Festivals Berlinale 2014: Deeper into the festival

11 Φεβρουαρίου 2014 |

Berlinale 2014: Deeper into the festival

«Historia del Miedo», του Μπενχαμίν Νάιστατ (Ιστορία του φόβου)

Ξεκίνημα με την ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου 28χρονου Αργεντίνου σκηνοθέτη, Μπενχαμίν Νάιστατ, η οποία μάλλον αδικήθηκε τόσο από τους «βαθμολογητές» των μεγάλων κινηματογραφικών εντύπων όσο και από μεγάλη μερίδα θεατών της πρώτης της προβολής. Για να μην είμαστε άδικοι, η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μία ταινία όχι ακριβώς εύπεπτη και ρέουσα. Επιπλέον, έχουμε να κάνουμε με μία ιστορία σαφέστατα βραδυφλεγή ως προς την πλήρη ανάπτυξη των νοημάτων της. Η κορύφωση όμως, σε ένα φινάλε εμπνευσμένο και τολμηρό, διασαφηνίζει όλα όσα είχαν αφεθεί πρωτύτερα να αιωρούνται αναπάντητα. Ένας κόσμος περίκλειστος που έχει υψώσει φράχτη απέναντι σε οτιδήποτε διαφέρει από αυτόν. Μία σειρά από αρχικά αδιάφορα περιστατικά, τα οποία μετά από κάποια στιγμή καταλήγουν να μοιάζουν ανεξήγητα, ύποπτα και απειλητικά. Μία υποδόρια αίσθηση ανασφάλειας και ανησυχίας που καλλιεργείται σταδιακά. Όπως προείπαμε, ίσως η φαινομενική έλλειψη χαρακτήρων να ξενίσει, ίσως οι σιωπές να προκαλέσουν αμηχανία, ίσως κάποια από τα δρώμενα να φανούν αναίτια και επιτηδευμένα. Λίγη υπομονή όμως αξίζει τον κόπο, διότι σε λίγο θα κάνει την εμφάνισή της μία πολιτική αλληγορία αιχμηρή, τολμηρή και ολοκληρωμένη. Ο Νάιστατ ανατρέχει στις απαρχές της «ιστορίας του φόβου», η οποία κάθε άλλο παρά αόριστα και θολά εφαλτήρια έχει. Μία έξοχη σκηνή τραπεζώματος, ένα παιχνίδι που προκαλεί εκνευρισμό και υποκριτικές απαντήσεις και ένα ξέσπασμα φόβου που μοιάζει δικαιολογημένο. Και ξάφνου, η αλήθεια που ξεπροβάλλει στο σκοτάδι. Ο φόβος απορρέει από την αγωνία διατήρησης των κεκτημένων. Από την έστω και σε πολύ βαθύ επίπεδο γνώση πως κάτι δεν είναι πολύ σωστό και δίκαιο στην όλη ιστορία. Η υστερία ενός κόσμου που θέλει να προφυλάξει τον ίδιο τον πυρήνα ύπαρξής του. Ένα ντεμπούτο με ενθουσιασμό και θράσος.

«Calvary», του Μάικλ ΜακΝτόνα (Γολγοθάς)

Συνέχεια με μία ταινία, την οποία δεν υπήρχε καμία περίπτωση να χάσουμε για δύο λόγους. Τον σκηνοθέτη Μάικλ ΜακΝτόνα και τον υπέροχο πρωταγωνιστή της, Μπρένταν Γκλίσον, οι οποίοι μας είχαν χαρίσει το απολαυστικό «The Guard». Βρισκόμαστε σε μία μικρή παραθαλάσσια ιρλανδική πόλη και θα ακούσουμε μία εξομολόγηση λίγο διαφορετική από τις συνηθισμένες. Ο εξομολογούμενος θα εκμυστηρευτεί στον ιερέα πως θα τον σκοτώσει σε μία ακριβώς βδομάδα, σε προκαθορισμένο τόπο και χρόνο, όχι επειδή του έφταιξε σε κάτι, αλλά ίσα ίσα επειδή δεν του έφταιξε σε τίποτα. Του έχει λάχει ο κλήρος να σηκώσει τον σταυρό άλλων αμαρτωλών. Έχει μπροστά του τη δική του Εβδομάδα των Παθών, πριν ανεβεί τον προσωπικό του «Γολγοθά». Μία βδομάδα για να κάνει πόλεμο με τον εαυτό του και τους άλλους προτού συμφιλιωθεί με τη μοίρα του και ειρηνεύσει. Μία πνευματώδης, οξυδερκής και καυστική θρησκευτική παραβολή θα εκτυλιχθεί μπροστά μας. Ο Μάικλ ΜακΝτόνα πάει για τα πολλά και όχι για τα λίγα και σε κανένα σημείο δεν αποδεικνύεται ανεπαρκής. Το αστυνομικό μυστήριο είναι δουλεμένο και περιπαικτικό. Το φλεγματικό χιούμορ είναι εκεί για να ντύσει με χαμόγελα καταστάσεις βαριές και ασήκωτες. Το σχόλιο για το θεό, την πίστη, την ανθρώπινη φύση, την αμαρτία, τη θυσία και την ανάγκη των ζόρικων επιλογών είναι ευφυές, χωρίς να είναι σε καμία των περιπτώσεων μονοδιάστατο. Ο κυνισμός δεν καθιστά απαγορευτική την ευαισθησία και τούμπαλιν. Το τοπίο χορεύει άλλοτε σε γκρίζες αποχρώσεις άλλοτε σε ξεσπάσματα έντονων φωτισμών, ανάλογα με το τι συμβαίνει και υπονοείται. Όλα μοιάζουν να μην εμπεριέχουν τον παραμικρό ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα εκπέμπουν μία αλήθεια αναμφίβολη. Και ο Μπρένταν Γκλίσον δίνει για πολλοστή φορά τα ρέστα του.

«Aimer, boire, chanter», του Αλέν Ρενέ (Να αγαπάς, να πίνεις, να τραγουδάς)

Βλέποντας κανείς τη νέα ταινία του αειθαλούς Αλέν Ρενέ, δεν νιώθει πως παρακολουθεί μία ακόμη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος που διεκδικεί τη Χρυσή Άρκτο. Είναι σαν να βλέπει κανείς το σινεμά το ίδιο να φτιάχνει μία ταινία για τον εαυτό του. Διότι είναι ομολογουμένως συγκινητική η ζέση και η όρεξη με τις οποίες αυτός ο υπέροχος 92χρονος σκηνοθετεί ακόμη ταινίες. Ο Αλέν Ρενέ κλείνει μία 55ετία στα σκηνοθετικά δρώμενα από το μακρινό 1959 και το συγκλονιστικό του αριστούργημα, «Χιροσίμα αγάπη μου» και είναι ακόμη παράφορα ερωτευμένος με αυτό που κάνει. Τίποτα πιο όμορφο από αυτό, τίποτα πιο αληθινό από αυτή την άδολη αγάπη. Κι αν νομίσετε πως με αυτή την εισαγωγή, προσπαθώ να χρυσώσω το χάπι για την ταινία καθαυτή, λάθος σας μεγάλο. Ο Ρενέ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το έργο του Άλαν Έικμπορν «The life of Riley» (τρίτη φορά που ταινία του βασίζεται σε έργο του συγκεκριμένου θεατρικού συγγραφέα, μετά τις ταινίες «Smoking/No Smoking» και «Coeurs») και σκηνοθετεί με χάρη και φινέτσα, παίζοντας στα δάχτυλα τη γλώσσα του σινεμά. Τρία ζευγάρια που γίνονται μαλλιά κουβάρια εξαιτίας της επίδρασης ενός χαρακτήρα, για τον οποίο όλο ακούμε αλλά τον οποίο ποτέ δεν θα δούμε. Ένα θεατρικό έργο μέσα στην ταινία, για το οποίο  επίσης ακούμε συνεχώς και ομοίως, δεν θα αντικρίσουμε ποτέ. Η αληθινή σκηνή της ζωής διαπλέκεται με τα παρασκήνια όλων των ανείπωτων και των φευγαλέων. Αυτό ακριβώς συλλαμβάνει στην απόχη του ο Ρενέ. Τη φευγαλέα φύση των πάντων, τη ζωή που δεν περιγράφεται ποτέ επαρκώς, αλλά συνεχώς μιλούμε για αυτήν ανεπαρκώς. Σαν τον κινηματογράφο που καταπιάνεται με τα πάντα αλλά στην ουσία παίζει μαζί μας και διασκεδάζει με την ψυχή του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑