Η λέξη “εικόνα” προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα “εἴκω”, που σημαίνει μοιάζω, ομοιάζω. Δεν είναι, λοιπόν, τίποτε περισσότερο από ένα ομοίωμα. Η εικόνα είναι αδιαίρετη και φευγαλέα, βασίζεται στη συνείδησή μας και στον αληθινό κόσμο, τον οποίο επιδιώκει να εκφράσει. Αν ο κόσμος είναι αινιγματικός, θα είναι αινιγματική κι η εικόνα. Είναι κάτι σαν εξίσωση, που συμβολίζει την αλληλεξάρτηση αλήθειας και ανθρώπινης συνείδησης η οποία περιορίζεται από τον ευκλείδιο χώρο. Δεν μπορούμε κατανοήσουμε ολόκληρο το σύμπαν. Η ποιητική εικόνα, όμως μπορεί να το εκφράσει ολόκληρο.
Η εικόνα αποτελεί εντύπωση της αλήθειας, μια ματιά της αλήθειας μέσα στο σκοτάδι της “τυφλότητάς” μας. Η ενσαρκωμένη εικόνα είναι πιστή όταν οι αρθρώσεις της αποτελούν απτή έκφραση της αλήθειας, όταν την καθιστούν μοναδική και ξεχωριστή, όπως είναι η ζωή ακόμα και στις πιο απλές τις εκδηλώσεις.
Στον κινηματογράφο, που είναι η μέγιστη τέχνη της εικόνας, γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η παρατήρηση αποτελεί την αρχή της εικόνας, η οποία συγχέεται μονίμως με τη φωτογραφική καταγραφή. Η κινηματογραφική εικόνα είναι ορατή και τετραδιάστατη ενσάρκωση. Δεν μπορεί, όμως, κάθε πλάνο να φιλοδοξεί να είναι η εικόνα του κόσμου. Συνήθως περιγράφει κάποια ιδιαίτερη πλευρά του. Τα γεγονότα που έχουν καταγραφεί με νατουραλιστικό τρόπο δεν επαρκούν καθαυτά να δημιουργήσουν την κινηματογραφική εικόνα. Στον κινηματογράφο η εικόνα βασίζεται στην ικανότητά μας να παρουσιάζουμε σαν παρατήρηση την προσωπική μας αντίληψη για κάποιο αντικείμενο.
Η φαντασίωση είναι μια εικόνα της φαντασίας μας, η οποία όμως βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με τη φυσική πραγματικότητα, δηλαδή με την αντίληψη που έχουμε ως υποκείμενα για τα αντικείμενα που συνθέτουν τον κόσμο. Η φαντασίωση λοιπόν οικοδομείται κυρίως με “ρεαλιστικό υλικό” κάτι που συνεπάγεται πως ο “συσχετιστικός” παράγοντας δεν παίζει πια τόσο αποφασιστικό ρόλο. Μ’ άλλα λόγια, δεν έχει πια ιδιαίτερη σημασία αν οι φαντασιώσεις διεκδικούν την ίδια αυθεντικότητα με τη φυσική πραγματικότητα. Με την προϋπόθεση ότι εστιάζονται σε πλάνα από την πραγματική ζωή, συμμορφώνονται με τις βασικές ιδιότητες του κινηματογράφου.
Ο μετρ αυτής της φαντασίωσης που εκφράζεται μέσα από τη φυσική πραγματικότητα δεν είναι άλλος από τον κορυφαίο Δανό σκηνοθέτη Carl Theodor Dreyer, ο οποίος με την ταινία του Vampyr(1932), όρισε με χειρουργική ακρίβεια αυτόν τον τύπο φαντασίωσης. Ο ίδιος ο Dreyer δηλώνει: “Φανταστείτε ότι βρισκόμαστε σ’ ένα συνηθισμένο δωμάτιο. Ξαφνικά, το δωμάτιο όπου βρισκόμαστε έχει αλλάξει ολωσδιόλου. Κάθε τι που υπάρχει μέσα σ’ αυτό έχει πάρε άλλη όψη. Το φως, η ατμόσφαιρα αλλάζουν, παρόλο που από φυσική άποψη είναι τα ίδια. Αυτό συμβαίνει επειδή εμείς έχουμε αλλάξει και τα αντικείμενα είναι όπως τα αντιλαμβανόμαστε. Αυτό ακριβώς είναι το αποτέλεσμα που θέλω να πετύχω στην ταινία μου”. Ο Dreyer προσπάθησε σκληρά για να το πετύχει. Η ταινία Vampyr, στην οποία πολλοί από τους ηθοποιούς δεν ήταν επαγγελματίες, γυρίστηκε σε φυσικό περίγυρο και στηριζόταν σε μια περιορισμένη γκάμα από τρικ για να μεταδώσει τους “αόριστους υπαινιγμούς της για το υπερφυσικό”. Το πιο παράξενο πράγμα σ’ αυτή την εξαιρετικά φαντασιώδη ταινία, είναι ότι ο Dreyer δεν δούλεψε ποτέ του με πιο ρεαλιστικό υλικό, κι αυτό είναι που τον κάνει κορυφαίο.