Μέρα δεύτερη: Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου
Η χθεσινή βραδιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αφιερωμένη στα παιδιά, μια που όλες οι ταινίες που προβλήθηκαν είχαν τα παιδιά και την παιδική ηλικία στο επίκεντρό τους. Θετικό και το δεύτερο δείγμα, με ορισμένα φιλμ να κινούνται σε πολύ καλό επίπεδο.
Μικρές ζωές
Έχοντας αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις και βραβευτεί ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης με τη Νάρκη πριν επτά χρόνια, εδώ στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, ο Δημήτρης Τσαλαπάτης επιστρέφει με την τρίτη του πλέον προσπάθεια και δείχνει εκ νέου ικανός στο να διηγηθεί μια ιστορία. Αν στη Νάρκη ο κεντρικός χαρακτήρας του είναι ένας έφηβος που με τον τρόπο του εξεγείρεται, εδώ η μικρή ηρωίδα δρα ήδη κόντρα στο σύστημα, μόνο που προφανώς το πράττει κατόπιν οδηγιών της μεγαλύτερης καθοδηγήτριάς της, που είναι η μητέρα της. Το δίδυμο τύπου Θέλμα και Λουίζ, με μαμά και κοριτσάκι, σε ελληνικά βεβαίως πρότυπα, χωρίς την υπερβολή των χολιγουντιανών μεγεθών, είναι χαμηλών τόνων και μικροκλοπών, τέτοιων που να επιτρέπουν απλά την κάλυψη των ζωτικών τους αναγκών. Ζουν κυριολεκτικά στο δρόμο, με μόνη παρηγοριά της καθεμιάς την άλλη. Όταν προκύψει το (όχι) απρόοπτο της σύλληψής τους επ’ αυτοφώρω και δοκιμαστούν για τα καλά οι αντοχές της ζωής και της σχέσης τους, τότε με το πρώτο αίμα στο κορμί της μικρής θα δοθεί η λύση, σε έναν συμβολισμό, που δικαιολογείται σεναριακά, αλλά είναι συζητήσιμος. Έχοντας τη σιγουριά της Δήμητρας Βλαγκοπούλου πλάι στον ελεγχόμενο αυθορμητισμό της μικρής Έβελυν Λύτρα, ο σκηνοθέτης δεν ξεπερνά τον εαυτό του, αλλά συνεχίζει χωρίς υποχωρήσεις την πορεία του, με σταθερή πυξίδα την κατάδειξη της προβληματικής -λόγω των συνθηκών της ζωής μας- εφηβείας ή προεφηβείας.
Η μέρα που γίναμε ήρωες
Γεννιέται ένα υπέροχο χαμόγελο στο πρόσωπό μας όταν βλέπουμε μια ταινία που είναι με παιδιά, για παιδιά, αλλά τηρεί όλες τις βασικές κινηματογραφικές αρχές. Ευφραίνει καρδίαν, όπως ο οίνος, με λίγα λόγια. Αυτό συμβαίνει με τη Μέρα που γίναμε ήρωες της Σελήνης Παπαγεωργίου. Ίσως βέβαια να έπρεπε να το περιμένουμε, μια που στην όλη παραγωγή εμπλέκεται το Νεανικό Πλάνο, χάρη στο οποίο έχουν μεταφραστεί πολλές ταινίες και έχουν πάρει σάρκα και οστά πολλές ιδέες του Φεστιβάλ της Ολυμπίας, μιας διοργάνωσης που έχει στον πυρήνα της τα παιδιά. Στα 15 λεπτά του το φιλμάκι αυτό είναι υπόδειγμα παιδικού κινηματογράφου, με αφήγηση λιτή, στρωτή, ευχάριστη, ακόμα κι όταν πραγματεύεται δυσάρεστες ανθρώπινες συνήθειες και εθισμούς. Μιλά για τη φιλία, για τον πρώτο ανέκφραστο ακόμα έρωτα, για τις μικροζήλιες, για το παιχνίδι μικρών και μεγάλων, για τις φοβίες που πρέπει και μπορούμε να ξεπεράσουμε, για το θάρρος και τις καλές (ηρωικές) πράξεις, για την προσφορά και τις θυσίες, για ό,τι τρυφερό βάζει ο νους σας. Γι’ αυτό και το απολαύσαμε, χωρίς το ταμπού των υψηλών και βαθυστόχαστων μηνυμάτων να μας αποπροσανατολίσει από αυτό που είδαμε: ωραίο σινεμά!
Μίτση
Τρεις γυναίκες. Η γιαγιά και οι δύο εγγονές. Δύο γενιές, ανάμεσα στις οποίες θα έπρεπε να υπάρχει μια τρίτη, η οποία όμως απουσιάζει. Τα κορίτσια μεγαλώνουν (ή απλώς περνούν το καλοκαίρι;) με τη γιαγιά. Άνδρας στη φαμίλια ούτε για δείγμα. Το αθώο παιχνίδι των μικρών διαταράσσεται απότομα όταν η μία… μεγαλώνει. Η πρώτη περίοδος της ζωής τελειώνει (όπως και στο Η μέρα που γίναμε ήρωες) με το πρώτο αίμα. «Τώρα πια έγινες άνδρας» έλεγε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Τώρα πια έγινε γυναίκα… όπως της τονίζει, πονώντας την η «πάνσοφη» γριά του σπιτιού. Και κάπου σ’ αυτό το σημείο η αφήγηση της εισόδου στην εφηβεία, της δυσκολίας αντιμετώπισης της αλλαγής στην καθημερινότητα της κοπέλας αρχίζει να καταγράφεται λίγο διαφορετικά. Αν η γιαγιά ξέρει πού πρέπει να σταματήσει τον κύκλο του αίματος, η μια εγγονή πειραματίζεται γύρω της, ενώ η άλλη (η μικρότερη) βιάζεται να μάθει κι εκείνη, για να απαλύνει τον πόνο της αδερφής της. Όμως, κατά τη σκηνοθέτιδα Γεύη Δημητρακοπούλου ο γυναικείος πόνος οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο έτερο φύλο. Πρέπει με κάθε τρόπο να ματώσει πραγματικά κι ο άνδρας, μέχρι θανάτου ίσως. Καμιά αρσενική παρουσία στην ταινία δεν ξεπερνά το όριο της καρικατούρας. Ο έφηβος στην αρχή τρέχει με την κοπέλα του, αλλά ρίχνει και μια ματιά στην ηρωίδα μας, η τσακαλοπαρέα αργότερα αποτελείται από τύπους επιδειξίες που τους τρέχουν τα σάλια μπροστά στο θηλυκό, ο τεχνίτης στο φινάλε είναι θρασύς, άξεστος, ύποπτος για το τι θέλει να κάνει. Και γι’ αυτό πληρώνει τη νύφη! Η σχέση των δύο φύλων με μια ματιά όχι και τόσο φιλική στο υποτιθέμενο «ισχυρό»…
Κάνε αυτό που πρέπει
Ο Μάνος Παπαδάκης, σκηνοθέτης εξ Ηρακλείου Κρήτης, είναι διαφορετικό πρόσωπο τόσο από τον γνωστό Θεσσαλονικιό σκηνοθέτη, που ειδικεύεται κυρίως στο ντοκιμαντέρ, όσο και από τους δύο Κρητικούς τραγουδιστές. Τον λαϊκό βάρδο που έφυγε από τη ζωή το 2018 («Θα τα κάψω τα λεφτά μου», «Μια δεκάρα», «Αναστενάζει ο μπαγλαμάς» κτλ.) και τον εν ζωή τραγουδιστή με ειδίκευση στη ΓΥΡΑ, όπως αποκαλεί το “όργωμα” με μουσικές του υπέροχου νησιού μας. Τούτος λοιπόν ο Παπαδάκης φτιάχνει ένα τρυφερό κωμικό φιλμ, με αναμνήσεις προφανώς από τα παιδικά του χρόνια, με την κόντρα Ηρακλείου-Χανίων παρούσα χιουμοριστικά, με την πολιτικοοικονομική καθίζηση της χώρας μας στο παρασκήνιο, αλλά και το προσκήνιο, με απολύτως παιδική παιχνιδιάρικη ματιά και πολύ πινγκ πονγκ, με… άχαστες ρακέτες. Όμως, ο αθλητισμός έστω και ερασιτεχνικά έχει πάντα πιο πολλούς χαμένους απ’ ότι νικητές, το ίδιο και ο έρωτας. Οι αναμνήσεις από όλα όσα βιώνουμε στα 10-12 χρόνια μας εγκαθίστανται φυσικά στο μυαλό μας, μας ακολουθούν, επιστρέφουν τακτικά συνήθως ευχάριστα. Αρκεί η καλή διάθεση για να συμμετάσχει στο Εθνικό Διαγωνιστικό της Δράμας μια ταινία προορισμένη βασικά για φεστιβάλ όπως η Ολυμπία ή όποιο άλλο εστιάζει στον κινηματογράφο για μικρούς ήρωες; Ίσως το τμήμα Kiddo να της ταίριαζε περισσότερο.
Λουδίας
Ο Άκης Πολύζος επιστρέφει στη Δράμα, όπου είχε αποσπάσει 12 χρόνια πριν το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη για τη Συνθήκη 10/60. Ξανάρχεται με πλούσιο παλμαρέ, συνεργασίες κάθε λογής, ανάμεσα στις οποίες και με τον Παπακαλιάτη, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται και πολύ μεράκι και αγάπη για αυτό που κάνει, δηλαδή για το σινεμά. Ο Λουδίας και τα Γιαννιτσά, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση, δεν είναι τόποι ξένοι για τον δημιουργό. Αντιθέτως! Εκεί, στο εστιατόριο – κέντρο δράσης του φιλμ, μεγάλωσε ο ίδιος ακριβώς εκείνα τα πρώτα χρόνια του ’90, όταν και διαδραματίζεται η ιστορία μας. Είναι ένα αυτοβιογραφικό έργο, μια επιστροφή του στις παιδικές μνήμες και στην αθωότητα του βλέμματος, μια υπενθύμιση και σ’ εμάς τους θεατές ότι η φαντασία (και δη η παιδική) είναι πιο ευρηματική από τον πλέον καταξιωμένο σεναριογράφο. Ένα παραμύθι, λοιπόν; Είναι κάτι τέτοιο η ταινία; Είναι ένα μείγμα της μοναξιάς ενός πιτσιρικά στην επαρχία, των διηγήσεων που ακούει και της τηλεοπτικής επίδρασης; Ή μήπως από τρελό κι από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια; Γεμάτος όμορφα συναισθήματα, πλάνα γυρισμένα σε όχι εύκολες συνθήκες (πολλά τα νυχτερινά στο ποτάμι), αλλά και βαθιά οικολογικά μηνύματα, είναι τούτος ο ποταμός Λουδίας. Τα δακρυσμένα μάτια ενός μοναχικού παιδιού συναντούν εδώ τα φωτεινά ενός άγριου ζώου. Είτε τίγρη είτε αγριόγατα είτε σαρί γκουτσούκ, δηλαδή λύγκας, το πανέμορφο θηλαστικό που μας ξεπροβοδίζει με τα υπέροχα μάτια του στο φινάλε του φιλμ είναι ένα είδος θανάσιμα απειλούμενο από το ανθρώπινο χέρι και όπλο. Και αν η αιτιολογία για την εξόντωσή του είναι ότι τρώει τα ζωντανά που φυλάμε για να φάμε εμείς (!), ας αναλογιστούμε ότι πάλι εμείς του στερήσαμε την κανονική τροφή του, με την εξαφάνιση τόσων και τόσων ειδών λόγω -συνήθως λάθρου- κυνηγιού, λέει οικολογικά άψογος ο δημιουργός.