Festivals Το ελληνικό σινεμά στο 59o ΦΚΘ: 4 ακόμη μνείες

25 Νοεμβρίου 2018 |

Το ελληνικό σινεμά στο 59o ΦΚΘ: 4 ακόμη μνείες

Τέσσερα φιλμ θα μας απασχολήσουν στο σημερινό (τελευταίο) σημείωμα αποτίμησης του 59ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Με αυτά θα κλείσουμε και την αναφορά μας στη φετινή διοργάνωση, συμπληρώνοντας ένα δικό μας άτυπο top 10, αριθμός που είναι και το ήμισυ των συνολικά προβληθεισών ταινιών. Για τις υπόλοιπες 10 δουλειές των σκηνοθετών μας, επισημαίνουμε ότι άλλοτε έχει ήδη προϋπάρξει προβολή στο εμπορικό κύκλωμα, άλλοτε εντάσσονται σε ένα ερμητικά κλειστό προσωπικό σινε-σύμπαν κι άλλοτε πάλι πνίγονται στη φιλοδοξία τους να τα πουν ή να τα δείξουν όλα όσα πιστεύουν, αγαπούν ή τους καθόρισαν κινηματογραφικά, όπως ίσως και να υπηρετήσουν το σινεμά της μόδας. Το ποια φιλμ από τη λοιπή δεκάδα αντιστοιχούν σε ποια από αυτές τις υποκατηγορίες, το αφήνουμε στη δική σας διακριτική ευχέρεια επιλογής. Και κρίσης!

Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος αφήνει μετά από αρκετά χρόνια τον κόσμο της τεκμηρίωσης, για να δοκιμάσει την τύχη του σ’ αυτόν της μυθοπλασίας. Έχουν περάσει 8 χρόνια από την “Υπογραφή” και 22 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη απόπειρά του, τον “Άδη”. Εκεί που κατέληγαν κατά τους αρχαίους Έλληνες οι ψυχές όλων. Εκεί που ουσιαστικά καταλήγουν και ένας – ένας οι ήρωες της νέας του ταινίας “Τα δάκρυα του βουνού”.

Πράγματι, το πρόσφατο πόνημα του συνεπέστατου δημιουργού, ενός ανθρώπου με άποψη αν μη τι άλλο, πλησιάζει περισσότερο στον “Άδη”. Εκεί, όμως, η εξαιρετική δουλειά σε επίπεδο φωτογραφίας, υποβλητικής ατμόσφαιρας, θεμελίωσης ενός ιδιότυπου suspense, που κτίστηκε στο πρώτο κομμάτι του έργου, δεν έφτανε στο επιθυμητό αποτέλεσμα αργότερα, καθώς χανόταν -θαρρείς- στο λαβύρινθο του κάτω κόσμου. Πλέον σήμερα, δείχνει πολύ πιο έτοιμος να εκφράσει και να εκφραστεί. Και έχει πολλά να πει…

Μιλά για την εργατική τάξη, που δεν πρόκειται ποτέ να πάει στον παράδεισο, επειδή δεν θα της το επιτρέψουν, με όπλο τους τη φτώχεια. Αφηγείται μιαν ιστορία ξενιτιάς και νόστου για την πατρίδα, που μένει σχεδόν πάντα γλυκιά ανάμνηση και μάταιος πόθος. Διαμαρτύρεται για τους αγνώστου προέλευσης και σκοπού πολέμους, που συνθλίβουν στην παραζάλη τους κάθε αθώο. Κραυγάζει για την ανάγκη ομοψυχίας, ενότητας, από κοινού πάλης όλων αυτών / όλων ημών, που διαφορετικά είναι υποχρεωμένοι να πέσουν βορά στην Κίρκη, στον Πολύφημο, στους Λαιστρυγόνες.

Ο Χαραλαμπόπουλος πάντα αγαπούσε τις εικόνες και τα μεγέθη του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το αντιλαμβάνεται κανείς από τα πρώτα πλάνα των fiction του. Εδώ έχει προσεγγίσει υπέροχα το πρότυπό του, τόσο ιδεολογικά όσο και αισθητικά (η φωτογραφία σχεδόν πάντα ξεβαμμένη, αλλά και πιστή στην απόδοση των χρωμάτων της φύσης).

Δεν είναι μικρό το τόλμημά του να αγγίξει την Ιστορία του τόπου μας, όπου τόπος νοούνται αρχικά τα Βαλκάνια εν γένει (έτσι δικαιολογείται η τοποθέτηση του κεντρικού μύθου του στις αρχές του 20ού αιώνα, στα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων και της αέναης μάχης για επιβίωση, όταν τα σύνορα διαμορφώνονταν), αλλά και η Ελλάδα τελικά (με την αναφορά και στην εμφυλιακή / μετεμφυλιακή χώρα μας το 1949).

Εξίσου τολμηρή είναι η ευθεία (καταγράφεται στα ίδια τα ζενερίκ του τέλους) προσομοίωση με την Οδύσσεια του Ομήρου. Η ραψωδία του αφανισμού των συντρόφων της αριστεράς και της ουτοπίας, που πέφτουν θύμα της ελπίδας για τη νέα εποχή, είναι τόσο ταιριαστή με τις ομηρικές ραψωδίες του αφανισμού των συντρόφων του Οδυσσέα, που επίσης χάνονται άδοξα και τραγικά ως θύματα των Σειρήνων.

Μειονεκτήματα; Ίσως αυτή η ικανότητα του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου να σκηνοθετεί σαν κριτικός κινηματογράφου (!) να στερεί από το φιλμ του αυτό που κατέχουν καλύτερα απ’ όλους οι κατοικώντες υπερατλαντικά: την πρόσβαση στο ευρύ κοινό, που ξεδιψά μόνο με ταινίες εκθαμβωτικές στο πρώτο επίπεδο. Βλέπετε, ο Χαραλαμπόπουλος είναι εκθαμβωτικός κυρίως στο δεύτερο επίπεδο, της εξήγησης των εικόνων του…

Στο Φεστιβάλ ήταν παρούσα και σκηνοθετικά η πόλη μας, η Θεσσαλονίκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Χρήστος Νικολέρης. Γόνος μιας από τις σπουδαιότερες οικογένειες στο χώρο της φωτογραφίας (πρόσφατη και εξαιρετικά δυσάρεστη η πρόωρη απώλεια της αδερφής του, Χρύσας Νικολέρη), ο Χρήστος το προχώρησε λίγο παραπέρα εδώ και καμιά ντουζίνα έτη. Αγάπησε την κινηματογραφική κάμερα, της δόθηκε, στράφηκε στο σινεμά. Μας χάρισε έτσι το έξοχο μικρομηκάδικο “Νάρκες”, μια αντιμιλιταριστική κατάθεση ψυχής το 2006 στη Δράμα, που έχασε την κορυφαία διάκριση που δικαιούτο από το τουλάχιστον φολκλόρ “Μπαχ και μπουζούκι”. Αλλά ας μην ξύνουμε πληγές του τότε!

Ακολούθησε ο δικός του “Ρωμαίος και Ιουλιέτα”, δηλαδή ο “Κανένας” το 2010. Δεν είχε την ίδια ευστοχία, στην έντιμη προσπάθειά του να ενώσει τον Σαίξπηρ με την Ελλάδα που βίωνε εκείνα τα χρόνια έντονα το μεταναστευτικό (περάσαμε πια στο προσφυγικό…), διηγούμενος μιαν ερωτική ιστορία. Πέρασαν οκτώ χρόνια, είχαμε ακούσει ότι ετοίμαζε ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, που μάλλον δεν ευοδώθηκε, για να επιστρέψει με το “Καταφύγιο 2: το μονοπάτι του πάγου”.

Τι το συνδέει με τα δύο προηγούμενα; Η πένα του Παναγιώτη Ιωσηφέλη, που υπέγραφε και υπογράφει τα σενάρια του Νικολέρη, η άδολη αγάπη των συντελεστών για το καθαρό σινεμά, η πίστη στους στενούς συνεργάτες και στο ντόπιο κυρίως δυναμικό. Ο Νικολέρης γυρίζει ένα θρίλερ, που εντάσσεται στη μεγάλη σχολή που μας κληροδότησε βασικά ο αμερικανικός κινηματογράφος και που προσωπικά μου άφησε έντονα μια γεύση Σαμ Ράιμι και “Evil dead”. Αυτή η γεύση -και επιπρόσθετα το ότι ούτε η επίγευση ήταν άσχημη- είναι παράσημο στη φτηνή no budget παλικαριά των παιδιών αυτών να “παίξουν” με κάτι ουσιαστικά ανύπαρκτο στον κινηματογράφο μας.


Ο τρόπος με τον οποίο αποφεύγονται παγίδες (σαν εκείνες που τραυμάτισαν έναν από τους ήρωες του φιλμ) είναι άξιος λόγου. Όλο το πράγμα θα περνούσε εύκολα στη σφαίρα του γραφικού και αδιάφορου, αν δεν επιδεικνυόταν η μέριμνα να ντυθεί με τη φορεσιά της ελληνικής λαογραφίας. Πώς, λοιπόν, εξηγούνται τα απίθανα και τρομακτικά που συμβαίνουν; Μα με την αναφορά και χρήση των δοξασιών, των παραδόσεων. Τα αερικά, τα φαντάσματα, οι καταραμένες ψυχές “δικαιολογούν” τα παράδοξα και αφύσικα. Με ελάχιστη χρήση οπτικών εφέ, ώστε να αποφευχθεί και τούτος ο σκόπελος της μη πειστικότητας, ο Χρήστος Νικολέρης δεν υπόσχεται παρά 80 λεπτά νεανικού σασπένς. Τα παραδίδει!

Δύο κοπέλες, η Ναταλία Λαμπροπούλου (με παρουσίες στη Δράμα κι αυτή τα τελευταία χρόνια) και η Ηλέκτρα Αγγελετοπούλου (παραγωγός της Ναταλίας ως τώρα στα μικρού μήκους) συνσκηνοθετούν άλλη μια θεσσαλονικιώτικη ταινία. Το σεμνό στα μεγέθη “Scopophilia” είναι κι αυτό θρίλερ, όπως το “Καταφύγιο” του Νικολέρη. Όμως, ασχολείται με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και την τεχνολογία ως μηχανισμούς παρακολούθησης, ενώ παράλληλα υποκλίνεται στον Άλφρεντ Χίτσκοκ και τον ηδονοβλεπτικό “Σιωπηλό μάρτυρα”, μια που ο ήρωάς του είναι εγκλωβισμένος στο δωμάτιό του, βλέπει από εκεί ένα έγκλημα και προσπαθεί να σταματήσει τον δράστη στις μελλοντικές του παρεμφερείς “δράσεις” (εδώ υπάρχει περίπτωση serial killer).

Σχόλιο για την ολοένα αυξανόμενη απώλεια της ιδωτικότητας της ζωής μας, φιλμ με μεράκι, όπου δεν αποφεύγονται τρύπες στο σενάριο ή απορίες που προκύπτουν αβίαστα από ενέργειες ή παραλείψεις των πρωταγωνιστών, όπως δεν λείπουν και οι αναπόφευκτες κακοτεχνίες στα ντεκόρ. Προφανώς, εντοπίζονται εύκολα τα προβλήματα μιας τόσο φτηνής παραγωγής, που όμως αποπνέει την αγάπη της ομάδας που την έφτιαξε, μια που όλοι έχουν δουλέψει μαζί και στα φιλμάκια της Λαμπροπούλου που προηγήθηκαν. Ακόμα και η Τζόυς Ευείδη, που μετέχει σε μικρό ρόλο, είχε ενεργή κεντρική παρουσία στα μικρά “Το μπαλόνι” και “E-social”!

Η δέκατη (και τελευταία) ταινία που επιλέξαμε από το φεστιβαλικό δεκαήμερο υστερεί σε πολλά και από τις 9 προηγούμενες, αλλά και από τις μισές που δεν βρήκαν τη θέση τους σ’ αυτά τα κείμενα. Γιατί την προκρίναμε; Απλούστατα για χάρη του βιβλίου του Γιάννη Μακριδάκη, από το οποίο προήλθε, αλλά και των γλυκύτατων κατοικίδιων συμπρωταγωνιστών!

Είναι η ιστορία ενός μοναχού… μοναχού, που αναζήτησε -από την εφηβεία του ακόμα- στην ασκητική ζωή μια διέξοδο. Από την αγάπη του Θεού τότε, στις στενοχώριες μετά, καθώς βίωσε τον απόλυτο μαρασμό του μοναστηριού του, για να παραμείνει εκεί μέσα με αποκλειστική παρέα μια σκυλίτσα. Η έννοια της συντροφιάς δεν απαιτεί υποχρεωτικά ανθρώπινη παρουσία, τονίζει με το γραπτό του ο Μακριδάκης.


Πόσο μπορεί να μας καθορίσουν “ταπεινές” αφορμές; Η απώλεια του όμορφου τετράποδου σημαδεύει ανεξίτηλα τον ήρωα, που (σε μια συγκλονιστική σκηνή) κατεβάζει μεσίστια τη σημαία, όχι για τον σχεδόν ταυτόχρονο θάνατο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, αλλά για την ψυχούλα του ζώου που ήταν η παρηγοριά του. Υπάρχει φυσικά το συλλογικό πένθος, αλλά ποιος τολμά να αγνοήσει ή να παραμερίσει το προσωπικό;

Γλυκόπικρες οι διαπιστώσεις του Μακριδάκη και κατ’ επέκταση του σκηνοθέτη Γιάννη Λαπατά στη “Δεξιά τσέπη του ράσου”, που δεν διαθέτει σινε-αρετές, αλλά μεταφέρει την ψυχική ανάταση που χαρίζει η ανάγνωση του βιβλίου. Εκεί που όλα δείχνουν μαύρα, επανεμφανίζεται η ελπίδα. Είτε σε συλλογικό είτε σε προσωπικό επίπεδο. Η ελπίδα γεννιέται με τη μορφή μιας διάδοχης κατάστασης. Άλλοτε ως απόρροια της ίδιας της φύσης, οπότε και είναι πραγματική, άλλοτε πάλι ως τερατογένεση της ανθρώπινης επέμβασης, οπότε εξ ορισμού είναι φρούδα…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑