Κάπου ανάμεσα στην πειραματική αναζήτηση ενός έμπειρου δημιουργού και στη στρατευμένη και μονομερή κριτική για τις ευθύνες των γονιών απέναντι στα παιδιά τους, ήρθε ευτυχώς Το καλοκαίρι που είδα για πρώτη φορά τον ήλιο να δύει για να μας αφήσει με ένα χαμόγελο αισιοδοξίας τη χθεσινή βραδιά, σε έναν -όπως πάντα- κατάμεστο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ. Είχαν μεσολαβήσει μια υπαρξιακή επιστροφή σε έναν τόπο ξεχασμένο στο μακρινό παρελθόν, ένα πουλάκι που βγήκε από το κλουβί του «εγκληματώντας» και ένας απολαυστικός θεατρογενής Κλέφτης (ή δύο τελικά;)
Αντιλόπη
Tου Αλέξανδρου Βούλγαρη aka The boy
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης κυκλοφόρησε σε άλμπουμ, στη διάρκεια της καραντίνας, δέκα τραγούδια υπό τον γενικό τίτλο Αντιλόπη. Προφανώς αυτά πηγαίνουν πακέτο με το δεκάλεπτο μικρού μήκους που προβλήθηκε στη Δράμα, με φωνή βέβαια από τη Δεσποινίδα τρίχρωμη. Πώς ακριβώς να αντιμετωπίσει κανείς αυτό το φιλμ; Ως ένα βιντεοκλίπ αυτού του άλμπουμ; Ως μια πειραματική οπτικά απόδοση των όσων εξέθεσε ο δημιουργός του μουσικά επί πανδημίας; Ό,τι από τα δύο κι αν θεωρήσουμε ότι ισχύει, προκύπτει ένα τρίτο ερώτημα: Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι (ή αλλιώς η Αντιλόπη στο Εθνικό Διαγωνιστικό;) Γιατί για κάποιους δεν υπάρχει ανάγκη πρόκρισης, αλλά συμμετέχουν anyway όπου και όποτε θελήσουν; Ρητορικά τα ερωτήματα, δεν χρειάζεται να απαντηθούν.
Αριζόνες
Tου Γιώργου Ηλιόπουλου
Αφού επιχειρεί μια απρόσφορη απόπειρα αυτοκτονίας, ένας νεαρός άνδρας επιστρέφει στο εγκαταλελειμμένο εξοχικό σπίτι της οικογένειας. Παίρνει από εκεί μαζί του αντικείμενα που του θυμίζουν το μακρινό παρελθόν, ένα παρελθόν που πάντα ήθελε να κάψει, να αποχωριστεί. Ακούει τη μουσική που παίζει η καρδιά του, βλέπει όμως και τις εικόνες που τον ωθούν ξανά και ξανά να φύγει από αυτήν τη ζωή, την οποία και δεν αντέχει. Ήταν ή τουλάχιστον αισθανόταν πάντα διαφορετικός ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας του Γιώργου Ηλιόπουλου, ο οποίος με μια πολύ αφαιρετική αφήγηση δεν μας αφήνει ουσιαστικά να καταλάβουμε -παρά μόνο να υποθέσουμε- τα αίτια της συμπεριφοράς του. Ίσως δεν ήταν ποτέ αρκετά macho και παλεύει τώρα να ενταχθεί κι αυτός στο πλαίσιο της γυμνασμένης αρρενωπότητας; Ίσως ακόμα φαντάζει αταίριαστος στη σημερινή πατριωτική (με ή χωρίς εισαγωγικά) νεολαία; Στρωτή οπτική απεικόνιση των παθών του ήρωα, αλλά και -όπως προείπαμε- πολύ ανοιχτό σε ερμηνείες σενάριο: αυτά χαρακτηρίζουν τις Αριζόνες, μια ταινία χάρη στην οποία μάθαμε το συγκεκριμένο τοπωνύμιο κοντά στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, πολύ καλή ερμηνεία από τον Γιάννη Παπαδόπουλο, αρκετά χρόνια μετά Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού όπου τον γνωρίσαμε κινηματογραφικά.
Wings
Tου Φοίβου Ήμελλου
Μέσα σε λιγότερο από 20 λεπτά, ο Φοίβος Ήμελλος καταγράφει με την κάμερά του, σε μονοπλάνο, μια ιστορία της διπλανής πόρτας. Από αυτές που τροφοδοτούν τα κουτσομπολιά, αλλά και τα πρωτοσέλιδα. Από αυτές που για όλους μας φαίνονται τόσο μακρινές και ξένες, αλλά αυτή μας η άποψη είναι περισσότερο προϊόν υποκρισίας και εθελοτυφλίας. Πώς να μη βάφονται τα πάντα μαύρα, υπό τους ήχους του συγκλονιστικού τραγουδιού των Rolling Stones, το οποίο και σφυρίζει προφητικά η μάνα στο Wings; Αν με το πρώτο καρέ ο σκηνοθέτης δείχνει ένα από τα αμέτρητα φυλακισμένα πουλάκια, που τα προστατεύουμε εγκλωβίζοντάς τα, αν με το τελευταίο αντιληφθήκαμε ότι θα σωθούν μόνο αν -έστω κατά λάθος- αφεθούν ελεύθερα, σε τι διαφέρουν αυτά από τον παραδοσιακό υπερπροστατευτισμό της ελληνικής φαμίλιας; Από την αγία σκέπη της Ελληνίδας μάνας, κάτω από την οποία κάθε ανομία και κάθε έγκλημα μπορεί να συγχωρείται και να συγκαλύπτεται για να προστατευτεί το καημένο το παιδί; Μια ιστορία συζυγοκτονίας, από αυτές που γεμίζουν ολοένα και πιο συχνά τα δελτία ειδήσεων, τις ραδιοφωνικές εκπομπές, την καθημερινότητά μας, σκηνοθετείται εξαιρετικά ως ένας διάλογος τηλεφωνικός της πάντα εξαίρετης Δέσποινας Κούρτη (που είναι και η μόνη που βλέπουμε στο κάδρο) με τον Στάθη Κόικα. Μάνα και γιος. Ο φυσικός και η ηθική αυτουργός (όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό) ενός φονικού. Η δύναμη της θεματικής δεν προδίδεται από τον σκηνοθέτη, οι διάδρομοι του ανθρώπινου μυαλού αποκαλύπτονται μπροστά στον πανικό να διαφύγει κάτι από το προκαθορισμένο, να καεί τελικά… το φαγητό!
L’ Αcqua Che Passa
Tης Κάλλιας Παπαδάκη
Ας ξεκινήσουμε με την απουσία ελληνικού τίτλου, όπως και σε αρκετές άλλες ταινίες του εθνικού προγράμματος. Δεν γίνεται αντιληπτό το γιατί συμβαίνει αυτό, πολύ περισσότερο μάλιστα εδώ που επιλέγεται μια ιταλική απόδοση! Προσπερνώντας αυτή τη συνήθη δυστυχώς λεπτομέρεια, η καλοφτιαγμένη τεχνικά ταινία της Κάλλιας Παπαδάκη διαθέτει μεν αυτήν την άρτια κατασκευή, όμως από το πρώτο λεπτό της εμφανίζει προβλήματα. Μιλά για μια ιστορία διαζευγμένων γονιών, που διατηρούν πλέον τις χειρότερες σχέσεις, έχοντας ένα παιδί να υποφέρει τις συγκρούσεις τους. Το μοιράζονται (με τη γνωστή συνταγή: το μεγαλώνει κυρίως η μητέρα και ο πατέρας το έχει τα Σαββατοκύριακα). Εμφανώς η προσέγγιση της δημιουργού είναι φιλικότερη προς τη μαμά, ο μπαμπάς απεικονίζεται ως ο κακός της ιστορίας και δεν χρειάζεται πάνω από ένα λεπτό για να σχηματίσει ο θεατής μια τέτοια εντύπωση. Επιπρόσθετα, ήδη όταν πατέρας και γιος ξεκινούν για να ψαρέψουν στη θάλασσα, περιμένεις ακριβώς αυτό που έρχεται στο φινάλε, τη συγκεκριμένη κατάληξη. Δεν σε εκπλήσσει καθόλου, όσο κι αν το προσπαθεί στην πορεία. Τόσο αναμενόμενη η λύση στο δράμα, διόλου ουδέτερη η προσέγγιση στη μάχη πατρικής-μητρικής ευθύνης.
Ο κλέφτης
Του Ματέο Πιτσοκάρο
Έξυπνη και φιλότεχνη η ταινία του Ματέο Πιτσοκάρο, παίζει (με όλες τις έννοιες του ρήματος) με τον θεατή από το πρώτο της πλάνο. Παπαγαλίζοντας τη λέξη «μαργαρίτα», μας εισάγει σε μια ανεκδοτολογικού ύφους δεκάλεπτη ιστορία, όπου οι ρόλοι αλλάζουν διαρκώς. Αναρωτιόμαστε ποιος είναι Ο κλέφτης, ωσότου η επόμενη ατάκα και κίνηση μας διαψεύσει, ωσότου το μεγαλείο του θεάτρου, αλλά και του κινηματογράφου, μας επιβληθούν. Προφανώς στην πραγματική ζωή οι αντιδράσεις δεν θα ήταν και τόσο χαλαρές, όμως καμιά φορά η υποκριτική είναι πάνω από την καθημερινότητα. Καμιά φορά ένας παπαγάλος, ένα όπλο, ένα όνομα, μια μισάνοιχτη πόρτα και μια παραγγελία πίτσας συνδράμουν σε μια απείρως πειστικότερη ερμηνεία, ανώτερη κάθε πρόβας. «Έτσι, δεν είναι;» μας κλείνει το μάτι ο Ελληνοϊταλός σκηνοθέτης.
Το καλοκαίρι που παρατήρησα για πρώτη φορά τον ήλιο να δύει
Του Αστέρη ΤζιώλαΈνας πιτσιρικάς στις καλοκαιρινές του διακοπές. Μια πιτσιρίκα κολλητή του. Ένα απομονωμένο σπίτι στην άκρη της παραλίας. Μια γριά «μάγισσα». Στο σκηνικό της ταινίας Το καλοκαίρι που παρατήρησα για πρώτη φορά τον ήλιο να δύει του Αστέρη Τζιώλα είναι όλα λειτουργικά, ακόμα κι αν κάποια εξ αυτών μια στιγμή σε ενοχλούν, όπως οι διαρκείς και έντονες κραυγές των παιδιών που παίζουν. Είναι η ένταση της φωνής τους όμοια με την ένταση με την οποία βιώνουν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Είναι αυτή η άγνοια κινδύνου, η οποία συνυπάρχει με την άγνοια της έννοιας του σεβασμού καμιά φορά. Είναι η αδυναμία να αντιληφθεί κάθε αγόρι ή κορίτσι το πώς και γιατί ένα άτομο, όπως η γριά την οποία και έχουν μυθοποιήσει και της έχουν προσδώσει το χαρακτηρισμό μάγισσα, μπορεί στην πραγματικότητα να έχει απλά αποσυρθεί πικραμένη από τον κόσμο. Κάποτε ήταν σαν κι αυτούς, όμως. Μικρή, παιδούλα. Και όταν ξάφνου μια φωτογραφία το καταδείξει, όταν ο ήλιος πια έχει δύσει για εκείνη, τότε -ακόμα και πρόωρα- μπορεί να αρχίσει η ενηλικίωση, να διαδεχθούν οι σιωπές τις κραυγές. Έξοχη φωτογραφία, άψογα τα παιδιά, όμορφο σινεμά.