Festivals Berlinale 2014: Ένα (χρυσό) αρκουδάκι ψάχνει ιδιοκτήτη

14 Φεβρουαρίου 2014 |

Berlinale 2014: Ένα (χρυσό) αρκουδάκι ψάχνει ιδιοκτήτη

«Boyhood», του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ

Κι αν τυχόν αναρωτιέστε, τώρα που βαδίζουμε προς το τέλος, για το αν υπάρχει κάποιο ξεκάθαρο φαβορί για το χρυσό αρκουδάκι, η απάντηση είναι πλέον σαφής: το «Boyhood» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Το θερμό χειροκρότημα (το θερμότερο από όσα έχω προσωπικά ακούσει φέτος στην Μπερλινάλε) που απέσπασε η ταινία εντός της αίθουσας είναι απλώς μία πρώτη ένδειξη. Το κυριότερο επιχείρημα έγκειται σε αυτό που έχει κατορθώσει ο Λινκλέιτερ, το οποίο, χωρίς την παραμικρή δόση υπερβολής, ισοδυναμεί με σκηνοθετικό άθλο. Μία ταινία που γυρίζεται επί δώδεκα συναπτά έτη, με ολιγοήμερα γυρίσματα κάθε χρόνο, και η οποία ακολουθεί κατά πόδας τις ζωές των ηρώων της όλο αυτό το διάστημα.

Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, ναι, η ταινία δεν χρησιμοποιεί μήτε άλλους ηθοποιούς μήτε το μακιγιάζ για να απεικονίσει το πέρασμα του χρόνου, διότι απλούστατα έχει αφεθεί κι η ίδια στον χρόνο που κυλά. Όταν μάλιστα ο βασικότερος πρωταγωνιστής είναι ένα παιδί 6 ετών, το οποίο βλέπουμε να φτάνει τα 18, τότε το εγχείρημα καθίσταται ακόμη δυσκολότερο. Το «Boyhood» είναι ένα τεράστιο κινηματογραφικό στοίχημα που κάλλιστα θα μπορούσε να εκτραπεί στη φαιδρότητα και την παταγώδη αποτυχία. Ως εκ τούτου, το ότι ο Λινκλέιτερ κρατάει τα μπόσικα της ιστορίας του με χαρακτηριστική άνεση αποτελεί μέγιστη αρετή. Προτού γίνουμε λίγο πιο περιγραφικοί, να ξεκαθαρίσουμε πως η ταινία είναι αυστηρά μία ταινία μυθοπλασίας και δεν εκτροχιάζεται προς το ντοκιμαντέρ, παράκαμψη που θα έκανε προφανώς τα πάντα ευκολότερα. Είναι προφανές πως σε κάποιες στιγμές το ύφος «ντοκιμενταρίζει», στοιχείο που ήταν εύλογα μέσα στις σκηνοθετικές επιδιώξεις, αλλά τα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται στην οθόνη είναι αποκλειστικά προϊόν μυθοπλασίας.

Οι απαρχές της ιστορίας μας τοποθετούνται στο 2002, με κύριους πρωταγωνιστές τον Ίθαν Χοκ και την Πατρίσια Αρκέτ, γονείς μίας διαλυμένης τετραμελούς οικογένειας (την κόρη υποδύεται η αληθινή κόρη του Λινκλέιτερ, Λορελάι!). Σταδιακά όμως, η οπτική γωνία μετατοπίζεται και είναι φανερό πως θα δούμε τον μίτο να ξετυλίγεται μέσα τη ματιά του μικρού αγοριού (ονόματι Μέισον στην ταινία). Σιγά σιγά λοιπόν, θα γνωρίσουμε τον αληθινό σταρ της ταινίας, τον ‘Ελαρ Κολτρέιν, ένα μικρό αγόρι, συντοπίτη του Λινκλέιτερ, από το Όστιν του Τέξας. Και θα τον αγαπήσουμε ολοκληρωτικά.

Αν έπρεπε να συνοψίσουμε τις αρετές της ταινίας του Λινκλέιτερ, πέρα φυσικά από την τεράστια δυσκολία υλοποίησης ενός τόσο φιλόδοξου project, θα καταλήγαμε στις εξής δύο. Στην απίστευτη φυσικότητα με την οποία στολίζει την ταινία του, μεταδίδοντας ένα αβίαστο πέρασμα του χρόνου, στοιχείο που δεν θα ήταν ποτέ εφικτό, δίχως μία προσεγμένη αφηγηματική οικονομία. Δεύτερον, στην εντυπωσιακή στιλιστική και αφηγηματική συνοχή που έχει ο σκελετός της ταινίας, παρά το πέρας 12 ετών. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, στη συνέντευξη τύπου, απέδωσε χαριτολογώντας αυτή τη συνοχή στο ότι δεν έχει ωριμάσει διόλου ως δημιουργός όλα αυτά τα χρόνια… Ακόμη κι αν το «Boyhood» είναι κάπως υπέρ το δέον feelgood για τα γούστα μου, αυτό δεν αναιρεί το ότι με έκανε όντως να νιώσω πολύ όμορφα ανά στιγμές…

«Aloft», της Κλαούντια Γιόσα

Η Περουβιανή σκηνοθέτις Κλαούντια Γιόσα επέστρεψε φέτος στον τόπο του εγκλήματος (το Βερολίνο), πέντε χρόνια μετά τον θρίαμβό της με την ταινία «Το γάλα της θλίψης» και δύο μετά τη βράβευσή της στην κατηγορία των ταινιών μικρού μήκους για το «Loxoro». Προσωπικά μιλώντας, το «Aloft» ήταν μεταξύ των 2-3 ταινιών του διαγωνιστικού τμήματος που είχαν κεντρίσει περισσότερο την προσμονή μου, προτού καταφθάσω στο Βερολίνο. Κι όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η απογοήτευση ήταν σαφώς μεγαλύτερη… Η Γιόσα αφήνει πίσω της το Περού και τη Λατινική Αμερική και ταξιδεύει βόρεια, σχεδόν όσο πιο βόρεια γίνεται, στις απομακρυσμένες παγωμένες καναδικές εκτάσεις. Μήπως αυτή η μετατόπιση την έκανε να ξεστρατίσει από την τόσο ιδιαίτερη οπτική της; Μήπως έκανε εκπτώσεις στο στιλ και το ύφος της; Το κάθε άλλο, όλα διατηρούνται ανέπαφα, αλλά όλα μοιάζουν τόσο λανθασμένα, σαν να έχουν προκύψει εκβιαστικά, επιτηδευμένα και αυτάρεσκα. Διότι, ενώ το Περού, με την απόκοσμη απεραντοσύνη του και τις δοξασίες του, είχε προσφέρει την ιδανική πλατφόρμα για μία υπερβατική και ολίγον μαγική ιστορία -βλέπε «Το γάλα της θλίψης»- το «Aloft» μοιάζει παγωμένο σαν το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται. Οι εικόνες της Γιόσα ειλικρινά αγγίζουν ανά στιγμές μία ομορφιά τόσο υπέροχη που είναι σχεδόν ψεύτικη, η οποία σιγά σιγά όμως φθίνει και εξαφανίζεται. Τόσο η κεντρική ιδέα όσο και η ατμόσφαιρα της ταινίας μοιάζουν ανούσιες και τραβηγμένες από τα άκρα, το δε υπαρξιακό της μήνυμα δεν θα το διηγούταν ούτε παπάς της δεκαετίας του ’50 στην ενορία του γιατί θα το έβρισκε υπερβολικά προφανές. Στο φινάλε κι αφότου έχουμε προλάβει να αδιαφορήσουμε για τους κεντρικούς χαρακτήρες, αν όχι και να τους αντιπαθήσουμε κιόλας, η μόνη κάθαρση που βρίσκουμε είναι πως επιτέλους τελείωσε η ταινία…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑