήματα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑