Μάγμα
Με μια ταινία πολύ διαφορετική από όλες τις υπόλοιπες τώρα ξεκίνησε την Πέμπτη το Εθνικό Διαγωνιστικό Τμήμα. Στο Μάγμα απουσιάζει κάθε μορφή διαλόγου, είναι ένα φιλμ όπου ακούγονται αποσπασματικά δύο-τρεις λέξεις, που αποτελούν κωδικούς επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, ή κυρίως κάποιοι -όχι όμορφοι στο αυτί- ήχοι. Η σκηνοθέτις επιλέγει να δώσει βάρος στην πρώτη και κύρια αίσθηση που απαιτείται στο σινεμά, δηλαδή στην όραση, φτιάχνοντας πλάνα εντυπωσιακά και αφήνοντας στα μάτια μας να ερμηνεύσουν το πώς και γιατί της ιστορίας που αφηγείται.
Μεγάλος χορηγός των εικόνων της είναι… η Μήλος, με την αδιανόητη απόκοσμη ομορφιά του τοπίου της. Η πραταγωνίστριά της, μια επιστήμων ενός μακρινού (;) μέλλοντος, έρχεται σε επαφή -ίσως καλώντας το άναρθρα- με ένα εξωγήινο πλάσμα, ένα πλάσμα που ίσως ήρθε από τον ουρανό, ίσως όμως και από τα έγκατα της γης. Δεν είναι άλιεν, τύπου Ρίντλεϊ Σκοτ, ούτε E.T. τύπου Στίβεν Σπίλμπεργκ. Δεν γεννιέται για να μας τρομοκρατήσει ούτε για να μας… εξανθρωπήσει με την καλοσύνη του. Μπορεί, ωστόσο, κι αυτό να παίρνει ζωή από τις πλέον μύχιες σκέψεις μας, να είναι η απεικόνιση του εαυτού μας, του άλλου μας εγώ. Κι αυτό χαροποιεί, αλλά και φοβίζει επίσης!
Η επιστημονική φαντασία είναι ένα είδος στο οποίο δεν έχουμε δει να κατατίθενται και τόσες ελληνικές προτάσεις, πόσω μάλλον σε μικρού μήκους έργο. Ήδη, επομένως, αυτή η ταινία κερδίζει την προσοχή μας, κόντρα στη μάλλον ερμητική ανάλυση των συμβάντων της. Άλλωστε, μια από τις ομορφιές της έβδομης τέχνης (και κάθε τέχνης) είναι ότι ο θεατής ενίοτε βλέπει ό,τι εκείνος θέλει. Και στο Μάγμα της Λίας Τσάλτα αυτή η δυνατότητα του παρέχεται χωρίς καμία φειδώ!
Nothing Holier than a Dolphin
Άλλη μια γυναικεία παρουσία, που ακολούθησε εκείνη της Λίας Τσάλτα. Αυτήν τη φορά ήταν η Ισαβέλλα Μαργάρα, που πρωτογνωρίσαμε εδώ στη Δράμα με το πολύ ιδιαίτερο 54 / Η τυφλή χελώνα και η απέραντη θάλασσα. Τι συνδέει τις δύο ταινίες της; Η θάλασσα, η οποία δίνει τροφή για ιστορίες, σαν αυτήν που σκηνοθετεί εδώ παίζοντας τόσο με τις έννοιες της αφήγησης και κάθε μορφής (ανα)παράστασης όσο και της λαϊκής δοξασίας.
Αν στο 54 τόπος δράσης ήταν ένα ασανσέρ, όπου είχε ουσιαστικά εγκλωβιστεί η ηρωίδα με τον επικίνδυνο κατά τα φαινόμενα άγνωστο, στο δελφίνι όλα εκτυλίσσονται σε ένα ψαροχώρι και συγκεκριμένα σε έναν καφενέ. Απουσιάζει το στοιχείο του θρίλερ, καθώς όλα όσα βλέπουμε είναι πιο στημένα και θεατρογενή, υπάρχει ωστόσο δράση, έστω κι αν αυτή προκύπτει μόνο μέσα από το φαντασιακό των ψαράδων ή -αν προτιμάτε- από τους θρύλους που συνοδεύουν κάθε ναυτικό τοπωνύμιο. Όταν υπάρχει αδιέξοδο, όταν η φύση αντιδρά στην κακοποίησή της από τον άνθρωπο, απαιτείται η επιστροφή στις αρχές και στην ηθική που μοιάζει να ξεχάστηκε, να παραδόθηκε απλά στη σφαίρα των θρύλων. Αναβιώνοντας το παρελθόν, ανατρέχοντας στην ιστορία και την παράδοση, υπάρχει η πιθανότητα για μια κάποια λύση…
Είναι προφανές το οικολογικό μήνυμα, για τη σωτηρία της φύσης και των πλασμάτων της, χάρη στην οποία θα μπορούμε να ελπίζουμε και για τη σωτηρία ημών των ανθρώπων. Είναι εξίσου προφανές ότι η σκηνοθέτις -που τυγχάνει και γιατρός-παθολόγος (!)- εδώ αναζητά με το τελικό της πλάνο διέξοδο στην ανοιχτωσιά του υγρού στοιχείου, στη μήτρα της ζωής που είναι το νερό, αλλά και κλείνει το μάτι στις απανταχού γυναίκες: όπως τα δελφίνια, πρέπει κι αυτές να τις προστατεύουμε ως ιερές για τη συνέχισή μας!
Το πέταγμα του πιγκουίνου
Οι πιγκουίνοι είναι πουλιά. Όμως δεν μπορούν να πετάξουν… Με αυτή τη φράση ξεκινά η τρυφερή ταινία της Στέλλας Σερέφογλου. Μια κοπέλα που μπαίνει στην εφηβεία της έχει όλη την όρεξη για να καταπιεί τον κόσμο, να απολαύσει κάθε χαρά της ζωής. Όμως, στην περίπτωσή μας, δεν δύναται να το κάνει, δεν της το επιτρέπει η κατάσταση στο σπίτι της. Βλέπει στην τηλεόραση (κι εμείς το βλέπουμε μαζί της) ένα πολύ διδακτικό ντοκιμαντέρ για τους πιγκουΐνους. Οι πιγκουίνοι είναι αδιανόητα πιστοί στους συντρόφους τους, μένουν δια βίου κοντά τους, όπως και κοντά στα αυγά τους ή στα πιγκουινάκια τους. Απομακρύνονται μόνο σε συγκεκριμένες περιόδους κι αυτό συμβαίνει για να βρουν τροφή, να θρέψουν όλη τη φαμίλια.
Όμως, εδώ οι πιγκουίνοι-γονείς της Έλλης δεν είναι συνεπείς ως προς αυτό. Η μητέρα βρίσκεται αλλού, αισθανόμαστε (όπως και η ηρωίδα μας) την παρουσία της μόνο δια του τηλεφώνου, μόνο μέσω της φωτογραφίας στην οθόνη του κινητού. Ο πατέρας είναι παρών, αλλά και απών, ποτέ δεν είναι βέβαιο τι ώρα θα αφιχθεί στο εξοχικό και τι ώρα θα ξαναφύγει. Μητέρα και πατέρας βρίσκονται εμφανώς σε διάσταση, ακόμα κι αν τάχα της το κρύβουν. Αυτοί οι πιγκουίνοι χωρίζουν…
Η σκηνοθέτις ευτυχεί να έχει στο επίκεντρο μια πολύ ταλαντούχα πιτσιρίκα, τη Γιασεμή Λαμπρίδη, που στηρίζει εξαιρετικά το όλο φιλμ. Είναι φυσική, όχι επιτηδευμένη, δεν φαντάζουν οι κινήσεις και τα λόγια της ως προϊόν υποβολής ή αμέτρητων προβών, ακόμα κι αν είναι. Έχει κάθε λογική ανησυχία και παρόρμηση, «μεγαλώνει» μπροστά στον καθρέφτη της όταν είναι μόνη στο σπίτι, παρακούει εσκεμμένα τον μπαμπά της (όχι πειστικός ο πατρικός ρόλος του Γιώργου Γάλλου), για να του υπενθυμίσει αυτό που εκείνος σχεδόν αφελώς της λέει: «Πρέπει να σκεφτόμαστε και τους άλλους όταν κάνουμε κάτι». Θέλει δική της την καρδιά του καρπουζιού, όπως θέλει την καρδιά των γονιών της, την προσοχή τους, την αφοσίωσή τους σ’ αυτήν. Αυτήν την αφοσίωση που δείχνουν οι πιγκουίνοι…
Όταν ακόμα και η αγαπημένη της γατούλα παρασυρθεί από το νέο περιβάλλον και την εγκαταλείψει, η μικρή Έλλη θα συνειδητοποιήσει για άλλη μια φορά πόσο μοναχικά περνά ετούτο το καλοκαίρι της ζωής της, θα στραφεί στη θάλασσα, θα κολυμπήσει πιο βαθιά και πιο επικίνδυνα από το προβλεπόμενο για την ηλικία της, όπως οφείλει πρόωρα να πράξει και στην καθημερινότητά της…
Παπαρούνες και πάπιες
Η τέταρτη ταινία του προγράμματος της Πέμπτης και τέταρτη γυναικεία σκηνοθετική δουλειά είναι της Χρηστίνας-Καλλιρόης Γαρμπή και λέγεται Παπαρούνες και πάπιες. Ας ξεκινήσουμε με την πηγή έμπνευσης. Το ιταλικό παιδικό τραγουδάκι «Papaveri e papere», που ακούμε κιόλας περίπου στο μέσο του φιλμ, γέννησε τη θεματική του Παπαρούνες και πάπιες. Ένα άλλο τραγούδι, το υπέροχο «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» του Μάνου Χατζιδάκι κατηύθυνε τη σκηνοθέτιδα για την πρώτη μικρού μήκους της, το Τώρα που είναι άνοιξη, με τη θάλασσα και το υγρό στοιχείο να κυριαρχούν στα πλάνα και των δύο.
Στα της υπόθεσης τώρα, σε μια εποχή πολύ κοντά στη σημερινή, το καθεστώς απαγορεύει ακόμα και την είσοδο σε θάλασσες, ποτάμια ή λίμνες, δεν μπορεί δηλαδή κανείς να κολυμπήσει χωρίς πρόστιμο, που του επιβάλλεται από το άγρυπνο μάτι των ναυαγοσωστών. Έτσι η δημιουργός του φιλμ ασκεί ουσιαστικά από το πρώτο πλάνο κριτική στη στάση του κράτους στο θέμα του κορωνοϊού, με την εισπρακτικού τύπου λογική για τους παραβάτες και τις ποινές τους.
Η συνεχής αντιδραστικότητα στις φαύλες πολιτειακές επιταγές, την οποία επιδεικνύει η πρωταγωνίστρια της ιστορίας δεν είναι ωστόσο παρά η προσπάθειά της να αντισταθεί με τον όποιο τρόπο στην αποξενωμένη ζωή της. Αποξενωμένη ακόμα και από τη μητέρα της, καθώς στο κέντρο του κάδρου έρχεται γρήγορα η έλλειψη σχέσεων μεταξύ τους, η αδυναμία οποιασδήποτε ειλικρινούς επικοινωνίας. Και από νωρίς αντιλαμβανόμαστε ότι το φιλμ είναι ένα οικογενειακό δράμα, που δεν επιλέγει τη λογική της επίκλησης του συναισθήματός μας, αλλά καταγράφει αρκετά ψυχρά (γι’ αυτό και όχι πολύ φιλικά προς τον θεατή) μια εξίσου ψυχρή σχέση μάνας-κόρης.
Από τη μία η κόρη καταφεύγει στη μητρική αγκαλιά μόνο για να ζητήσει οικονομική βοήθεια (ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται), από την άλλη η μάνα τη δέχεται μόνο για να την κατακρίνει, αφού της θυμίσει ότι κάποτε αποτελούσαν μια πραγματική οικογένεια και ότι άλλα σχέδια είχε (η κόρη ή μήπως η ίδια η μητέρα;) γι’ αυτήν. Αφού επέλθει για άλλη μια φορά η σύγκρουση, ακολουθεί η επαναπροσέγγιση, πλέον από τη μεριά της μητέρας. Ξέρει πού θα τη βρει, φαντάζεται τι σκέφτεται για άλλη μια φορά να κάνει. Όμως και η κόρη αποφασίζει να ξεπεράσει πια απόλυτα τις συμβάσεις, να ελευθερωθεί από αυτές, να ξεγυμνωθεί -όχι σωματικά, αλλά ψυχικά- μπροστά στη μαμά της. Εκείνη είναι έτοιμη να πράξει το ίδιο, θα κολυμπήσει στα βαθιά της σχέσης τους ή απλώς θα βρέξει λίγο τα πόδια της;
Τσίχλα τσιγάρο
Με μια πολύ όμορφη ταινία έκλεισε η πιο γυναικεία μέρα στην ιστορία του Φεστιβάλ Δράμας, με 5/5 ταινίες να έχουν γυναικεία υπογραφή. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι και ποικιλομορφία υπήρχε στη θεματολογία και στη γραφή, αλλά και υποσχέσεις αφήνουν ορισμένες δημιουργοί, όπως στην περίπτωσή μας η Αντζελίκα Κατσά. Έχοντας ως βοήθεια την πολύ καλή πρωταγωνίστριά της, Άννα Μάντιτς, αλλά και μια υπέροχη μικρή να πιπιλίζει την Τσίχλα τσιγάρο της (Σοφία Λαμπρινού), σκηνοθετεί ένα road movie από την Ελλάδα στη Σερβία, με μάνα και κόρη στο αυτοκίνητο να αγαπιούνται, αλλά και να μην συνεννοούνται.
Ίσως να φταίει ότι το παιδάκι μιλά περισσότερο την πατρική ελληνική γλώσσα, ενώ η μαμά του προτιμά τη μητρική σέρβικη, ίσως πάλι απλά -όπως άλλωστε λέει και η ηρωίδα μας, μιλώντας στο τηλέφωνο με τη δική της μητέρα- να μην είναι καθόλου εύκολο να εξηγήσεις σε ένα παιδί τι συμβαίνει στον κόσμο των μεγάλων, γιατί και πώς μπορεί να χωρίζουν οι γονείς του.
Χωρίς να πέφτει ποτέ σε επίπεδα άσκοπου και πλεονάζοντος μελοδραματισμού, αλλά προκαλώντας το λογικό και θεμιτό συναίσθημα του θεατή, η Κατσά διηγείται πειστικά την απόδραση από έναν τόπο για έναν άλλο, την καταφυγή πίσω στα χώματα και στους ανθρώπους που μπορούν να υποστηρίξουν μια φορτισμένη -και όχι χωρίς άμεσες επιπτώσεις- απόφαση. Με ιδιαίτερα πετυχημένη μουσική επένδυση και παρότι κάποια στοιχεία στην κατασκευή (π.χ. η πλήρης απουσία άλλων ανθρώπων στο ξενοδοχείο του απολαυστικού στο σύντομο πέρασμά του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου) επιδέχονται βελτίωση, αυτό που αφήνει ως γεύση η ταινία είναι όσο γλυκιά η σχέση της κόρης με τη μητέρα κι όσο πικρή η απομάκρυνσή της από τον πατέρα…