Τα βραβεία:
Ιδού λοιπόν, τα κυριότερα (και δεόντως ακριβοδίκαια θα έλεγε κανείς) βραβεία της 63ης Μπερλινάλε, τα οποία απένειμε η Κριτική Επιτροπή, υπό την προεδρία του Γουόνγκ Καρ Γουάι. Έχουμε και λέμε:
Χρυσή Άρκτος: «Child’s Pose», του Κρίστιαν Πέτερ Νέτσερ
Αργυρή Άρκτος: «An Episode on the Life of an Iron Picker», του Ντάνις Τάνοβιτς
Αργυρή Άρκτος, Βραβείο Alfred Bauer: «Vic + Flo ont vu un ours» , του Ντενίς Κοτέ.
Αργυρή Άρκτος Σκηνοθεσίας: στον Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν για το «Prince Avalanche»
Αργυρή Άρκτος Γυναικείου Ρόλου: στην Παουλίνα Γκαρσία για το «Gloria» του Σεμπάστιαν Λέλιο
Αργυρή Άρκτος Ανδρικού Ρόλου: στον Ναζίφ Μουζίτς για το «An Episode in the Life of an Iron Picker» του Ντάνις Τάνοβιτς
Αργυρή Αρκτος Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος: στον διευθυντή φωτογραφίας Αζίζ Ζαμπάκιεφ για το «Harmony Lessons» του Εμίρ Μπαϊγκαζίν
Αργυρή Άρκτος Καλύτερου Σεναρίου: «Closed Curtain», του Τζαφάρ Παναχί. Δεδομένου ότι στον Ιρανό σκηνοθέτη έχει επιβληθεί απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, το βραβείο παρέλαβε ο συν-σκηνοθέτης της ταινίας, Καμπούζια Παρτόβι
Χρυσή Άρκτος
Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση και η σοφή αυτή κουβέντα μοιάζει να ταιριάζει γάντι στην περίπτωση του ρουμάνικου σινεμά. Τρέχοντας προ πολλού με σπασμένα φρένα, η ρουμάνικη κινηματογραφία επιβεβαίωσε σε ένα ακόμη μεγάλο διεθνές φεστιβάλ τόσο τις αρετές που την διακρίνουν όσο και την ιδιότητα του συλλέκτη βραβείων και διακρίσεων. Σε ένα διαγωνιστικό τμήμα που για να είμαστε ειλικρινείς δεν ξεχείλισε και από ποιότητα, το «Child’s Pose» του Κάλιν Πέτερ Νέτσερ ήταν όντως μία από τις παρουσίες που ξεχώρισαν. Χωρίς να φτάνει στο σημείο να συγκριθεί με πρόσφατα διαμάντια του ρουμάνικου σινεμά, η ταινία του Νέτσερ διαθέτει όλα τα γνωρίσματα μιας μεστής και καλοδουλεμένης κινηματογραφικής δουλειάς. Ένα δράμα χαμηλόφωνο, με εξάρσεις υπόκωφες και ουσιαστικές, χωρίς κορώνες και φανφάρες. Μία ιστορία αρρωστημένης κτητικότητας, νοσηρής προστασίας και παραποίησης της αλήθειας. Μία παραβολή για τη ρουμάνικη κοινωνία που προσπαθεί να ξορκίσει με πλάγιες οδούς τις παθογένειές της, που είναι βασισμένη εδώ και καιρό σε ανισότητες και αδικίες. Το ψυχογραφικό πορτρέτο ίσως να μην φτάνει σε απύθμενα βάθη. Η κορύφωση ίσως να μην είναι αντάξια της έντασης που έχει συσσωρευτεί πρωτύτερα. Παρόλα αυτά, το μόνο σίγουρο είναι πως πρόκειται για ένα κερδισμένο στοίχημα σκηνοθετικής νηφαλιότητας και στιβαρότητας.
Αργυρή Άρκτος
Συνέχεια με το come back του Βόσνιου Ντάνις Τάνοβιτς στην αφρόκρεμα των κινηματογραφικών δρώμενων, έντεκα χρόνια μετά το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας που είχε κερδίσει με το «No Man’s Land». Ο Τάνοβιτς, εμπνευσμένος από την αληθινή ιστορία οδύσσειας και πόνου μιας οικογένειας τσιγγάνων στη Βοσνία Ερζεγοβίνη, αποφασίζει να τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη με τη μέγιστη δυνατή αληθοφάνεια. Ο φακός του τρυπώνει στην παράγκα όπου κατοικεί η εν λόγω οικογένεια και καλεί τους αληθινούς πρωταγωνιστές με σύνεση και τρυφερότητα να διηγηθούν την προσωπική τους τραγική ιστορία. Το εγχείρημα είναι σαφώς δύσκολο και παραμονεύουν μπόλικοι κίνδυνοι όπως η υπέρμετρη κλάψα και μελοδραματοποίηση των γεγονότων, καθώς και η αίσθηση του φτιαχτού και ψεύτικου. Ο Τάνοβιτς έχει ευτυχώς την ωριμότητα και την απαραίτητη διακριτικότητα ώστε να μην μετατρέψει την ταινία του σε εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου. Δεν υπάρχει διδακτισμός, δεν υπάρχει καθοδηγούμενη συμπάθεια, υπάρχουν μονάχα μία ειλικρινής κατάθεση ψυχής και μία ανόθευτη συγκίνηση. Η σκιαγράφηση ενός αδιέξοδου σούρτα φέρτα σε γραφειοκρατικούς διαδρόμους, μιας πορείας καταδικασμένης στην αφάνεια και τον παραμερισμό. Άνθρωποι που μετρούσαν εν καιρώ πολέμου και έχουν αφεθεί στην τύχη τους εν καιρώ υποτιθέμενης ειρήνης. Υπάρχουν τελικά πολλές «no man’s land» ζώνες, μέσα στις οποίες δεν μετρά τίποτα και κανένας…
«Χάλκινη» Άρκτος
Αν δεν είχε απονεμηθεί πάντως η χρυσή Άρκτος στο «Child’s Pose», μία εναλλακτική επιλογή για την οποία θα σκάγαμε ένα μεγάλο χαμόγελο, θα ήταν ένα ντεμπούτο φρέσκο και πολλά υποσχόμενο. Ο Καζάκος (έτσι λέγονται οι αξιότιμοι υπήκοοι της περήφανης χώρας του Καζακστάν) Εμίρ Μπαϊγκαζίν έδειξε ποιοτικά στοιχεία από την «πρώτη του κιόλας επαφή με την μπάλα» και κατάφερε να καθηλώσει, ακόμη και αν εμφάνισε κάποιες μικρό-ατέλειες που μάλλον οφείλονται στον υπέρμετρο ενθουσιασμό του πρωτάρη. Η εναρκτήρια σκηνή θα μας τα πει όλα εξαρχής. Ένα χαρούμενο και φαινομενικά αθώο κυνηγητό και στρίμωγμα ενός αρνιού μετατρέπεται σε επαγγελματικό «καθάρισμα» και ξεκοίλιασμα. Αν νομίζετε πως η ζωή στις αχανείς στέπες είναι αθώα και αμόλυντη, σκεφτείτε το ξανά. Αν νομίσετε πως αυτή η άκακη φατσούλα δεν είναι ικανή για κακό, αναθεωρείστε. Το υποδόριο μήνυμα του τίτλου σύντομα γίνεται αντιληπτό. Σκίτσα γεμάτα αρμονία, αρμονικές κινήσεις με τρόπο τελετουργικό, πλάνα άψογης συμμετρίας και προοικονομία από τον Καζάκο σκηνοθέτη για μία συμφορά που έρχεται με μαθηματική (ή πιο σωστά με γεωμετρική) ακρίβεια. Έξοχη φωτογραφία σε παστέλ χρώματα και ένα πολλαπλό επίπεδο αλληγοριών για ένα τόπο που μοιάζει να έχει συνηθίσει σε φανερές και αθέατες μορφές τυραννίας. Ναι, κάποιοι συμβολισμοί είναι όντως είτε λίγο προφανείς είτε χρησιμοποιούνται κάπως συχνά (όπως το πάρκο αναψυχής ή ο εμετός) αλλά το τελικό αποτέλεσμα μιας δημιουργίας ανόθευτης και ευρηματικής δεν τίθεται σε κίνδυνο. Μία ταινία που ενώ προϊδεάζει για μία ακόμη στιλιζαρισμένη έθνικ λαογραφία, ξεφεύγει τάχιστα από τα κλισέ της καρτ ποστάλ. Ορθώνει ανάστημα και ποιότητα και γίνεται ένα αφαιρετικό mind game δόλου, βίας και εκδίκησης.
Και ένα all time classic για επιδόρπιο…
Κατά τα λοιπά, καλό το διαγωνιστικό και τα πάσης φύσεως βραβεία, καλοί και οι μικροί ανεξάρτητοι θησαυροί στα τμήματα «Panorama» και «Forum», αλλά θα ήταν μέγιστη ύβρις να μην τιμήσουμε έστω και μία φορά τα παλιά και κλασικά αριστουργήματα που προβλήθηκαν και φέτος στην Μπερλινάλε. Υπάρχουν μερικά κενά σε κάθε σινεφίλ παλμαρέ που είναι σκέτες μαύρες τρύπες και ένα τέτοιο κενό μπαλώσαμε φέτος, παρακολουθώντας τη διάσημη ταινία του Ζορζ Ανρί Κλουζό, «Το κοράκι». Ο περίφημος αυτός ανατόμος της ανθρώπινης μικροπρέπειας και διαφθοράς θα σφάξει αυτή τη φορά με το γάντι κάθε ηρωικό κλισέ που είχε αναπαραχθεί για τη στάση της γαλλικής κοινωνίας στη γερμανική κατοχή. Μέσα από ένα γαϊτανάκι ηρώων γεμάτων μικρά ή μεγαλύτερα μυστικά και ψέματα, ο Κλουζό ειρωνεύεται με καυστικότατο τρόπο τον χαφιεδισμό και το ρουφιανιλίκι που γνώρισαν ημέρες δόξες τη συγκεκριμένη περίοδο της γαλλικής ιστορίας. Διάλογοι αιχμηροί και δηλητηριώδεις, κίνηση της κάμερας που αποπνέει το άγχος όλων όσων έχουν λιγότερο περισσότερο λερωμένη τη φωλιά τους. Αυτά από τη φετινή Μπερλινάλε. Θα τα ξαναπούμε με τα μπαρ του Kreuzberg και του Mitte σε ακριβώς ένα χρόνο…