Είναι δυνατόν σε ένα φεστιβάλ ταινιών μυθοπλασίας η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου να βραβεύει ένα ντοκιμαντέρ -και μάλιστα αθλητικού περιεχομένου; Μη βιαστείτε να απαντήσετε! Το φινάλε της καριέρας και της ζωής του Νίκου Τριανταφυλλίδη είναι κάτι πολύ δυνατότερο από ένα απλό φιλμ για τον ΠΑΟΚ, την ομάδα που αγάπησε παιδιόθεν, αν και έζησε σχεδόν αποκλειστικά στην Αθήνα.
Η διάκριση που επιφύλαξε η ΠΕΚΚ στο 90 χρόνια ΠΑΟΚ: Νοσταλγώντας το μέλλον ήρθε δικαιότατα και μπορεί να είχε συνδυαστεί και με άλλες διακρίσεις της ταινίας, αν το κοινό που την παρακολούθησε ή οι Επιτροπές την είχαν στη λίστα τους. Η ΠΕΚΚ καλείται πάντα να αποφασίζει από το σύνολο της ετήσιας ελληνικής παραγωγής που προβάλλεται στη διάρκεια του Φεστιβάλ, χωρίς να περιορίζεται ή να αυτοπεριορίζεται από τους καταλόγους διαγωνιζομένων ταινιών, που δεσμεύουν τους λοιπούς κρίνοντες. Αυτό άλλωστε της επέτρεψε να ξεχωρίσει τα ενταγμένα λ.χ. την ενταγμένη τότε στο πληροφοριακό τμήμα Καρκαλού και αργότερα το επίσης παραγκωνισμένο Το δένδρο που πληγώναμε…
Είμαστε βέβαιοι ότι η ενθουσιώδης υποδοχή που είχε, από όποιον κριτικό ή “κοινό θνητό” συναντήσαμε, το 90 χρόνια ΠΑΟΚ θα είχε αντίκτυπο και σε όποια άλλη πιθανή ψηφοφορία! Μέσα από τη θερμή, λόγω του πάθους του με την ομάδα, ματιά του Τριανταφυλλίδη καταγράφεται και μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: Από τον ξεριζωμό από Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία ως τις μάχες και τους ήρωες του Δευτέρου Παγκοσμίου στον πόλεμο με τους Ιταλούς. Από τη μεταπολεμική ανέχεια ως το “ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί” της δεκαετίας του ’70. Ακόμα, από την ψευδό-ευμάρεια προ 15-20 χρόνων στην κρίση της χώρας τα πρόσφατα χρόνια.
Όλα αυτά αποτυπώνονται με ρέουσα γλώσσα από ποδοσφαιριστές και παράγοντες κυρίως μεγάλης ηλικίας, μια που αυτοί βίωσαν στο πετσί τους καθαρότερα κι εντονότερα όσα προαναφέραμε. Είναι εκπληκτικό αυτό που κατορθώνει ειδικά στο πρώτο μισό του έργου του ο Νίκος Τριανταφυλλίδης: φτιάχνει ένα ντοκιμαντέρ πάνω στη μυθοπλασία, ένα φιλμ για το πώς πλάστηκε ο μύθος του ΠΑΟΚ, ενός συλλόγου που φέρει άσβηστα τραύματα από τη γένεση και το σήμα του (δικέφαλος αετός με μαζεμένα φτερά) ως και την έλλειψη ανάλογου με τη δυναμική του αριθμού τίτλων. Πρόκειται για φαινόμενο: αυτό που τράβηξε τους περισσότερους στο να στηρίξουν το οικοδόμημα ΠΑΟΚ ήταν… η αδικία, η στενοχώρια, το μαράζι. Το “Όσο με πληγώνεις τόσο με πορώνεις” δηλαδή!
Η συγκυρία ήθελε η -εορτάζουσα τα 40 χρόνια ζωής της- ΠΕΚΚ να επιβραβεύσει τον -εορτάζοντα τα 90 χρόνια του- ΠΑΟΚ. Τι άλλο θα μπορούσε να είχε διαλέξει το σώμα των Ελλήνων κριτικών; Μέσα στο γόνιμο διάλογο που προηγήθηκε της τελικής ψηφοφορίας, ακούστηκαν σαφώς επιχειρήματα και υπέρ άλλων ταινιών. Όμως…
Το αγόρι στη γέφυρα ήταν μια άκρως ενδιαφέρουσα ταινία πρόωρης ενηλικίωσης, ξεκαθαρίσματος οικογενειακών λογαριασμών, μυστικών και ψεμάτων, αληθινής φιλίας, αλλά και προδοσίας. Μια ταινία ανθρώπινη, αλλά και πολιτική. Ένα μικρών μεγεθών δράμα για πραγματικούς αφτιασίδωτους χαρακτήρες, που μετεξελίχτηκε στο φινάλε του σε συγκαλυμμένο φιθλμ νουάρ ανατροπών. Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, που αποτέλεσε εξαιρετική εναλλακτική πρόταση. Ένα φιλμ από την Κύπρο, που έδειξε πως αρκετά χρόνια μετά τις σπουδαίες δημιουργίες του Ανδρέα Πάντζη, που ξεπερνούσαν βεβαίως τα όρια της Κύπρου, κάτι κινείται εκεί. Δεν απέσπασε καμία διάκριση, αλλά ο σκηνοθέτης του, ο Πέτρος Χαραλάμπους άφησε πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.
Διακρίσεις απέσπασαν, αντίθετα, οι τρεις ταινίες που συμπεριελήφθησαν στο Διεθνές Διαγωνιστικό. Η Πλατεία Αμερικής του Γιάννη Σακαρίδη είναι σαφώς πληρέστερη του Wild duck του ιδίου. Καταπιάνεται με το καυτό θέμα των προσφύγων και μεταναστών, της προσπάθειας ένταξής τους στον κοινωνικό ιστό, της αγωνίας πολλών εξ αυτών να αποδράσουν στην πιο πλούσια Ευρώπη για καλύτερη τύχη, της θετικής ή αρνητικής στάσης ημών των Ελλήνων απέναντί τους, που μπορεί να φτάσει και σε ακραίες συμπεριφορές ή ενέργειες, ακόμα κι από άτομα που δεν δείχνουν ικανά για κάτι τέτοιο. Ο Σακαρίδης έχει καλές προθέσεις, αλλά χάνει σημαντικά σε σεναριακές λύσεις. Δείχνει θυσίες, αλλά δεν δείχνει τα αθώα θύματα ενός ακήρυχτου πολέμου, προτιμώντας να λειάνει την καταγγελία του για τον ήσυχο ανθρωπάκο δίπλα μας. Ευτυχεί να μας αγγίξει με την προβληματική του, αλλά χωλαίνει στην εικονογράφησή της. Απέσπασε το αξιοζήλευτο βραβείο της FIPRESCI, συν μία μνεία για ανδρική ερμηνεία. Βελτιώνεται και η τρίτη του δουλειά αναμένεται πια με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Η Σοφία Εξάρχου γύρισε το Park. Δείχνει επαρκέστατη γνώση χρήσης της κάμερας, είναι εμφανέστατα επηρεασμένη από το σινεμά του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και στήνει μια δική ιστορία “Από την άκρη της πόλης”. Δεν θεμελιώνει, ωστόσο, το οικοδόμημά της σε στέρεα σεναριακά θεμέλια, αστοχεί στην παρουσίαση παράλληλων ιστοριών (η σχέση της μητέρας του αγοριού δεν αναλύεται, εμφανίζεται μετέωρη και εγκαταλείπεται σε ξεκομμένα πλάνα του φιλμ), επαναλαμβάνεται σε σκηνές εκτόνωσης των πιτσιρικάδων. Το φινάλε, μια πιθανολόγηση εκπόρνευσης της σύγχρονης Ελλάδας, δίνει αφορμή για συζήτηση, δεν είναι άστοχο (το αντίθετο), αλλά και δεν αρκεί για να δικαιολογήσει το μεγάλο φιλμικό χρόνο που προηγήθηκε. Πήρε βραβείο από την ΕΡΤ, αλλά και από την Επιτροπή του Διεθνούς Διαγωνιστικού για την πρωταγωνίστρια…
Το Άφτερλωβ του Στέργιου Πάσχου κέρδισε βραβείο καλλιτεχνικής επίτευξης και άλλη μία μνεία για την ερμηνεία του κεντρικού ήρωα, που υποδύθηκε ο Χάρης Φραγκούλης. Καλοφτιαγμένη ρομαντική «Ρομερική» κομεντί; Ίσως. Ταινία για το πώς ολοκληρώνεται ή θα έπρεπε να ολοκληρώνεται ένας μεγάλος έρωτας; Για τις απαντήσεις που τελικά δεν μπορούν να υπάρξουν γύρω από το τέλος μιας σχέσης; Ταινία δύο πολύ ανερχόμενων νέων ηθοποιών; Όλα αυτά είναι ωραία, αλλά… Το Άφτερλωβ παίρνει τόσο σοβαρά τον εαυτό του, που καταλήγει να μας δώσει μια ερωτική σκηνή 20 (και πλέον) λεπτών, όπου τα κορμιά του ζεύγους παραπέμπουν ευθέως στο Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι. Κλείνει όμορφα και γλυκόπικρα, αλλά νωρίτερα προλαβαίνει να μας προβληματίσει και για λιγότερο ευχάριστους λόγους.
Είναι απορίας άξια η σύμπτωση (;) στο πρόγραμμα του ίδιου φεστιβάλ της προβολής του επίσης γλυκύτατου (και με πολλά παρόμοια συν και πλην) Όντως φιλιούνται; του Γιάννη Κορρέ. Η εξαιρετική Ηρώ Μπέζου, που παίζει κι εδώ το θηλυκό του ζευγαριού, είναι η απόλυτη σύνδεση: σαν το Άφτερλωβ να είναι το sequel του Όντως φιλιούνται;! Παρεμφερής γραφή, με το Άφτερλωβ να καταγράφει το μετά μιας σχέσης, όταν το Όντως φιλιούνται; κατέγραφε την αρχή, τη μέση και τις υπόνοιες του τέλους της… Αν προσθέσουμε εδώ τη γνώση του προηγούμενου μικρομηκάδικου έργου του Πάσχου, που ήταν το όμορφο 8λεπτο Ο Έλβις είναι νεκρός, με πρωταγωνιστές πάλι τους Φραγκούλη, Μπέζου και ένα σκυλάκι (ως μνήμη σ’ αυτήν την περίπτωση), βλέπουμε μια προσκόλληση στο ίδιο ακριβώς αντικείμενο. Επιφυλασσόμαστε για το επόμενο βήμα, πάντως οι διάλογοι είναι έξυπνοι και πειστικοί…
Αξίζει να σταθούμε και στο Έτερος εγώ του Σωτήρη Τσαφούλια. Σκηνοθετικά δίνει ρέστα και κατασκευάζει ένα εντυπωσιακό θρίλερ, με στοιχεία από Ντε Πάλμα, Φίντσερ και λοιπούς μετά-χιτσκοκικούς δημιουργούς. Δεν χάνει πουθενά τον έλεγχο της εικόνας, κυλά χορταστικά στο μάτι, το απολαμβάνεις. Φανερά ο Τσαφούλιας έχει γνώση του είδους, δεν είναι άδικη η επιδοκιμασία του νεανικού κοινού, που τον βράβευσε, βλέποντας κάτι ξένο προς τα συνήθη στη χώρα μας. Ενστάσεις; Αγγίζει το θέμα της αυτοδικίας, την οποία και μοιάζει εντέλει να ενθαρρύνει, αλλά κυρίως δεν πείθει ότι η αποκρουστική ιεροτελεστία των εγκλημάτων μπορεί να γίνει από μια κατά τα λοιπά “καλών εκδικητικών προθέσεων” φόνισσα – serial killer για κάποιον λόγο πέρα από τον εντυπωσιασμό του θεατή.
Το να μιλήσει κανείς για φιλμ όπως το Suntan, ο Νοτιάς, η Καύση, ο Ένας άλλος κόσμος και ορισμένα ακόμα επαναπροβαλλόμενα είναι άσκοπο, αφού έκαναν τον κύκλο τους και βρήκαν το κοινό και τις κριτικές τους. Από τα λοιπά φεστιβαλικά κομμάτια, θα αρκεστούμε να επισημάνουμε το ευπρεπές υπαρξιακό θρίλερ Ευτυχία του Χρήστου Πυθαρά, που θέλει να θυμίζει την πολανσκική Αποστροφή, το νουάρ Πέντρο Νούλα του Κάρολου Ζωναρά, που βιάζεται δυστυχώς να δώσει λύση στο τελευταίο ημίωρο και χάνει μια καλή ευκαιρία, το ευχάριστα τουριστικό για τις ομορφιές της Κρήτης και των κατοίκων της Ξα μου της Κλειούς Φανουράκη, αλλά και τον δυσπρόσιτο μέσα στα ωραία ασπρόμαυρα στατικά μονοπλάνα του Κοινό τόπο της Πέννυς Μπούσκα, που μιλά δια της σιωπής για το προσφυγικό και τη νεκρή φύση των ψυχών μας.