Σκηνοθεσία: Άκι Καουρισμάκι
Παίζουν: Σακάρι Κουοσμάνεν, Σερβάν Χάτζι
Διάρκεια: 98′
Στο κινηματογραφικό σύμπαν του υπέροχου Φινλανδού σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι, οι κώδικες επικοινωνίας και αντίληψης των πραγμάτων είναι «πειραγμένοι» και ελλειπτικοί, είναι διακεκομμένοι και τελετουργικοί. Η συνδιαλλαγή, η επαφή, η προσέγγιση, είναι απόλυτα ενταγμένες σε ένα ιδιόμορφο πλέγμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από μία βασική συνιστώσα. Την απόλυτη ενσυναίσθηση. Την αδέξια ανάγκη για ανθρωπιά. Την αμήχανη χείρα βοηθείας. Την απόλυτη συναισθηματική εμπλοκή, που πραγματώνεται σε τόσο έντονο βαθμό που προκαλεί βραχυκύκλωμα στην παραδοσιακή εκφορά των συναισθημάτων. Τα οποία καταλήγουν να μοιάζουν απόντα, μόνο και μόνο για να εδραιώσουν την παρουσία τους με τον πλέον εμφατικό τρόπο, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.
Το σινεμά του Καουρισμάκι, όσο κι αν δεν του φαίνεται, διαπερνάται από την κορφή ώς τα νύχια, από μία αίσθηση επείγουσας ανάγκης, από μία δέσμευση ηθικής επιταγής. Όσο κι αν οι ήρωές του μοιάζουν ερμητικά κλεισμένοι στο ιδιόρρυθμο καβούκι τους, όταν κληθούν να ξυμυτίσουν επειδή τα πράγματα έχουν ζορίσει, θα το πράξουν χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Θα το πράξουν με την πεiθαρχία ενός απαρέγκλιτου νόμου και με την αρχοντιά ενός αναπόδραστου φυσικού φαινομένου.
To σινεμά του Καουρισμάκι αντιμετωπίζει την αλληλεγγύη όχι ως θρίαμβο της καλοσύνης, αλλά ως ένα εκ των ων ουκ άνευ δομικό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς το οποίο είμαστε αδιαπραγμάτευτα ξεγραμμένοι. Η μιζέρια και η δυστυχία φυσικά και υπάρχουν, η σκληρότητα και η εκμετάλλευση δεν γίνεται να εκλείψουν, αλλά για την ανθρωπιά δεν τίθεται ζήτημα επιλογής και διερεύνησης. Απλώς υφίσταται, γιατί δεν υπάρχει άλλη εκδοχή, διατρανώνει την παρουσία της γιατί η απουσία της είναι εξ ορισμού ανέφικτη. Διότι, όπως δήλωσε κι ο ίδιος στη συνέντευξη τύπου μετά την προβολή του The Other Side of Hope, «αν δεν είμαστε άνθρωποι, τι διάολο τελικά είμαστε;».
Σε καθεμία από τις 18 ταινίες του Καουρισμάκι, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, τα λίγα είναι ζάχαρη και τα καθόλου είναι μέλι. Δεν χρειάζεται περιττή φλυαρία για να αποδοθεί το βασικό πλαίσιο της κατάστασης, δεν απαιτούνται πολλές κουβέντες για να αποσαφηνιστεί το σοβαρό που αχνοφαίνεται πίσω από το ιλαρό-κωμικό. Στην περίπτωσή μας, δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη αναδρομή στο βασανισμένο παρελθόν του ήρωά μας.
Μία ανδρική φιγούρα που ξεπροβάλλει από ένα κατάμαυρο σωρό από κάρβουνα και ξεπλένει τη μαυρίλα που τον έχει καλύψει σε ένα δημόσιο λουτρό. Δύο πλάνα, μία ολόκληρη ιστορία. Ο Καουρισμάκι, έξι χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, το συγκινητικό Το λιμάνι της Χάβρης επαναπατρίζεται και επιστρέφει στο κατάδικό του Ελσίνκι. Όχι δηλαδή σε μία μοντέρνα ευρωπαϊκή πόλη, με υψηλούς οικονομικούς δείκτες, high-tech ντελίριο και ατμόσφαιρα ιλουστρασιόν urban spirit.
Αλλά σε μία πόλη αμιγώς κινηματογραφική, βγαλμένη από μία ανάμνηση που ανακυκλώνεται στο διηνεκές, από μία ονειροπόληση στο μέλλον που μοιάζει έχει χροιά αναμόχλευσης από το παρελθόν. Το Ελσίνκι του Καουρισμάκι έχει τραμ που σε ταξιδεύουν σε χαμένους παραδείσους του τίποτα, με τα φώτα τους να λαμπιρίζουν στο σούρουπο. Έχει δημόσιες υπηρεσίες με γραφομηχανές και όχι υπολογιστές, έχει τραπέζια που χωράνε ίσα ίσα τους μεγαλόσωμους καθήμενους, έχει τοίχους βαμμένους στα μελαγχολικά χρώματα του νοήματος παρά την έλλειψη νοήματος.
Έχει ροκ μπάντες που ροκάρουν σαν να είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, για ένα κοινό που είτε δεν υπάρχει είτε δεν τους προσέχει καθόλου. Έχει ανθρώπους με πρόσωπα σαν τον Ντρούπι, που κινδυνεύουν να τσαλαπατήσουν τα μούτρα τους ενόσω περπατούν, έχει χαρακτήρες – σημαδούρες, με στολές αντί για ρούχα, που πνίγουν τον πόνο τους σε μελωδίες και αλκόολ, αλλά αρνούνται να υποκύψουν στη βαθιά ασχήμια της αποκτήνωσης.
Ο Καλέντ έχει καταφθάσει στη Φινλανδία, όχι από επιλογή, αλλά από αναγκαιότητα υψωμένη στο τετράγωνο. Διαφεύγοντας αρχικά από την σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο Συρία (όπου είδε σχεδόν όλη την οικογένειά του να ξεπαστρεύεται) και ξεφεύγοντας, σε δεύτερο χρόνο, στο τσαφ από μία ρατσιστική επίθεση στην Πολωνία, το κύμα της περιπλάνησης τον ξέβρασε στο Ελσίνκι.
Ο Καλέντ θα μας διηγηθεί τα βάσανά του, σε μία αναλυτική συνέντευξη στην φινλανδική υπηρεσία χορήγησης ασύλου, χωρίς να δακρύσει, να κομπιάσει ή να βλεφαρίσει. Δεν έχει σκληρύνει από τον πόλεμο. Δεν έχει θωρακίσει τον εαυτό του με απάθεια. Είναι απλούστατα ένας καουρισμακικός ήρωας, άρα δεν έχει ανάγκη από περιττές υπερβολές, από αχρείαστους πλεονασμούς. Τα κοντινά πλάνα στα βλέμματα, η αγκυρβολημένη κάμερα και οι χρωματικοί τονισμοί, γεμάτοι θλίψη και πίκρα, τα έχουν ήδη πει όλα.
Το The Other Side of Hope δεν έχει ανάγκη από οποιαδήποτε φωτογενή ευαισθησία, ακριβώς γιατί είναι αυθεντικά ευαίσθητο. Και συμπυκνώνει με περισσή άνεση ουσιώδη νοήματα, όπως τον φαιδρά παράλογο και πολτοποιημένο εγκεφαλικά ρατσιστικό λόγο, επιστρατεύοντας μονάχα μία ατάκά, μία κίνηση της κάμερας, μία σιωπή, μία αντιπαραβολή βλεμμάτων, ένα κάδρο, ένα βάθος πεδίου.
Και, φυσικά, διαθέτει εκείνο το λυτρωτικό καουρισμακικό χιούμορ, το οποίο απασφαλίζει με σύνεση και προσοχή στο δεύτερο μισό της ταινίας, για να διαλύσει την οποιαδήποτε υπόνοιά μας ότι κάτι λείπει, ότι κάτι δεν είναι στη θέση του. Το χιούμορ του Καουρισμάκι είναι δηκτικό, είναι πνευματώδες και εγκεφαλικό, είναι βουτηγμένο στον παραλογισμό της ζωής και στην καθαρτική διάσταση του αυτοσαρκασμού. Αν όντως είναι η τελευταία σου ταινία, Άκι, σε ευχαριστούμε για όλες τις πανέμορφες στιγμές.