El Club (The Club), του Πάμπλο Λαραΐν
Ο Θεός είδε ότι το φως ήταν καλό και το χώρισε από το σκοτάδι
Με αυτή τη φράση από τη Γένεση, πέφτουν οι τίτλοι έναρξης στη νέα ταινία του ταλαντούχου Πάμπλο Λαραΐν και η διάθεση γίνεται ευθύς εξαρχής αντιληπτή. Ειρωνεία και μαύρο χιούμορ, που έρχονται να αμβλύνουν καλοδεχούμενα την κάπως πομπώδη καταγγελτικότητα. Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τέσσερις άντρες και μία γυναίκα, σε ένα απομονωμένο σπίτι by the sea. Τρώνε μαζί, προσεύχονται μαζί, κάνουν βόλτες μαζί στην παραλία, ασχολούνται με τον εκπαιδευμένο σκύλο τους, ο οποίος κερδίζει σε ερασιτεχνικές κυνοδρομίες, αποφέροντάς τους χρήματα. Κάτι αρρωστημένο κυοφορείται από την πρώτη στιγμή, το οποίο δεν αργεί να φανερωθεί και να θρέψει μολυσμένους καρπούς. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι τυχαίοι. Είναι οι επίσημοι απεσταλμένοι του Θεού επί Γης. Έχουν αμαρτήσει και μάλιστα πολύ. Κι επειδή ο επίγειος κόσμος είναι μάλλον πιο απαιτητικός από τον επουράνιο, ζητώντας μια τιμωρία άμεση και όχι μεταθανάτια, πρέπει να βρεθεί μια λύση. Η Εκκλησία φροντίζει τα τέκνα της που έχουν ξεστρατίσει. Τα κρύβει από τη δημόσια θέα. Τα κάνει αόρατα και μη προσβάσιμα. Σε κάθε κτίριο όμως, υπάρχει κάπου μια ρωγμή.
Η νέα και βελτιωμένη Εκκλησία έρχεται στο προσκήνιο. Διαμέσου ενός αντιπροσώπου. Αυστηρού και δωρικού, καλοφτιαγμένου στα όλα του και φαινομενικά άμεμπτου. Θα έρθει να βάλει τα πάντα σε τάξη, να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες, να καθαρίσει τις βρωμιές του παρελθόντος. Η ταινία ξάφνου αποκτά μια essence αστυνομικού νουάρ. Ας μην είμαστε όμως και τόσο απόλυτοι. Δεν υπάρχουν μονόδρομοι και αδιέξοδα. Η αμαρτωλή φύση του ανθρώπου είναι μεν παμπάλαια, αλλά οι μέθοδοι διαχείρισης μπορούν να εκσυγχρονιστούν. Εδώ ολόκληρος Θεός και δεν έχει μπορέσει να βάλει σε μια τάξη τον κόσμο εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια, θα το κάνουν έτσι εύκολα οι άνθρωποι; Ο Λαραΐν φτιάχνει ένα ντόμινο μετακυλιώμενης ενοχής και συγκάλυψης, σε ένα φόντο ολοσκότεινο και ψυχοπλακωτικό. Η μετάνοια είναι αντικείμενο διαπραγματεύσεων, η ηθική καταδίκη είναι μια στάθμιση παραγόντων.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε ένα εξόχως ειρωνικό παιχνίδι, τα πάντα θα γίνουν στο σκοτάδι. Διότι, όσο και να τα διαχώρισε ο Θεός μεταξύ τους, οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν εξίσου και στα δύο. Και η υποκρισία και το στρογγύλεμα της μέρας δεν μπορούν ποτέ να αναιρέσουν τα επαίσχυντα που συνέβησαν τη νύχτα. Η κινηματογράφηση του Λαραΐν είναι περίπου σαν το φορέα που καταγγέλλει. Μεγαλεπήβολη, εμφατική και κατά κάποιον τρόπο ‘ιμπεριαλιστική’. Δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον θεατή. Τον πιάνει από τα μούτρα με τους φωτισμούς, τη μουσική, τις έντονες κορυφώσεις και το σταθερά έντονο ψυχολογικό τέμπο. Ίσως μια πιο υποδόρια και σιωπηλή διαδρομή, τόσο στο στιλιζάρισμα όσο και στο δριμύ κατηγορώ, να ήταν αυτό το κάτι παραπάνω που θα μετέτρεπε την ταινία από σαγηνευτική σε καθηλωτική. Φτιαγμένη από ειλικρινή θυμό, κινηματογραφική ματιά, αλλά και price winning materials.
Knight of Cups, του Τέρενς Μάλικ
Ένας πατέρας κουβαλά με ασφάλεια και τρυφερότητα τον γιο του, καθώς βγαίνει από την αφρισμένη θάλασσα. Ένας σεισμός που ταρακουνά τη γη και τις δοκούς των σπιτιών, αλλά πάνω απ’ όλα ταρακουνά το μυαλό. Η λαχτάρα για το νερό. Να βουτήξουμε μέσα του, να εξαγνιστούμε, να βαφτιστούμε ξανά και ξανά, μέχρι να βρούμε τον δρόμο που έχουμε χάσει. Ο Τέρενς Μάλικ αναρωτιέται. Αναρωτιέται ασταμάτητα και τα ερωτήματα που θέτει τον ανακουφίζουν και τον βασανίζουν ταυτόχρονα. Μπορούμε να κατακτήσουμε εκ νέου την ευτυχία ή αυτή είναι καταδικασμένη να μας γλιστρά συνεχώς από τα χέρια; Μπορούμε να συγχωρήσουμε, να συμφιλιωθούμε, να αποδεχτούμε την ετερότητα του άλλου; Η αγάπη συνιστά τη μόνη λύση ή είναι μια ακόμη χίμαιρα;
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα, που θέτει ο Μάλικ, καθρεφτίζονται και αντανακλώνται στον Κρίστιαν Μπέιλ. Στο αυλακωμένο του βλέμμα. Στα κατεστραμμένα από τη μελαγχολία μάτια του. Στις απελπισμένες του αργές κινήσεις. Ο Μπέιλ περιφέρει την απόγνωσή του παντού. Από γυάλινες επιφάνειες σε γκλαμουράτες τοποθεσίες και χλιδάτα κτίρια ως τους σκουπιδότοπους και τη βρωμιά διάφορων ξεχασμένων και no man’s land σημείων. Αναζητώντας τη γαλήνη της ερημιάς και της ησυχίας. Εκεί που ο κόσμος (του/μας) δεν θα μπορεί να τον φτάσει. Όλα του τα συναισθήματα, όλα του τα βιώματά του αναπλάθονται αποσπασματικά μεν, λεπτομερώς δε. Μέσα από θραύσματα ονειρικών εικόνων από όλων των ειδών τις σχέσεις και τις επαφές. Οικογενειακές και ερωτικές, με τη καθεμιά εκ των δεύτερων να έχει τη δική της ξεχωριστή υπόσταση και θέση.
Η αλήθεια είναι πως ο Μάλικ επαναλαμβάνεται ποικιλοτρόπως. Τόσο στο είδος της ταινίας (κάτι σαν τρίτη βερσιόν του Tree of Life, όσο και εντός της ταινίας). Κι όσο κι αν συγχωρείται η επαναληψιμότητα σε ένα τέτοιου είδους κινηματογραφικό project, δεν παύει να αποτελεί μια μορφής αθέτηση απέναντι στο ίδιο το ‘καταστατικό’ του Knight of Cups. Εφόσον η κάθε στιγμή μετρά τόσο πολύ, το φρόνιμο και απαραίτητο είναι να ξεχωρίζουμε τη μοναδικότητα της καθεμιάς και να της αποδίδουμε τις δέουσες τιμές. Όχι να την ξεχειλώνουμε στο διηνεκές. Ο Μάλικ φτιάχνει μια ταινία, η οποία μπορεί την ίδια στιγμή να θεωρηθεί παντελώς αυτάρεσκη και βαθύτατα φιλοσοφική και φιλοσοφημένη, ανάλογα με την οπτική που θα επιλέξει ο καθείς. Τώρα που το ξανασκέφτομαι βέβαια, ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την πεπατημένη μας.
Το Knight of Cups ίσως δεν θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως κινηματογραφική ταινία. Θα ήταν άδικο τόσο για την ίδια όσο και τον θεατή αυτής. Διότι περισσότερο φέρνει σε ένα ιδιόρρυθμο, πλην σαγηνευτικό, οπτικό δοκίμιο πάνω σε σκέψεις και στοχασμούς. Και ως τέτοιο, θα μπορούσε κάλλιστα να αφεθεί στην πανέμορφη φωτογραφία, στην επιβλητική παρουσία του Μπέιλ, στη σαγήνη της εικόνας του και σε ένα μουσικό θέμα, το οποίο μουρμούριζαν άπαντες στην έξοδο από την προβολή. Και παράλληλα, να αφήσει τα βαρίδια των συνοδευτικών αλληγοριών και ενός φορτικού, ανά στιγμές, εσωτερικού μονόλογου. Να αφεθεί στην ξεκούραση της απόλυτης σιωπής, αντί για τον καταναγκασμό του ψίθυρου.
Meurtre à Pacot (Murder in Pacot), του Ραούλ Πεκ
Μεταφερόμαστε στην Αϊτή του 2010, την επομένη του φονικού σεισμού, που άφησε πίσω του χάος, θάνατο, έρεβος και συντρίμμια. Κι επειδή έχουμε μάθει να κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια, ας προσθέσουμε κάποια νούμερα για να αντιληφθείτε το μέγεθος της συντέλειας. Ο σεισμός αυτός (λόγω του ότι είχε ελάχιστο εστιακό βάθος) σκότωσε 300.000 ανθρώπους, νούμερο που αν αναλογιστούμε τον συνολικό πληθυσμό της Αϊτής, είναι ακόμη πιο σοκαριστικό, καθώς αφανίστηκε 1/30 κατοίκους του κράτους. Ο Αϊτινός σκηνοθέτης Ραούλ Πεκ είναι φανερό πως γνωρίζει την κατάσταση από πρώτο χέρι. Την ψυχολογία της φρίκης, τις συνιστώσες του συμβάντος, την ανάλυση του αντίκτυπού του.
Και φτιάχνει μια ταινίας βραδυφλεγούς έκρηξης, εντός ενός ασφυκτικά κλειστού κυκλώματος. Δεν θα δούμε ποτέ τον χαμό και την τραγωδία από πρώτο χέρι, μονάχα θα ακούσουμε και θα μάθουμε για αυτή. Εμείς είμαστε κατ’ οίκον περιορισμένοι στην γκρεμισμένη απόμερη βίλα ενός ζευγαριού έκπτωτων προυχόντων, που κρίνει την απώλεια με τα δικά του μέτρα και σταθμά. Με την κυριολεκτική μυρωδιά του θανάτου να βρωμά και να ζέχνει κάθε μέρα περισσότερο. Με το ‘γκρέμισμα’ κυριολεκτικό και μεταφορικά να βρίσκεται προ των πυλών. Σε καταστάσεις εκ των πραγμάτων οριακές, τέσσερις χαρακτήρες αναμετρώνται, σε ένα παιχνίδι δύναμης και επιρροής. Και έρχονται, κάθε στιγμή που περνά, όλο και πιο κοντά στην αναπόφευκτη σύγκρουση. Η οποία, όταν τελικά επέλθει, θα βγάλει χαμένο αυτόν που ανήκε πάντα στους χαμένους. Μια ταινία αιχμηρή και κοφτερή, η οποία ακόμη κι αν πλατειάζει σε κάποιο σημείο αφηγηματικά και νοηματικά, μας αποζημιώνει μια και καλή με ένα σιωπηλό φινάλε που λέει όλα όσα (δεν) χρειάζεται να ειπωθούν.
Dyke Hard, της Μπίτε Άντερσον
A lesbian rock ‘n’ roll adventure
Αυτό είναι το συνοδευτικό επίτιτλο μιας ταινίας που ήταν απαγορευτικό να χαθεί στη φετινή Μπερλινάλε. Γιατί; Γιατί λέγεται Dyke Hard, παραπέμποντας σε λεσβιακή παρωδία (dyke = λεσβία) του Die Hard. Γιατί περιλαμβάνει τις κάτωθι σκηνές. Παθιασμένο και καρικατουρίστικα βρώμικο σεξ μεταξύ μιας χοντρούλας σαν μπαλόνι Ασιατούλας και ενός γέρικου θηλυκού φαντάσματος (που φέρνει πολύ σε ζόμπι), το οποίο γίνεται φευγαλέα σκελετός τη στιγμή του οργασμού και το οποίο εξηγεί σε τραγουδάκι πόσο ξαναμμένο είναι, με τη συνοδεία δύο εξίσου ξαναμμένων φαντασμάτων προσκόπων, με αφαιρούμενα κεφάλια. Γιατί έχει διακτινιζόμενους νίντζα και μία σάιμποργκ τιμωρό από το μέλλον που συγχωνεύεται σε σάρκα μία με την κακιασμένη ηρωίδα της ταινίας. Γιατί έχει παρωδικές σκηνές σεξουαλικών οργίων, στα οποία μετέχει σύσσωμο το προσωπικό μιας φυλακής, με τους κρατούμενος να γκρεμίζουν τελικά τα τείχη, καθώς τρίβονται ομαδικά με μανία πάνω τους (“hump the walls apart”, η χαρακτηριστική ατάκα) και ακολούθως να τρέχουν προς την ελευθερία. Γιατί υπάρχει μια συμμορία τύπου ‘ladies of anarchy’, τα μέλη της οποίας μπορούν να ανοίξουν μπουκάλι μπύρας με τα γεννητικά τους όργανα και φέρουν την επονομασία “citizen senior killers”. Γιατί γενικά, επικρατεί ένα χάος και υπάρχουν αρκετές αυθεντικά αστείες και κουλές στιγμές. Γιατί αποτίνει φόρο τιμής στο είδος του camp, χωρίς φυσικά να μπορεί να συγκριθεί με τις κορυφαίες στιγμές του είδους αυτού. Και γιατί είναι όμορφο να βλέπει κάτι πιο παράξενο σε ένα μεγάλο φεστιβάλ.